29/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Υποθερμία

      Pin It

Του Λευτέρη Καλοσπύρου

 

Kalospiros-LeuterisΗθελα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου.

 

Είναι μια ηλιόλουστη παραμονή Χριστουγέννων κι εμείς είμαστε ξαπλωμένοι στον καναπέ με συμπτώματα υποθερμίας· η κουβέρτα που μας τυλίγει είναι το μοναδικό πράγμα που μας ενώνει από το πρωί. Αν ήμασταν καλά, θα καθόμασταν έξω στη βεράντα και θα λιαζόμασταν, σαν τον Ανδρέα και τη Χριστίνα από απέναντι που έχουν ξαπλώσει στο γκαζόν. Ομως εμείς έχουμε παραδοθεί στη χαύνωση του γιορτινού ψύχους που μας παρέχει ο αυτόματα ρυθμιζόμενος κλιματισμός του ιδιοφυούς σπιτιού μας.

 

Τα βλέμματά μας κυματίζουν στο κενό ακολουθώντας σκονισμένες άτμητες πορείες: εκείνη έχει απλώσει το υποτονικό βλέμμα της στις τέσσερις γωνίες του παραθύρου που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε στολίσει με ένα γκι, εγώ κοιτάζω, μάλλον με προσποιητή απάθεια, το φθαρμένο πλαστικό κάλυμμα του DVD του «Αγρυπνος στο Σιάτλ» που είναι αφημένο στο χαμηλό τραπεζάκι που ακουμπώ τα πόδια μου. Εφαγα μήνες μέχρι να βρω την ταινία στη μαύρη αγορά. Ηταν η αγαπημένη ταινία της μαμάς μου και της γιαγιάς μου, την έβλεπαν δυο και τρεις φορές στην περίοδο των Χριστουγέννων. Ηταν το τέλειο δώρο.

 

«Πότε ήταν η τελευταία φορά που μου έκανες κάποιο δώρο;» «Σήμερα το πρωί». «Εννοώ, με την ψυχή σου, να το ένιωθες, να το έκανες από αγάπη». «Σήμερα το πρωί». «Δεν σε πιστεύω». «Πρέπει να έχω υποθερμία». «Δεν σε πιστεύω». «Εχω βγάλει λέπια, τουρτουρίζω. Αισθάνομαι μουδιασμένος, ανίσχυρος. Πρέπει να με πιστέψεις». «Δεν σε πιστεύω για το δώρο». «Εντάξει, λοιπόν, ήθελα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου. Ευχαριστημένη τώρα;» «…»

 

Ανασηκώνεται για να ξύσει τον γοφό της, επιστρέφει στην άκαμπτη ηρεμία της· ένα κούφιο, ξύλινο αλογάκι. Το απόγευμα που δέχεται επιτέλους να δούμε την ταινία, η θερμοκρασία του σώματός μου έχει επανέλθει στα φυσιολογικά της επίπεδα. Ενόσω εκείνη γκρινιάζει για το έργο, «Μα πόσο παρωχημένες αβρότητες πια, τι φοβερές σεναριακές ευκολίες για να μη συναντηθούν οι ήρωες», «Θύμισέ μου για ποιο λόγο άρεσε η ταινία στη μητέρα σου και στη γιαγιά σου και για ποιο λόγο την έβλεπαν τα Χριστούγεννα», εγώ δεν βλέπω την ταινία, αλλά πασχίζω να αναπλάσω την πλοκή τού «Μεγάλε μου έρωτα», από το οποίο υποτίθεται ότι είχε εμπνευστεί η σεναριογράφος του «Αγρυπνος στο Σιάτλ». Εκείνη μου κάνει συνεχώς ερωτήσεις, με λογχίζει με πλάγιες ματιές, στο τέλος συμβιβάζεται με τα μμ και με τα ναι μου. Οταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, σηκώνεται απότομα και τρέχει στο μπάνιο παρασύροντας την κουβέρτα. Τα πέλματά της αντηχούν στο πάτωμα σαν βρεγμένες βεντούζες. Οταν επιστρέφει στη θέση της στον καναπέ, το πρόσωπό της είναι θαμπό και τα μάτια της ακτινοβολούν κάτι ανάμεσα σε επιμονή και ευγένεια. Μέχρι να πάμε για ύπνο με γυροφέρνει να σχολιάσουμε την ταινία, να της πω ποια σημεία άρεσαν στη μαμά μου κι αν η γιαγιά μου έβαζε τα κλάματα στο τέλος. Την αποφεύγω λέγοντάς της ότι έχω πάλι υποθερμία κι ότι πρέπει να βρω επιτέλους έναν τρόπο να ρυθμίζω τη θερμοκρασία του σώματός μου.

 

Της ξαναλέω ότι η ταινία είναι ένα δώρο που ήθελα πάντα να κάνω στον εαυτό μου.

 

Scroll to top