10/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ριγολέττος» από τη Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής

Παρωχημένη αισθητική, που γυρνάει το ρολόι πίσω

Οι παραγωγές όπερας με σύγχρονες σκηνοθεσίες υψηλού επιπέδου, που πρόσφεραν την τελευταία οκταετία η ΕΛΣ και το Φεστιβάλ Αθηνών, έκαναν αυτήν την αναβίωση παλαιότερης παράστασης του Νίκου Πετρόπουλου να φαίνεται ακόμα μετριότερη. Ευτυχώς μουσικά ήταν πολύ καλή, χάρη κυρίως στην ερμηνεία του κεντρικού ρόλου από τον Κάρλος Αλμαγέρ.
      Pin It

Οι παραγωγές όπερας με σύγχρονες σκηνοθεσίες υψηλού επιπέδου, που πρόσφεραν την τελευταία οκταετία η ΕΛΣ και το Φεστιβάλ Αθηνών, έκαναν αυτήν την αναβίωση παλαιότερης παράστασης του Νίκου Πετρόπουλου να φαίνεται ακόμα μετριότερη. Ευτυχώς μουσικά ήταν πολύ καλή, χάρη κυρίως στην ερμηνεία του κεντρικού ρόλου από τον Κάρλος Αλμαγέρ

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

"ΡΙΓΟΛΕΤΤΟΣ" απο τη Λυρική ΣκηνήΤην Παρασκευή, 6/12/2013, η ΕΛΣ πρόσφερε στο Μέγαρο Μουσικής την πρώτη σειράς παραστάσεων του δημοφιλούς βερντιανού «Ριγολέττου». Επρόκειτο για αναβίωση παλαιότερης σκηνοθεσίας του Νίκου Πετρόπουλου (2008), την οποία είχαμε σχολιάσει εκτενώς κατά την πρώτη της παρουσίαση («Ελευθεροτυπία», 22/12/2008). Η αίθουσα «Τριάντη» ήταν μερικώς μόνον γεμάτη, προφανώς λόγω της εορτής του Αγίου Νικολάου. Η παράσταση ξεκίνησε επεισοδιακά, με σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία της αυλαίας. Η μουσική διακόπηκε στο πρώτο πεντάλεπτο και ξεκίνησε ύστερα από υποχρεωτικό διάλειμμα ενός τετάρτου της ώρας, ενώ στη συνέχεια όλη η παράσταση δόθηκε με ανεβασμένη αυλαία και ορατές αλλαγές των σκηνικών. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε ήσαν αναμενόμενα ανάμικτες –πολύ καλό ακρόαμα, μέτριο θέαμα- αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, αφού έδειξαν ξεκάθαρα το μέτρο της μη-αντιστρεπτής εξέλιξης των πραγμάτων όσον αφορά τον σκηνοθετικό εκσυγχρονισμό των παραγωγών.

 

Η όψη της παραγωγής συνολικά έφερε την τυπική υπογραφή του Νίκου Πετρόπουλου. Δίχως εκπλήξεις, η διακοσμητική σκηνοθεσία του μετακίνησε τη δράση στη μουσολινική Ιταλία, αναπαράγοντας ως προφανές πρότυπο τη διάσημη σκηνοθεσία του Τζόναθαν Μίλερ (ΕΝΟ, 1982), γνωστή στους Ελληνες καθώς έχει αναμεταδοθεί παλαιότερα στην ελληνική τηλεόραση και, επιπλέον, κυκλοφορεί σε DVD. Μετά την επί Λαζαρίδη «Τόσκα», που αναπαρήγαγε στενά τη λογική και την αισθητική διάσημης σκηνοθεσίας επίσης του Τζόναθαν Μίλερ (Φλωρεντινός Μάης, 1986), και τη «Σαλώμη» για το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, που διαδραματιζόταν σε ζοφερό ψυχιατρείο της κεντρικής Ευρώπης, ο «Ριγολέττος» ήταν η τρίτη δουλειά του Πετρόπουλου, με εικαστικό στίγμα ασπρόμαυρης ταινίας και δράση που εκτυλίσσεται σε περιβάλλον ολοκληρωτικού καθεστώτος του μεσοπολέμου.

 

Οι ενστάσεις πολλές: μονότονοι γκρίζοι τόνοι, ασάφεια ταυτότητας χώρων (πότε είμαστε «μέσα», πότε «έξω»;), αυτάρεσκα, βαριά αρχιτεκτονικά σκηνικά, ιστορικώς ανακόλουθα κοστούμια (ανδρικές φασιστικές στολές του 1938, γυναικείες κομμώσεις του 1950-60), ατελείς φωτισμοί (πότε είναι ημέρα και πότε νύχτα;), ασάφεια στην ταυτότητα του επώνυμου ρόλου, τελείως συμβατική έως ανεπαρκής σκηνική καθοδήγηση των τραγουδιστών, οι οποίοι αφέθηκαν ο καθείς στη δική του εκφραστική μανιέρα. Τουλάχιστον, στη μεγάλη σκηνή της αίθουσας «Τριάντη» το ογκώδες σκηνικό χώρεσε ασυζητητί πιο αβίαστα απ’ ό,τι το 2008 στη στενή και ρηχή σκηνή του Ολύμπια. Οι ουκ ολίγες παραγωγές όπερας με σύγχρονες σκηνοθεσίες υψηλού επιπέδου, που πρόσφεραν την τελευταία οκταετία η ΕΛΣ και το Φεστιβάλ Αθηνών, κάνουν τέτοιου στίγματος ανεβάσματα να φαίνονται τελείως παρωχημένα˙ δεν γυρίζει κανείς το ρολόι προς τα πίσω…

 

Δυνατός πρωταγωνιστής

 

Η Βασιλική Καραγιάννη ως Τζίλτα και ο Κάρλος Αλμαγέρ ως ΡιγολέττοςΜουσικά η παράσταση ήταν γενικώς πολύ καλή. Αδιαπραγμάτευτος άξονας του ακροάματος στάθηκε η μουσικότατη, δραματικά άμεση και αβίαστη ενσάρκωση του επώνυμου ρόλου από τον Κάρλος Αλμαγέρ. Παρ’ ότι τοποθετημένος από τον σκηνοθέτη σε δραματουργικά άσχετο πλαίσιο, ο κακότυχος και κακόψυχος καμπούρης γελωτοποιός του πρόβαλλε σκηνικά απόλυτα πειστικός: βαθύτατα απεχθής, ταιριαστά απειλητικός, συγκινητικά ανθρώπινος στη συντριβή του. Αξιοποιώντας στο μέγιστο και με καθαρόαιμα λατινικό ένστικτο τη μεστή, ηχηρή, θερμή φωνή του ο πολυβραβευμένος Μεξικανός βαρύτονος πρόσφερε ένα χείμαρρο ρωμαλέου, μελωδικά ρευστού βερντιανού τραγουδιού, με πολύ καλό φραζάρισμα και εύστοχα ζυγιασμένες κορυφώσεις.

 

Δίπλα του η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη μάς χάρισε μία από τις ωραιότερες σκηνικές ενσαρκώσεις της σταδιοδρομίας της ως Τζίλντα: με φωνή που έχει ωριμάσει «γεμίζοντας» ευπρόσδεκτα σε όλη της την έκταση, πάντα ισορροπημένη, λαμπερή στην υψηλή περιοχή, μελωδική, με μέτρο διαποτισμένη από συναίσθημα. Ο νέος, ακμαίος Κοσοβάρος τενόρος Ραμέ Λαχάι, που αντικατέστησε τον αρχικά ανακοινωθέντα Μάριο Τζεφίρι, υπήρξε ένας Δούκας ταιριαστά επιπόλαιος, αν και υπερβολικά νεανικός, ωστόσο ορθοτονικά αψεγάδιαστος, ακριβής και μελωδικός, δίχως εκπτώσεις ή αίσθηση προσπάθειας. Η ωραία, υγιής, λαμπερή φωνή του πρόβαλλε λίγο ελαφρύτερη και φωτεινότερη από αυτό που ζητά ο ρόλος, ενώ κάποιες αβεβαιότητες, ειδικά στο κουαρτέτο της Γ′ Πράξης, προφανώς οφείλονταν στο ότι εντάχθηκε στην παραγωγή την τελευταία στιγμή. Το πρωταγωνιστικό τρίγωνο συμπλήρωσαν ταιριαστά ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος, που επανέλαβε για πολλοστή φορά, με άνεση βετεράνου, τον ρόλο-επισκεπτήριο του πληρωμένου φονιά Σπαραφουτσίλε, και η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη, που ενσάρκωσε μια σκηνικά και μουσικά πειστική πλανεύτρα Μανταλένα. Αξιοπρεπώς έως καλά αποδόθηκαν οι βοηθητικοί ρόλοι. Πολύ καλή, συντονισμένη, με σφριγηλό φραζάρισμα, ήταν η συμμετοχή της χορωδίας της ΕΛΣ, στην άρτια προετοιμασία του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με το γνωστό σφρίγος και ορμή εξασφαλίζοντας ένα πρωτεϊκής έντασης και αδρότητας βερντιανό ακρόαμα.

 

Συνδυάζοντας έξυπνα, όσο και εύστοχα, αναψυχή και παιδευτική πρόταση, η παραγωγή ολοκληρώθηκε με μια ωραία έκπληξη. Στο διάλειμμα της παράστασης, το κοινό στο πολύβουο φουαγέ ξαφνιάστηκε από τους ήχους πιάνου: ήταν ο Τίτος Γουβέλης, που έπαιξε με άνεση και γνήσια ρομαντικό ταμπεραμέντο τη δεξιοτεχνικά απαιτητικότατη «Παράφραση επάνω σε ένα θέμα από τον “Ριγολέτο”» του Φραντς Λιστ.

 

Scroll to top