Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η λογοτεχνία και γενικά η τέχνη δεν είναι μια αυταξία που αφ’ εαυτής καταξιώνεται στο παρόν και στο μέλλον, που μόνη της επιβάλλει τη διαχρονικότητά της. Στην πράξη περνάει μέσα από πολλά φίλτρα πρόσληψης τα οποία διηθούν τα ποιοτικά κείμενα από τα άλλα και τα αναδεικνύουν. Ξεκινάμε συνήθως με την κριτική στα έντυπα και έπειτα περνάμε στις μελέτες, στη δευτερογενή δηλαδή κριτική, η οποία στέκεται διερευνητικά, ερμηνευτικά και ενίοτε αξιολογικά απέναντι στο έργο και το πρόσωπο ενός λογοτέχνη ή καλλιτέχνη, μια εποχή, μια τεχνοτροπία, ένα ρεύμα.
Η χρονιά που φεύγει ήταν αφιερωμένη στον Καβάφη κι ως εκ τούτου έδωσε πολλές πραγματείες ή συλλογές μελετών, οι οποίες αναφέρονται σ’ αυτόν, αλλά και πολλά βιβλία που πραγματεύονται θέματα γενικότερα της ποίησης, σε αντίθεση με την πεζογραφία που έμεινε σε δεύτερη μοίρα.
Ανάμεσα στα έργα που αφορούν τον Αλεξανδρινό ποιητή, το δοκίμιο του Κώστα Κουτσουρέλη «Κ. Π. Καβάφης» (Μελάνι) σίγουρα έκανε εντύπωση και προκάλεσε συζητήσεις με την αιρετική του στάση να καθαιρέσει τον ποιητή από το βάθρο του «μεγάλου» ποιητή. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς μ’ αυτή τη θέση, οφείλει να ξανασκεφτεί τις παγιωμένες αντιλήψεις γύρω από το έργο του Καβάφη, γεγονός που θα μετατρέψει τις θέσεις του δοκιμιογράφου σε εφαλτήριο παραδοχών ή αντικρούσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος «Η ανάγνωση του Καβάφη» του Δημήτρη Δημηρούλη (Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός) προσεγγίζει τον Αλεξανδρινό με θεωρητικά εργαλεία, επιχειρώντας να διευκρινίσει πώς η διακειμενικότητα δείχνει τον τρόπο που διάβαζε αλλά και τον τρόπο που υποδεικνύει την ανάγνωσή του ο ίδιος ο Κ. Καβάφης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σχέση του ποιητή με τα αναγνωσμένα κείμενα, με τη γλώσσα, με την ποιητική παράδοση είναι θέματα προς διερεύνηση, που δείχνουν τη φόδρα των ποιημάτων του, πίσω από την επιφανειακή δομή τους. Τέλος, η μελέτη του Αντώνη Δρακόπουλου «Κ. Π. Καβάφης: Το ανοιχτό έργο» (Τόπος) βλέπει τα καβαφικά ποιήματα ως ανοιχτά (με την εκοϊκή έννοια του opera aperta) έργα, τα οποία στο πλαίσιο του μοντερνισμού, επιτρέπουν ταυτόχρονα πολλαπλές ερμηνείες.
Ποιητικό είναι το αντικείμενο και δύο άλλων μελετών, μίας για τον Οδυσσέα Ελύτη («Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη» της Τζίνας Πολίτη (Αγρα) και μιας για τον Τάσο Λειβαδίτη («Ενοχος μιας μεγάλης αθωότητας. Η ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη» της Ελλης Φιλοκύπρου (Νεφέλη). Αφενός, η Τζίνα Πολίτη συγκεντρώνει πέντε μελέτες για την ποίηση του νομπελίστα ποιητή επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στη γλώσσα και στην παράδοση, μέσα στις οποίες ανευρίσκεται η πάλη του Οδ. Ελύτη με τον χρόνο, ή καλύτερα η νοσταλγία του, η οποία εξηγεί την προσπάθεια του ποιητή να προσεγγίσει με αυθεντικότητα το παρελθόν. Αφετέρου, η Ελλη Φιλοκύπρου ανατέμνει το ποιητικό τοπίο του Τ. Λειβαδίτη με άξονα τη μνήμη, τον διασπασμένο εαυτό και τη ματαιότητα της ύπαρξης. Η απώλεια της αλήθειας αλλά και κάθε βεβαιότητας στιγματίζει την ποίησή του και αναδεικνύει τον κλονισμό του ποιητή, αλλά και την ευθύνη του απέναντι σε έναν αλλόκοτο κόσμο.
Την πεζογραφία του Μεσοπολέμου καλύπτει με μια ιστορικογενετική μελέτη ο Κωνσταντίνος Α. Δημάδης («Πεζογραφία και εξουσία στη νεότερη Ελλάδα» (Αρμός). Σ’ αυτήν εξετάζει την πολιτική προσπάθεια χειραγώγησης της λογοτεχνίας ―κυρίως επί εποχής Μεταξά―και την πορεία συγκεκριμένων δημιουργών (Ν. Καζαντζάκη, Μ. Καραγάτση, Στρ. Μυριβήλη, Αγγ. Τερζάκη κ.ά.) την περίοδο αυτή, κατά την οποία συγκρούονται ιδεολογικά και πολιτικά ο κομμουνισμός και ο φασισμός.
Αφήνοντας τη λογοτεχνία, μπορούμε να δούμε δύο μελέτες που φέρνουν στο προσκήνιο τις εικαστικές τέχνες. Η «Ιστορία της τέχνης. Η γέννηση μιας νέας επιστήμης από τον 19ο στον 20ό αιώνα» του Νίκου Δασκαλοθανάση (Αγρα) καταπιάνεται με τις ιστορικές πλευρές της γέννησης της νέας επιστήμης και μαζί μ’ αυτήν παρακολουθούνται οι θεωρίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η τέχνη τους δύο προηγούμενους αιώνες.
Πιο θεωρητική και πιο επίκαιρη η Αντζελα Δημητρακάκη στο έργο της «Τέχνη και παγκοσμιοποίηση. Από το μεταμοντέρνο σημείο στη βιοπολιτική αρένα» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) μελετά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που χαρακτηρίζονται από την παγκοσμιοποίηση και διαδέχονται στον καλλιτεχνικό χώρο την εποχή του μεταμοντέρνου. Η τέχνη πλέον γίνεται «κοινωνικά παρεμβατική», αφού κάνει στροφή σε κοινωνικά θέματα και επιχειρεί να κινητοποιήσει τον θεατή, ο οποίος καλείται πια να συμμετάσχει ενεργά στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.