mikraagglia

11/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας και του Παντελή

Το στοίχημα για το πώς μπορεί να γίνει και σήμερα, μέσα στην κρίση, καλός κινηματογράφος στην Ελλάδα που να σχετίζεται με τον τόπο και την ιστορία του κερδήθηκε. Από το πείσμα και την ποιότητα των συντελεστών αυτής της σπουδαίας ταινίας. Μένει να επιβεβαιωθεί και από το κοινό.
      Pin It

Λάκης ΠαπαστάθηςΤο στοίχημα για το πώς μπορεί να γίνει και σήμερα, μέσα στην κρίση, καλός κινηματογράφος στην Ελλάδα που να σχετίζεται με τον τόπο και την ιστορία του κερδήθηκε. Από το πείσμα και την ποιότητα των συντελεστών αυτής της σπουδαίας ταινίας. Μένει να επιβεβαιωθεί και από το κοινό για να υπάρξει συνέχεια

 

Του Λάκη Παπαστάθη*

 

Πηνελόπη Τσιλίκα, Αντρέας ΚωνσταντίνουΗ Ιωάννα Καρυστιάνη έγραψε το σενάριο που στηρίζεται -πρώτη φορά- σε δικό της βιβλίο και πέτυχε μια από τις ωραιότερες μεταφορές λογοτεχνικού έργου στον κινηματογράφο. Η συγκλονιστική ιστορία -όπως σε όλα τα καλά σενάρια- έχει τις ανάσες της, που είναι τα μικρά ιντερμέδια με τις συγκεντρώσεις των μόνων γυναικών των ναυτικών στα σαλόνια των σπιτιών τους, όπου τα τραπεζώματα, τα καλαμπούρια, τα σεξουαλικά υπονοούμενα, τα τραγούδια, μαζί με το ντεκόρ και τα κοστούμια δίνουν γεύσεις παλλόμενης ζωής της Ανδρου στον Μεσοπόλεμο. Οι διάλογοι του φιλμ έχουν κάτι πρωτοφανέρωτο στον κινηματογράφο μας. Είναι ποιητικοί με εξαίρετη αφαίρεση και ελαφρούς χρωματισμούς τοπικού ιδιώματος, χωρίς όμως να χάνουν ούτε στιγμή την πειστικότητά τους. Μιλιούνται με φυσικότητα και ταυτοχρόνως εκφράζουν το αίσθημα της στιγμής και -κυρίως- τον χαρακτήρα κάθε ήρωα. Σκέφτεται κανείς -με μελαγχολία ίσως- πως τότε σ’ ένα νησί της Ελλάδας ακούγονταν καλά ελληνικά, όχι από λόγιους, αλλά από απλούς καθημερινούς ανθρώπους.

 

Η ιστορία μοιάζει με λιμπρέτο κλασικής όπερας, που στην ταινία μετατράπηκε σε ρεαλιστική καθημερινή αφήγηση στην Ανδρο του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Και αυτή η καταγωγή της ταινίας από την όπερα αποδεικνύεται όταν η μικρή, κρυφά ερωτευμένη ηρωίδα, μαθαίνει τον θάνατο του αγαπημένου της, που ήταν ο άντρας της αδελφής της. Με έναν τρόπο υπερβατικό, σ’ ένα εξαίρετο μονοπλάνο, ξεσπάει ουρλιάζοντας με κραυγή ανεξέλεγκτη… «Σπύρο, αγάπη μου», κόντρα σε κάθε σύμβαση. Από εκείνη τη στιγμή της λυτρωτικής εκτόνωσης, η ταινία αλλάζει και προσγειώνεται πάλι, πιο στέρεα. Η σχέση των κοριτσιών γίνεται πιο αληθινή και ανοίγει ο δρόμος για κοινωνικούς προβληματισμούς που σχετίζονται με τη μοίρα της γυναίκας στην ελληνική επαρχία τον Μεσοπόλεμο. Λες και η οδυνηρή αποκάλυψη να ξεκαθαρίζει το θολό τοπίο και τώρα οι ηρωίδες να βλέπουν καθαρά. Η όμορφη Ανδρος μπορεί να σε εγκλωβίσει και η κοινωνία του νησιού μπορεί να σε πνίξει στη στεριά. Σκέφτονται πώς θα ήταν η ζωή τους αν έφευγαν από το νησί, αν σπούδαζαν, αν εργάζονταν, αν είχαν οικονομική ανεξαρτησία. Μοιάζουν αυτές οι σκέψεις σαν προμήνυμα της ζωής των γυναικών της εποχής μας.

 

Το νησί της Ανδρου τραγουδάει στην ταινία του Βούλγαρη. Πανέμορφο. Η θάλασσα με μεγαλοπρέπεια φέρνει το τεράστιο κύμα των ωκεανών στους βράχους της ακτής σαν σύμβολο αέναης επιστροφής των ναυτικών του νησιού που από γενιά σε γενιά μπαρκάρουν. Το τεράστιο κύμα μοιάζει σαν να μιλάει με μεγαλοπρέπεια και δέος. Τις μέρες των γυρισμάτων λες και φύσηξε ο δυνατός αέρας για να δώσει την ακριβή εικόνα στην ταινία. Η αναχώρηση των πλοίων και ο αποχαιρετισμός των γυναικών από την ακτή, με τα μαντίλια να ανεμίζουν ώσπου τα πλοία να χαθούν στο πέλαγος, θυμίζουν «Το αγνάντεμα», το διήγημα του Παπαδιαμάντη. Το φως του νησιού, τα γυμνά βουνά, οι ακτές και παραλίες, οι μυστικές σπηλιές του έρωτα, τα σπίτια που καταυγάζουν το άσπρο, ο ήλιος που τρυπάει τα παράθυρα και τις κουρτίνες, τα θαυμάσια εσωτερικά με τις μνήμες των νεκρών που μιλάνε, τυλίγουν μια ιστορία έρωτα και καταστροφής. Ενας συνεχής νόστος των ναυτικών, μια συνεχής αναμονή αυτών που μένουν πίσω. Ακόμη και στον δεύτερο πόλεμο, όταν το πλοίο τους τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο, τα παιδιά της Ανδρου ράβουν πάνω στα ρούχα τους τις φωτογραφίες και τα ντοκουμέντα της ταυτότητάς τους για να γνωρίσουν αυτοί που θα τους βρουν πνιγμένους, ποιοι είναι και από πού κατάγονται, να το μάθουν και στο νησί οι δικοί τους! Μια από τις καλύτερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου.

 

Τι να πει κανείς για τον Παντελή Βούλγαρη; Από τον «Κλέφτη »του 1965 μέχρι σήμερα είναι μια από τις κυρίαρχες μορφές του κινηματογράφου μας. Σίγουρα ο καλύτερος αφηγητής. Δεν σπούδασε σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, είναι παιδί του Φίνου και του Ντίνου Δημόπουλου. Ομως γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει π.χ. μια μικροαστική οικογένεια στην Κυψέλη, ένα κυριακάτικο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι, ή η ζωή πίσω από τα κλειστά παράθυρα με τις μοναχικές γυναίκες να στέκονται κάτω από τις γρίλιες. Γνωρίζει τη ζωή στον τόπο του και είναι και ο ίδιος ένα ιστορικό πρόσωπο, εδώ και πενήντα χρόνια, που έζησε στο πετσί του τις περιπέτειες και τις αντιφάσεις της εποχής του. Κι όλα αυτά ίσως να είναι πιο σημαντικά για να κάνεις σινεμά από πέντε πανεπιστήμια μαζί.

 

Εκτός από το αριστούργημά του -το «Χάππυ Νταίη»- που μοιάζει να ακολουθεί τις αναζητήσεις του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που σχετίζονταν με τη φιλμική γλώσσα και την παρεμβατική σκηνοθετική ματιά, σε όλες τις άλλες ταινίες του, αυτοεξαφανίζεται, σαν ο Βούλγαρης να πιστεύει πως ο καλός σκηνοθέτης υπάρχει και καθορίζει την αφήγηση όσο λιγότερο επιδεικνύει μέσα από την πλανοθεσία την παρουσία του. Χωνεύεται μέσα στη δράση, δεν χρειάζεται την απόσταση, είναι δίπλα, παρά στον στοχασμό, τη σοφία και τη συγκίνησή του.

 

Πολλοί πίστευαν πως ο πιο αυθεντικός Βούλγαρης υπάρχει στις ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Στο «Προξενιό της Αννας», στις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου», στο «Ολα είναι δρόμος» κ.λπ. Τώρα με την «Μικρά Αγγλία» τούς διαψεύδει, για ακόμα μια φορά. Ο Βούλγαρης από την αρχή -όπως και οι περισσότεροι σκηνοθέτες της γενιάς του- ξανανακατεύει την τράπουλα, δημιουργεί νέα ιεράρχηση στους Ελληνες ηθοποιούς. Επιλέγει σε νέους ρόλους τους παλιούς και αναδεικνύει νέους, σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενους. Καταλειφός, Βαγενά, Μπαζάκα και τόσοι άλλοι, μαζί με τον συγκλονιστικό Ρηγόπουλο, τον φίλο του Θανάση Βέγγο κ.λπ. Δεκάδες παραδείγματα. Στη «Μικρά Αγγλία» το μαγικό άγγιγμα του σκηνοθέτη μεταμόρφωσε τέσσερις νέους ηθοποιούς σε σπουδαίους ερμηνευτές του ελληνικού κινηματογράφου. Σαν να τους χειροτόνησε. Είναι η Πηνελόπη Τσιλίκα, η Σοφία Κόκκαλη, ο Αντρέας Κωνσταντίνου, ο Μάξιμος Μουμούρης. Σίγουρα θα ξανακούσουμε αυτά τα ονόματα, θα τους ξαναδούμε. Δουλεύοντας με τα δύο κορίτσια, τις δύο πρωταγωνίστριες, ο σκηνοθέτης σαν να έγινε είκοσι πέντε χρονών για να τα αγαπήσει βαθιά. Και μετά σαν να μοίρασε αυτό το αίσθημα στα δύο αγόρια που τις παντρεύτηκαν.

 

Η Αννέζα Παπαδοπούλου υπενθύμισε με την ερμηνεία της πως στην ιεραρχία των ηθοποιών της γενιάς της κατέχει εξέχουσα θέση στην πρώτη γραμμή. Ο ρόλος της μητέρας των κοριτσιών και της ξεχασμένης συζύγου δεν είχε απλώς πειστικότητα, αλλά διάβαζες στο πρόσωπο και τις κινήσεις της αυτό που σκεφτόταν να πράξει, αυτό που οδήγησε τελικά τις κόρες της στην καταστροφή. Η αγωνιώδης απόφασή της να αποκαταστήσει τα παιδιά της με τον καλό γάμο, παραμέριζε κάθε αίσθημα, αφήνοντάς τες στο τέλος σαν έρημα κούτσουρα.

 

Κι ενώ θα πίστευε κανείς πως ο ρόλος της ήταν μονοσήμαντος, πέτυχε τέτοια σύνθεση σιωπών και υπολογιστικού καίριου λόγου, που έκανε τον αρνητικό ρόλο πολύ πλούσιο δραματικά.

 

Η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη ήταν κι ένα στοίχημα για το πώς μπορεί να γίνει και σήμερα, μέσα στην κρίση, καλός κινηματογράφος στην Ελλάδα που να σχετίζεται με τον τόπο και την ιστορία του. Και το στοίχημα αυτό κερδήθηκε από το πείσμα και την ποιότητα των συντελεστών αυτής της σπουδαίας ταινίας. Μένει να επιβεβαιωθεί και από το κοινό για να υπάρξει συνέχεια.

 

* Τι να πει κανείς για τον Παντελή Βούλγαρη; Από τον «Κλέφτη» του 1965 μέχρι σήμερα είναι μια από τις κυρίαρχες μορφές του κινηματογράφου μας. Σίγουρα ο καλύτερος αφηγητής. Δεν σπούδασε σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, είναι παιδί του Φίνου και του Ντίνου Δημόπουλου. Ομως γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει π.χ. μια μικροαστική οικογένεια στην Κυψέλη, ένα κυριακάτικο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι ή η ζωή πίσω από τα κλειστά παράθυρα με τις μοναχικές γυναίκες να στέκονται κάτω από τις γρίλιες. Γνωρίζει τη ζωή στον τόπο του και είναι και ο ίδιος ένα ιστορικό πρόσωπο, εδώ και πενήντα χρόνια, που έζησε στο πετσί του τις περιπέτειες και τις αντιφάσεις της εποχής του. Κι όλα αυτά ίσως να είναι πιο σημαντικά για να κάνεις σινεμά από πέντε πανεπιστήμια μαζί.

 

……………………………………………………………………………………………………………….

 

* Σκηνοθέτης, συγγραφέας, δημιουργός της ιστορικής εκπομπής «Παρασκήνιο»

 

Scroll to top