Το είδα φωτισμένο το καραβάκι του Καμίνη στην πλατεία Συντάγματος, είδα και τη στολισμένη με όμορφες γιρλάντες Βασιλίσσης Σοφίας. Αυτά τα λίγα. Αλλά μου ‘φτασαν. Κάτι σαν χριστουγεννιάτικη διάθεση άρχισε να ξεμυτάει αργά το βράδυ της Τρίτης μέσα μου, δεν κράτησε πολύ, αλλά είπα, «τουλάχιστον, ο δήμαρχός μας κάνει ό,τι μπορεί». Οπως, άλλωστε, σε όλα.
Μέχρι που ξεμπούκαρα χθες το πρωί στο Σύνταγμα από την κεντρική έξοδο του μετρό. Δεν θα πω ότι το καραβάκι κάτω από το φως του ήλιου χάνει όλη του τη χάρη, δεν είμαι τόσο μίζερη. Και το δικό μου δέντρο, αν δεν βάλω τα φωτάκια στην πρίζα, κακοχυμένο φαίνεται. Το βλέπει, όμως, όλη τη μέρα μόνο το σκυλί μου.
Και, ξαφνικά, την είδα. Τη βάση πάνω στην οποία έχει στηθεί το καραβάκι. Μα κανένας (καλλιτέχνης ή σύμβουλος ή δεν ξέρω γω τι του δήμου) δεν έστυψε το κεφάλι του να βρει μια ιδέα καλόγουστη, γιορτινή, της προκοπής; Πώς βάζουμε κάτω από τα δέντρα μας πακέτα δώρων, φάτνες, Αγιοβασίληδες και κάρτες; Δεν κάνω, φυσικά, πρόταση. Αναρωτιέμαι, όμως, γιατί να κότσαραν γύρω γύρω από το καραβάκι, σαν γνήσιοι γραφειοκράτες, όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις γραμμένες με μεγάλα γράμματα. Ποιος, πού, πότε. Πάνω το χριστουγεννιάτικο σύμβολο, κάτω μια εφημερίδα τοίχου, ένα υπερμέγεθες δελτίο Τύπου.
Δεν λέω, αυτή η ασχήμια, η εντελώς αντίθετη σε κάθε γιορτινή αισθητική, έχει μια δημοκρατικότητα, καλεί σε συμμετοχή, ενημερώνει τους πολίτες (αν και δεν είδα κανέναν να βγάζει να σημειώσει πού τραγουδάει ο Πλέσσας και πού ο Πορτοκάλογλου). Αν είναι, όμως, έτσι, απορώ πώς δεν το έχει σκεφτεί κανένας άλλος δήμαρχος σε καμία άλλη πόλη του κόσμου. Να κρεμάει από χριστουγεννιάτικα δέντρα διαφημιστικά πλακάτ, μπροσούρες και timetables.
Προλαβαίνουν πάντως να την ξηλώσουν ή να την καλύψουν την αντιαισθητική βάση. Γιατί αλλιώς θα μείνει στην Ιστορία, όπως η περσινή κιτς φάτνη στην Ομόνοια. Ή μήπως την ξανάβαλαν και φέτος; Μέχρι την Ομόνοια δεν έφτασε η χάρη μου.
Βένα Γεωργακοπούλου