15/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ενα μυθιστόρημα-ιστορία

Επανάσταση και έρωτας

      Pin It

vivlio-dio-feggaria-dromos«Δύο φεγγάρια δρόμος»
του Νίκου Ψιλάκη.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ.

 

«Τούτος ο κόσμος, πατέρα, χτίστηκε πάνω στ' άδικο. Αν δεν τον χαλάσομε και τον χτίσομε από την αρχή, θα πατεί πάντα πάνω στη σαπίλα, δεν θα έχει θεμέλια».

 

Στην Κρήτη, το 1950, ο Γιάννης Χλωρός θυμάται τα λόγια του γιου του Λευτέρη που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο.

 

Ο τόπος είναι ιδιαίτερος, η περίοδος δύσκολη και το χωριό όπου στήνεται το σκηνικό του μυθιστορήματος «Δύο φεγγάρια δρόμος» του Νίκου Ψιλλάκη είναι μια τυπική ορεινή κοινότητα της εποχής του 1950, όπου συνυπάρχουν λεβέντες και προδότες, κουτσομπόλες και νοικοκυρές, γραφικοί και αδιάφοροι, πονηροί και καλοκάγαθοι.

 

Από τις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης καθηλώνεται. Ακόμη και αν δεν είναι συνηθισμένος στο κρητικό ιδίωμα, που χρησιμοποιούν οι ήρωες του μυθιστορήματος, το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου τον διευκολύνει να κατανοήσει τους διαλόγους.

 

Η ιστορία αρχίζει με το απόσπασμα της Χωροφυλακής να χτυπά επίμονα την πόρτα του σκληροτράχηλου Γιάννη Χλωρού και να ζητά το αδύναμο κορίτσι της φαμίλιας, την Ερατώ. Η Ερατώ, η κύρια ηρωίδα του μυθιστορήματος, κουβαλά δυο στίγματα. Ενα κοινωνικό και ένα πολιτικό. Στην πλοκή δεν αργεί να μπει και ένας νέος άντρας, που, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, «είναι εγκλωβισμένος στο σύστημα εξουσίας που του κρύβει ακόμη και την αλληλογραφία για να τον προστατεύσει».

 

Ο αναγνώστης βρίσκεται σιγά σιγά μπροστά σε δύο αντίθετα στρατόπεδα, γνώριμα στους παλιότερους, άγνωστα έως και εξωφρενικά για τους νεότερους. Ενας έρωτας βρίσκεται αντιμέτωπος με τείχη και προσπαθεί να τα γκρεμίσει.

 

«Αλλοτε χάνεται -λέει ο Νίκος Ψιλλάκης- σαν τα ξεστρατισμένα φεγγάρια του παραμυθιού και άλλοτε έρχεται, σαν λυτρωτική δύναμη, να αντιπαρατεθεί στα κοινωνικά στερεότυπα. Κάποτε αρκεί ένα κουτάκι με ασήμαντα παιδικά ενθυμήματα για να αποκαλύψει μυστικά κρυμμένα για χρόνια στα σεντούκια και να γίνει στημόνι πάνω στο οποίο υφαίνεται μια ολόκληρη ιστορία. Και μια εποχή. Με τους έρωτες, τους ηρωισμούς, τις προδοσίες, τα πολιτικά πάθη της».

 

Ερωτας και επανάσταση, αντιστάσεις και υποταγές, άνθρωποι που συνεχίζουν να βάζουν τους (εθιμικούς) νόμους της κοινότητας πάνω από τους νόμους του κράτους. Τα πρόσωπα της ιστορίας αντλούν τη θυμοσοφία τους από την εμπειρία της ζωής. Κάποτε, μάλιστα, αρκεί μια μικρή λέξη για να εμπνεύσει μεγάλα νοήματα. Ισως και ανατροπές:

 

«Να, πες ότι ανοίγεις ένα γράμμα και διαβάζεις στην κορυφή αυτό το “μου”. Ας πούμε, “αδερφωχτέ” μου, παράδειγμα λέω. Ή πώς διαβάζεις “φίλε μου”, “σύντροφέ μου”, “συμπολεμιστή μου”, “αγαπημένε μου”, “Μιχαλάκη μου”. Κάθε μέρα λέμε “το καπέλο μου, το καπότο μου, το μολύβι μου”, ταπεινά πράγματα. Αν πεις, όμως, “σύντροφέ μου”, ή σκέτο “Αντρουλή μου”, το ασήμαντο “μου” παίρνει νόημα, καταλαβαίνεις πως υπάρχει μια τόση δα λέξη που μοχθεί να γκρεμίσει τη μοναξιά του ανθρώπου. Καμιά ψυχή στον κόσμο δεν θέλει να είναι μόνη. Γυρεύει κι άλλες ψυχές. Πότε για να στυλώσει τον έρωτα, πότε για να στεριώσει την επανάσταση».

 

Σε αυτό το βιβλίο o μύθος θυμίζει έντονα την ιστορία, τις κοινωνικές δομές, τους ανταγωνισμούς, τους κώδικες συμπεριφοράς, τις φοβίες, τις προκαταλήψεις. Και τα στίγματα. Παλιά και καινούργια! Και θυμίζει έντονα στιγμές του σήμερα. Οπως ο μονόλογος του γερο-Μηνά προς τους συντοπίτες του:

 

«[…] Θέατρο τον καταντήσαμε τον ανθρώπινο πόνο. Καθόμαστε στο μπερντέ και παρακολουθούμε τους δυνατούς να πολεμούν τους αδύναμους, τους οπλισμένους να μάχονται τους άοπλους… Αλλά να ξέρετε, όλοι εσείς που κάθεστε αδιάφοροι και κοιτάτε, ότι θα έρθει και η σειρά σας. Τότε θα ζητάτε συντρομή, θα γυρεύετε το δίκιο σας, αλλά δεν θα ακούει κανείς, επιδημία κουφαμάρας θα έχει πέσει. […]

 

Θα πνίγεται ένας-ένας στο πηγάδι, θα γυρεύει βοήθεια, θα κάθονται πενήντα στους καφενέδες και θα κάνουν χάζι μα κανένας δεν θα σιμώνει να δώσει χέρι βοηθείας στον πνιγμένο. Ανάθεμα στο λαό που κάνει θέατρο τον πόλεμο. Ανάθεμα σε όλους μας…»

 

Κ.Μ.

 

Scroll to top