xrysa-vardea-ergo

24/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Χρύσα: 1933-2013

H Ελληνίδα γλύπτρια που είχε έμβλημα το νέον και την Times Square

Ζώντας για χρόνια στη Νέα Υόρκη, πρωτοστάτησε στην αβάν γκαρντ της και έκανε εκθέσεις στα μεγαλύτερα μουσεία της Αμερικής. Δεν ξέχασε ποτέ τη χώρα της ως έμπνευση αλλά και ως χώρο δουλειάς. Θα μας τη θυμίζουν για πάντα τα έργα της στο μετρό του «Ευαγγελισμού» και έξω από το Μέγαρο Μουσικής.
      Pin It

Ζώντας για χρόνια στη Νέα Υόρκη, πρωτοστάτησε στην αβάν γκαρντ της και έκανε εκθέσεις στα μεγαλύτερα μουσεία της Αμερικής. Δεν ξέχασε ποτέ τη χώρα της ως έμπνευση αλλά και ως χώρο δουλειάς. Θα μας τη θυμίζουν για πάντα τα έργα της στο μετρό του «Ευαγγελισμού» και έξω από το Μέγαρο Μουσικής

 

Της Παρής Σπίνου

 

xrysa-vardeaΤο όνομά της έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Η κορυφαία Ελληνίδα, διεθνούς φήμης, γλύπτρια Χρύσα έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών. Εδώ και ενάμιση μήνα νοσηλευόταν στην εντατική μονάδα στο «Υγεία» με καρδιακά προβλήματα και ανεπάρκεια. Η κηδεία της θα γίνει σήμερα στις 12.00, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

 

Εγκατεστημένη από το 1957 στη Νέα Υόρκη, που για δεκαετίες υπήρξε ορμητήριό της για τα μεγαλύτερα μουσεία όλου του κόσμου, πρωτοστάτησε στη σύγχρονη αμερικανική αβάν γκαρντ.

 

Τα τελευταία έξι χρόνια ζούσε μόνιμα στην Αθήνα. Μεγάλης κλίμακας και έντασης τα γλυπτά της, που χαρακτηρίζονται από τη χρήση μετάλλου και φώτα νέον, εξακολουθούν να μας χαρίζουν τη λάμψη τους. Στον σταθμό «Ευαγγελισμός» του μετρό οι επιβάτες μπορούν να δουν το έργο της «Mott street» (1983), εμπνευσμένο από την κινεζική καλλιγραφία, ενώ έξω από το Μέγαρο Μουσικής μάς συντροφεύει η ατσάλινη «Κλυταιμνήστρα», που είχε φιλοτεχνήσει το 1967.

 

Γεννημένη στις 31 Δεκεμβρίου του 1933, η Χρύσα Βαρδέα-Μαυρομιχάλη καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Μάνης. «Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά η οικογένειά μου ήταν μορφωμένη και είχε επαφή με τις καλές τέχνες» έχει πει. Μια από τις αδελφές της σπούδασε Ιατρική και ήταν φίλη του Νίκου Καζαντζάκη. Η ίδια ζωγράφιζε από την εφηβεία της. Με την προτροπή ενός καταξιωμένου τεχνοκριτικού της εποχής, το 1953 οι δικοί της την έστειλαν στο Παρίσι, όπου φοίτησε στην Ακαδημία Γκραντ Σομιέρ. Μόλις 21 ετών σάλπαρε για την Αμερική, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο.

 

«Είχα μια τρομερή περιέργεια για την Αμερική και ένιωθα ότι θα μπορούσα να κατακτήσω μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης απ’ ό,τι στις ευρωπαϊκές χώρες» έχει πει. Αυτό όμως που την εντυπωσίασε και όπως αποδείχτηκε στάθηκε καθοριστικό για τη δουλειά της ήταν η πόλη της Νέας Υόρκης, με τους ουρανοξύστες, τους γρήγορους ρυθμούς, τις φωτεινές ταμπέλες, τις διαφημίσεις. Η Times Square έγινε το έμβλημά της και το έργο της «Οι πύλες τής Times Square», μια σύνθεση δύο μεγάλων «Α» από ανοξείδωτο ατσάλι, πλεξιγκλάς, φώτα νέον, αποτέλεσε την εικαστική κορύφωσή της. Οπως έχει πει χαρακτηριστικά: «Είδα την Times Square με τα φώτα και τα γράμματα και συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτι τόσο όμορφο και δύσκολο όσο η ιαπωνική καλλιγραφία… Σ’ αυτήν την πλατεία ο ουρανός είναι όπως ο χρυσός στα βυζαντινά μωσαϊκά ή στις εικόνες. Προβάλλει μπροστά αντί να παραμένει ως φόντο».

 

xrysa-studioΛιτή στο εικαστικό λεξιλόγιό της, πάντα ανήσυχη και εφευρετική, η Χρύσα εντάχθηκε γρήγορα στη σύγχρονη αμερικανική καλλιτεχνική σκηνή, διατήρησε ωστόσο την ταυτότητά της στο χωνευτήρι των πολιτισμών και την πρόβαλε με το πρωτοποριακό έργο της. Αλλοτε με το «βυζαντινό χρυσό», σαν τα φωτοστέφανα των αγίων, ή με τα μυστηριώδη σύμβολα της αλφαβήτου, που παραπέμπουν στην «ομηρική σοφία», αλλά και με τα περίφημα «Κυκλαδικά Βιβλία», που η κριτικός τέχνης Μπάρμπαρα Ρόουζ χαρακτήρισε προάγγελους του μινιμαλισμού. Αυτά τα απέριττα «βιβλία» με γράμματα, σημεία στίξης και άλλα σύμβολα στα οποία ενσωματώνει το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς -η ίδια το ονόμαζε «στατικό φως»- είχαμε την ευκαιρία να τα δούμε πριν από μερικά χρόνια στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με κύριο υλικό το μάρμαρο, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, σε μπρούντζο.

 

Σχεδόν μισό αιώνα έδρασε η Χρύσα στην Αμερική, όπου το ταλέντο της αναγνωρίστηκε νωρίς. Μόλις 28 ετών, το 1961, έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί Betty Parsons και την ίδια χρονιά στο μουσείο Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης. «Το όνειρο που γινόταν πραγματικότητα για μερικούς. Πολλοί φίλοι καλλιτέχνες με ρωτούσαν τότε πώς ένιωθα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν θυμάμαι να ένιωσα ιδιαίτερη χαρά. Είχα μπροστά μου πολλές ώρες δουλειάς και στα εγκαίνια διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου» είχε δηλώσει για το «αμερικανικό όνειρο».

 

Δεν έπαψε να αντλεί την έμπνευσή της από εικόνες και φαινόμενα της σύγχρονης ζωής των μεγαλουπόλεων: χαρακτηριστικά είναι τα «τοπία» του Παρισιού, της Αθήνας, αλλά και της Τσάιναταουν που δημιούργησε δίνοντας έμφαση σε σημεία και σύμβολα, τα οποία κυριαρχούν στον γραπτό λόγο της μαζικής επικοινωνίας. Στα γλυπτά της χρησιμοποιεί διάφορες κατασκευαστικές μεθόδους και υλικά (αλουμίνιο, ατσάλι, πλεξιγκλάς, νέον, γύψο, κ.λπ.), ωστόσο ο τεχνολογικός χαρακτήρας τους δεν εμποδίζει να αναδειχτούν λεπτές αποχρώσεις μιας εντελώς προσωπικής ευαισθησίας.

 

Στη μακρόχρονη πορεία της έκανε εκθέσεις: από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Withney, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης της Βοστόνης και του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ώς την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας. Συμμετείχε στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1963, 1969) και της Βενετίας (1972) καθώς και στην Documenta στο Κάσελ (1977). Εργα της έχει χαρίσει στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Αθήνας.

 

Το 1992 επέστρεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και μετέτρεψε σε εργαστήριο έναν παλιό κινηματογράφο στον Νέο Κόσμο, όπου δημιούργησε τη σειρά έργων «Cinema Oasis», αλλά μετά ξανάφυγε για την Αμερική, ενώ επέστρεψε οριστικά το 2007.

 

[email protected]

 

Scroll to top