Η 82χρονη Καναδή διηγηματογράφος δεν πήγε στην καθιερωμένη τελετή. Εστειλε μόνο την κόρη της Τζένι. Και μια συνέντευξή της σε βίντεο
Επιμ. Β. Γεωργακοπούλου
Σε έναν αγροτικό κόσμο όπου «οι γυναίκες έλεγαν και διάβαζαν ιστορίες, ενώ οι άνδρες ήταν έξω από το σπίτι κάνοντας σπουδαία πράγματα» χρωστάμε τελικά την Αλις Μονρό, την Καναδέζα διηγηματογράφο που κέρδισε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η σπουδαία αυτή συγγραφέας έδινε το Σάββατο στη Στοκχόλμη την καθιερωμένη «διάλεξη του νομπελίστα», ένα γεγονός που κάθε χρόνο ο λογοτεχνικός κόσμος περιμένει με αδημονία, αφού είθισται οι βραβευμένοι να καταθέτουν ένα σημαντικό για το έργο και την κοσμοθεωρία τους κείμενο. Και να το διαβάζουν οι ίδιοι.
Η Μονρό έσπασε την παράδοση. Κατ' αρχάς η προχωρημένη ηλικία της (82 χρόνων) και κάποια προβλήματα υγείας (έχει περάσει καρκίνο και έχει κάνει μπάι-πας) την εμπόδισαν να παραστεί. Προτίμησε, όπως άλλωστε και ο Χάρολντ Πίντερ το 2005, να στείλει ένα βίντεο. Εκεί, όμως, που πραγματικά πρωτοτύπησε ήταν στον τρόπο με τον οποίο διάλεξε να μιλήσει για το έργο της: μέσα από μια συνέντευξη διάρκειας 29 λεπτών που έδωσε στον Στέφαν Ασμπεργκ, στη Βικτόρια του Καναδά όπου ζει. Το ίδιο απλά, αλλά ουσιαστικά και σε βάθος ήταν τα λόγια της. Κάτι σαν τις ιστορίες στα βιβλία της.
Πανέμορφη, καθισμένη δίπλα στη βιβλιοθήκη της και με φόντο ένα παράθυρο, η Μονρό απάντησε στις ερωτήσεις. Πήγε και μια βόλτα στο βιβλιοπωλείο Munro’s books, που άνοιξε με τον πρώτο της σύζυγο, Τζιμ Μονρό. Τον παντρεύτηκε σε ηλικία 20 χρόνων (1951), απέκτησαν τρεις κόρες και χώρισαν το 1973. Εχουν προφανώς πολύ ζεστές σχέσεις, αφού εμφανίζεται και ο ίδιος στο βίντεο, μέσα στο μεγάλο, ωραίο του βιβλιοπωλείο, που έκλεισε φέτος πενήντα χρόνια ζωής, Ο κόσμος την αναγνώριζε και της ζητούσε να υπογράψει τα βιβλία της. Ο δεύτερος σύζυγός της, Τζέραλντ Φρέμιν, πέθανε φέτος τον Απρίλιο.
Ας δούμε τα βασικά σημεία της εξομολόγησής της. Αλλωστε η βιντεοσκοπημένη συνέντευξη είχε τίτλο «Η Αλις Μονρό με δικά της λόγια».
● Η πρώτη της ιστορία: Της διάβασαν τη «Μικρή Γοργόνα» του Αντερσεν όταν ήταν μικρή και αποφάσισε να της «δώσει ένα πιο ευτυχισμένο τέλος». «Σκέφτηκα ότι της άξιζε, πολύ περισσότερο από ό,τι ο θάνατος μέσα στη θάλασσα. Ετσι έκανα το καλύτερό μου, η γοργόνα έμενε παντρεμένη με τον πρίγκιπα και δεν με ένοιαζε που ο υπόλοιπος κόσμος αγνοούσε την ιστορία μου, ένιωθα σαν να την είχα ήδη δημοσιεύσει». Από κει και πέρα άρχισε μια υπερπαραγωγή ιστοριών στο παιδικό της μυαλό, κυρίως όταν περπάταγε προς το σχολείο της, με ηρωίδα κυρίως την ίδια, που ήταν πάντα έξυπνη, ικανή να κάνει τον κόσμο καλύτερο, αφού είχε «μαγικές δυνάμεις και τέτοια πράγματα».
● Η γυναικεία της οπτική: «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι είμαι κάτι άλλο από γυναίκα και πάντα υπήρχαν πολλές καλές ιστορίες για μικρά κορίτσια και γυναίκες – εκτός ίσως από την ηλικία της εφηβείας, που αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι πρέπει να βοηθήσεις τους άνδρες να πετύχουν τους στόχους τους. Οταν όμως ήμουν μικρή, δεν ένιωσα ποτέ κατώτερη λόγω του φύλου μου. Δεν ήξερα τον όρο “φεμινισμό”, αλλά φυσικά και ήμουν φεμινίστρια. Ισως γιατί μεγάλωσα σε μια περιοχή του Καναδά όπου οι γυναίκες μπορούσαν να γράψουν ευκολότερα από τους άνδρες. Οι μεγάλοι, σπουδαίοι συγγραφείς ήταν, βέβαια, άνδρες, αλλά το να γράφει μια γυναίκα δεν ήταν τόσο ντροπή όσο θα 'ταν για έναν άντρα. Το γράψιμο δεν εθεωρείτο ανδρική δουλειά, τουλάχιστον στα νιάτα μου».
● Από το χάπι εντ στο δράμα: «Στην αρχή είχε σημασία για μένα το ευτυχισμένο τέλος στις ιστορίες μου. Δεν άντεχα τις δυστυχισμένες καταλήξεις. Οταν άρχισα να διαβάζω βιβλία σαν τα “Ανεμοδαρμένα Υψη”, άλλαξα εντελώς άποψη, πέρασα στο τραγικό στρατόπεδο και πολύ το ευχαριστιόμουν».
● Νοικοκυρά και συγγραφέας: «Κάθε ιστορία που έγραφα με απορροφούσε εντελώς. Αλλά έπρεπε πάντα να μαγειρέψω για τα παιδιά μου. Ετσι έμαθα να γράφω με διαλείμματα, αν και υπήρξαν στιγμές που με έπιανε απελπισία. Γιατί είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι οι ιστορίες μου δεν ήταν πολύ καλές, ότι είχα πολλά να μάθω, ότι το γράψιμο ήταν πολύ σκληρότερη δουλειά από όσο νόμιζα. Αλλά δεν το έβαλα κάτω».
● Θα είχε αλλάξει το λογοτεχνικό της ύφος αν είχε τελειώσει πανεπιστήμιο; «Πολύ πιθανόν. Θα γινόμουν πιο επιφυλακτική και φοβισμένη. Οσο περισσότερα θα μάθαινα για τα επιτεύγματα των άλλων συγγραφέων θα ένιωθα δέος. Αλλά μόνο για ένα διάστημα. Ηθελα τόσο πολύ να γράψω που θα προχωρούσα μπροστά και θα έκανα τουλάχιστον μια μεγάλη προσπάθεια».
● Τι επίδραση θέλει να έχουν τα διηγήματά της στους αναγνώστες: «Θέλω να τους συγκινούν, να νιώθουν διαφορετικοί άνθρωποι όταν τα τελειώνουν. Δεν με ενδιαφέρει τόσο να βρίσκουν έμπνευση για τις ζωές τους, μου φτάνει να τους προσφέρω απόλαυση. Να σκέφτονται ότι οι ιστορίες μου έχουν σχέση με τις ζωές τους. Βλέπετε, προσπαθώ να σας πω ότι μάλλον δεν είμαι καθόλου… πολιτική συγγραφέας».
● Σταμάτησε όντως το γράψιμο; «Εδώ κι ένα χρόνο περίπου πήρα αυτή την απόφαση. Οχι γιατί ενώ θέλω δεν μπορώ να γράψω. Αλλά γιατί αποφάσισα να γίνω κι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους. Οταν γράφεις κάνεις κάτι που οι άλλοι δεν ξέρουν ότι κάνεις, δεν μπορείς να μιλήσεις γι' αυτό και βρίσκεσαι σε έναν μυστικό κόσμο. Κουράστηκα, το έκανα σχεδόν σε όλη μου τη ζωή».
● Μήπως έχει μια πολύ απλή θεώρηση των πραγμάτων; Σ' αυτή την ερώτηση η Αλις Μονρό σαν να ενοχλείται. «Νομίζετε; Λοιπόν, ναι. Ποτέ μου, όμως, δεν σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω τα πράγματα πιο απλά. Νομίζω ότι γράφω από φυσικού μου απλά και εύκολα. Οση επίγνωση και αν είχα όταν έγραφα, δούλευα με έναν τρόπο που με παρηγορούσε και με χαροποιούσε. Δεν ακολουθούσα ποτέ κάποια συγκεκριμένη ιδέα».
Info: κυκλοφορούν από το «Μεταίχμιο» τα βιβλία της «Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει» και «Πάρα πολλή ευτυχία».
* Μπορείτε να δείτε τη συνέντευξη της Μονρό στη διεύθυνση http://www.nobelprize.org/nobel_prizes/literature/laureates/2013/munro-lecture.html