29/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο τελευταίος σπόρος

      Pin It

Της Μαριλένας Παπαϊωάννου

 

papaioannou-sporosΤον τελευταίο τον φύτεψα πριν από δώδεκα χρόνια, εκεί ανάμεσα στα σέσκουλα και τις κολοκύθες· είπα θα πιάσει, δεν μπορεί, τροπικό χρειάζεται εκεί κάτω, τροπικό έχει γίνει και το δικό μας εδώ πάνω, Οκτώβρης μήνας τότε, για να καταλάβεις, κι είχαμε παρά κάτι σαράντα βαθμούς.

 

Εσκαψα τη γη με τα χέρια μου και τον έχωσα μέσα καθώς μου ’φευγε ένα δάκρυ, μα ευτυχώς, κανείς δεν μ’ είδε, τους είχα όλους πλάτη.

 

Ο Λουκάς έφτιαξε σταφιδόψωμο για το καλό, βγήκε στη γειτονιά και μοίρασε σε κάθε σπίτι κι από ένα κομμάτι· μία μπουκιά έτρωγε, μία έδινε, έτσι το ’χουμε έθιμο εδώ, ώσπου γύρισε το βράδυ σπίτι με βαρυστομαχιά. Αν δεν πιάσει αυτός, είπε αγκομαχώντας, θα βάλουμε άλλον. Περίμενε, όπως όλοι και ως συνήθως, να ξεπεταχτεί μέχρι τα Χριστούγεννα για να κάνουμε την ευχή του χρόνου γύρω από νιογέννητο φυτό. Υπολόγιζε όμως χωρίς να ξέρει την αλήθεια. Δεν ήξερε πως εκείνος ήταν ο τελευταίος σπόρος· άλλος κανείς δεν είχε, ούτε φυλαγμένο, ούτε ξεχασμένο, ούτε ριζωμένο στη γη, κανείς, είχα ρωτήσει παντού. Αν κι αυτός δεν έπιανε, πάει, κι αυτή η ποικιλία θα τελείωνε.

 

Εκεί κοντά στην παραμονή περιμέναμε να πρωτοβλαστήσει. Απ’ τα μέσα του μήνα, καθόμασταν με βάρδιες στο χτήμα μη και χάσουμε το πρώτο άνοιγμά του στον αέρα, γιατί ένα άλλο έθιμο που ’χουμε λέει πως αν δεν ρίξεις στο φυτό εφτά σταγόνες νερό με το που ξεμυτήσει απ’ το χώμα, δεν θα καλοριζώσει. Χρόνια τ’ ακολουθούμε αυτό και χρόνια πιάνει. Αν τύχει δε και σκάσει μες στον Δεκέμβρη, την ίδια μέρα κιόλας, πρέπει ένα παιδί να φυτέψει άλλον σπόρο στο διπλανό χτήμα.

 

Για δεκαετίες λοιπόν, Δεκέμβρη μήνα, τα χτήματα γέμιζαν παιδιά που μπόλιαζαν τη γη με τα καθαρά τους χέρια.

 

Εκείνη τη χρονιά όμως, όχι.

 

Ολοι κάναμε από μια βάρδια. Καθένας δυο ώρες με το μάτι γαρίδα πάνω απ’ τη γη κι ύστερα ύπνος. Εγώ τ’ αντίθετο, δυο ώρες ύπνος κι όλες τις υπόλοιπες γαρίδα· και το κατούρημα ακόμη, εκεί το ’κανα, λίγο πιο πέρα, στο χώμα το άσπαρτο.

 

Τζάμπα όμως. Εφτασε είκοσι Δεκέμβρη και το χώμα έμενε ακόμη αστόλιστο. Παραμονή Χριστουγέννων, τα ίδια.

 

Ο Λουκάς έπεσε σε κατάθλιψη κι άρχισε να παραμιλάει, πάει, χαθήκαμε, μουρμούριζε συνέχεια, κι είχε πυρετό ακατέβατο, μαζί μ’ αυτόν θα χαθούμε κι εμείς, έλεγε κι εγώ κρυβόμουν κι έκλαιγα.

 

Την Πρωτοχρονιά δεν γιορτάσαμε την αλλαγή του χρόνου, δεν είχαμε να χαρούμε για κάτι, μόνο θλίψη και ντροπή νιώθαμε, και φόβο για τις μέρες που ’ρχονταν, γιατί ξέραμε με τι θα μοιάζουν. Ακόμη ένας σπόρος μείον, μια αλυσίδα σπασμένη.

 

Πέντε μερόνυχτα κανείς δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν είχαμε μάτια να κοιταχτούμε, όλοι μας φταίγαμε, κανείς δεν είχε προνοήσει.

 

Κανείς, εκτός απ’ τον δάσκαλο.

 

Ανήμερα των Φώτων, αξημέρωτα, εμφανίστηκε στο χτήμα· μπήκε σαν αέρας και μας σήκωσε. Εφερνε μαζί του τη Λυδία, μαθήτριά του, πιτσιρίκι δέκα χρονώ. Εκανε ένα νεύμα στο παιδί κι αυτό, χωρίς να μιλήσει, άνοιξε ένα σακούλι που ’χε στη χούφτα του κι έβγαλε από μέσα έναν σπόρο. Αυτός ήταν ο τελευταίος.

 

Κάτι σπείραμε κι εμείς, είπε ο δάσκαλος, κι ύστερα γονάτισε κι έκλαψε.

 

Scroll to top