Του Δημήτρη Σπυράκου*
Η κυβέρνηση δημοσιοποίησε τη ρύθμιση για την άρση των περιορισμών των πλειστηριασμών, καλώντας τη Βουλή σε λιγότερο από 48 ώρες να την αξιολογήσει και να την ψηφίσει. Η απάντηση που δίνει σε ένα θέμα εξαιρετικής κοινωνικής σημασίας, το οποίο ταλανίζει, ιδίως τους τελευταίους πέντε μήνες, την κοινή γνώμη, θα έχει τη συνήθη πλέον «προστασία» της απουσίας διαβούλευσης, της συρρίκνωσης του κοινωνικού και επιστημονικού ελέγχου και της στρεβλωτικής διαδικασίας του κατεπείγοντος.
Το σχέδιο νόμου αποκλείει καταρχήν την προστασία οποιουδήποτε άλλου ακινήτου, πέραν της κύριας κατοικίας, ανεξαρτήτως της σημασίας που μπορεί να διαδραματίζει για τον βιοπορισμό του οφειλέτη και της δυνατότητας από αυτόν, μερικής έστω, εξυπηρέτησης της οφειλής. Εστιάζει έτσι αποκλειστικά, και για ένα έτος, στην εξαίρεση της κύριας κατοικίας από τους πλειστηριασμούς. Αυτή καθίσταται δυνατή μόνον εφόσον ισχύουν σωρευτικά ορισμένες προϋποθέσεις. Οι τελευταίες, μάλιστα, δικαιολογούνται ως συμβολή στην αποτροπή των καταχρήσεων του ισχύοντος καθεστώτος.
Κάθε προϋπόθεση σωρεύει αποκλεισμό από την προστασία. Οποιος αναζητά πρόσχημα για να μην αντικρίσει την πραγματικότητα, εστιάζει ήδη στη μεμονωμένη επίκληση και βολική εκδοχή τής κάθε προϋπόθεσης. Ας περιγράψουμε, όμως, το περιεχόμενο των διατάξεων αντίστροφα, δηλαδή με βάση τα γνωρίσματα εκείνων των οποίων η κύρια κατοικία δεν προστατεύεται.
Δεν προστατεύεται καμία κατοικία με αντικειμενική αξία άνω των 200.000 ευρώ. Αυτό ισχύει άνευ ετέρου, ακόμη δηλαδή κι αν ο δανειολήπτης δεν διαθέτει στοιχειώδες εισόδημα για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών, ακόμη κι αν η συγκεκριμένη κατοικία του είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο. Προφανώς, ο νόμος θέλει να προστατεύσει τους φτωχούς, όχι όμως και από τη φτώχεια. Αλλωστε, για όσους διετέλεσαν «ευκατάστατοι» ή ρευστοποίησαν στο παρελθόν το προσδόκιμο τότε μελλοντικό, αλλά ανύπαρκτο σήμερα, αξιοπρεπές εισόδημα, δεν προβλέπεται στον δρόμο προς την εξαθλίωση ούτε καν ο ενδιάμεσος σταθμός της φτώχειας.
Δεν προστατεύεται περαιτέρω καμία κατοικία όταν ο δανειολήπτης έχει συνολική κινητή ή ακίνητη περιουσία αξίας άνω των 270.000 ευρώ. Τούτο, ανεξαρτήτως των βαρών που φέρει η άλλη ακίνητη περιουσία. Εύλογα όμως αναρωτιέται κάποιος αν ο οφειλέτης έχει κι άλλη περιουσία, στην οποία πλέον η τράπεζα αποκτά ανεμπόδιστη πρόσβαση για πλειστηριασμό, ποιος ο λόγος να υποστεί, στην παρούσα μάλιστα συγκυρία, και την απώλεια της κατοικίας του. Προφανώς, η υποτίμηση της αξίας της κατοικίας του δανειολήπτη θα αντισταθμιστεί για την τράπεζα που συνέπραξε σε αυτήν από την ολοσχερή οικονομική καταστροφή του.
Δεν προστατεύεται η κατοικία κάτω των 200.000 ευρώ, ακόμη κι αν είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, όταν δεν συνοδεύεται και από αξιόλογες κατά περίπτωση δόσεις καταβολών. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν η κάλυψη των οικογενειακών δαπανών διαβίωσης επιτρέπει αντίστοιχο περίσσευμα εισοδήματος για τους πιστωτές.
Για τους υπόλοιπους, η κατοικία προστατεύεται; Η απάντηση δεν είναι προφανής και, πάντως, προϋπόθεση είναι να μοχθήσουν γι’ αυτό. Το σχέδιο νόμου προβλέπει σύντομες αποσβεστικές προθεσμίες, που η μη τήρησή τους οδηγεί στην απώλεια του δικαιώματος. Προβλέπει διαδικασίες και αξιώσεις για πληροφορίες που δεν δικαιολογούνται από τον σκοπό της προστασίας. Ο δανειολήπτης υποβάλλεται σε μια γραφειοκρατική και πληροφοριακή καταδυνάστευση απέναντι στο σύνολο των πιστωτών που τον απειλούν. Στην πραγματικότητα, όμως, και όσοι οφειλέτες τελικά ενταχθούν, δεν θα παύσουν να είναι απλώς οι επόμενοι, εκείνοι των οποίων η σειρά έρχεται.
Η κυβέρνηση καταφέρνει την πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών σε μόλις δύο δόσεις. Το χειρότερο όμως για την κοινωνία είναι ότι αυτό γίνεται, δίχως να πραγματοποιηθεί εκείνο από το οποίο κατ’ εξοχήν εξαρτιόταν η άρση των περιορισμών των πλειστηριασμών. Δηλαδή, από μια πολιτική προσαρμογής των χρεών που θα γεφύρωνε το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις υποχρεώσεις και τις πραγματικές δυνατότητες των οφειλετών που δημιούργησε η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Αντί όμως για μια ρεαλιστική διευθέτηση των χρεών, που θα αποκαθιστούσε την προοπτική αποπληρωμής τους, η κυβέρνηση κυνηγά χίμαιρες, στιγματίζοντας ηθικά δανειολήπτες. Αντί να επιβάλει τη συνεργάσιμη τράπεζα, «κατασκευάζει» τον συνεργάσιμο δανειολήπτη.
Οι δανειολήπτες έχουν ήδη ριχτεί στη θάλασσα και καταβάλλουν απεγνωσμένη προσπάθεια να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω από το νερό. Η απώλεια της κατοικίας τους θα είναι το καθοριστικό χτύπημα για τις δυνάμεις που τους απομένουν. Ο δρόμος που επιλέγεται δεν οδηγεί στην ομαλοποίηση των πιστώσεων, αλλά στην εγκατάλειψή τους.
*Διδάκτωρ Νομικής – δικηγόρος, πρώην γενικός γραμματέας Καταναλωτή