«Εσφαλα και θα πληρώσω» είπε με υποκρισία και αλαζονεία χωρίς να συγκινήσει κανέναν
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε μια μολυσμένη χώρα ένας μικρός πρίγκιπας. Τιμώρησε τον εαυτό του με τον χειρότερο τρόπο, από το βάρος της ευθύνης που δεν αναλάμβανε κανείς άλλος σε αυτήν τη μολυσμένη χώρα.
Αυτός θα μπορούσε να είναι ο πρόλογος ενός κλασικού παραμυθιού ή και μιας ιστορίας βγαλμένης από τη ζωή μας. Οι μύθοι, τα παραμύθια, οι ιστορίες που αφηγούμαστε για προγόνους, μυθικούς ήρωες, τον εαυτό μας ή και τους άλλους έχουν πάντα ένα στοιχείο ψυχικής εγγύτητας. Σπάνια επιλέγουμε να αφηγηθούμε ιστορίες που δεν μας αφορούν, στις οποίες δεν βρίσκουμε τίποτα συγκινητικό. Ο λόγος, έτσι και αλλιώς, χτίστηκε για να καλύψει την έλλειψη. Ενα τραύμα, ένα αδιανόητο κενό της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία «αναγκάζεται» να μιλήσει για να συγκινήσει και να συγκινηθεί. Αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει λέξεις για να ενωθεί. Με τον άλλο, από τον οποίο χωρίστηκε κάποτε διά παντός.
Μέρες που είναι, θυμάμαι τον πρώην υπουργό Πολιτισμού κ. Μιχάλη Λιάπη να παρευρίσκεται στην εξαιρετική παράσταση του συγχωρεμένου πλέον Λευτέρη Βογιατζή «Η Ημερη», του Θ. Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας της «Ημερης», ένα πραγματικό πρόσωπο που είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη, αφηγούνταν σχεδόν προφητικά το ναυάγιο της ζωής του. Ενας ενεχυροδανειστής που παντρεύτηκε μια νέα γυναίκα σχεδόν σαν να την αγόραζε και την έκλεισε σε μια ζωή χωρίς αναπνοή. Οταν εκείνη επέλεξε να αφήσει την τελευταία της πνοή, αφήνοντάς τον μόνο, εκείνος συνειδητοποίησε τι της είχε κάνει. Θυμάμαι έντονα τον τότε υπουργό να σχολιάζει με στόμφο στους φίλους του στο φουαγιέ του θεάτρου ποιες εποχές φοράει ένας άνδρας μπεζ σουέντ παπούτσια. Μιλούσε για το ντύσιμό του σαν να μην υπήρχε αύριο, αισθανόμενος μάλλον «ήμερος» για τα του υπουργείου του.
Ο θάνατος όμως καραδοκεί για όλους τους ενεχυροδανειστές. Εκείνο το βράδυ ο κ. Λιάπης πληροφορήθηκε ότι ο τότε γενικός γραμματέας του «βούτηξε» στον ακάλυπτο της οικίας του για να αυτοκτονήσει. Δεν άντεξε την έκθεση της προσωπικής του ζωής στα ΜΜΕ και τον τρόπο που διαχειριζόταν τις υποθέσεις του.
Ο κ. Λιάπης μάλλον συνέχισε να ψωνίζει σουέντ παπούτσια. Μάλλον έμαθε γιατί ένας άνδρας πρέπει να φοράει γραβάτα, πότε είναι καλό να φοράμε κασκέτο και γιατί ένας άνδρας δεν φοράει ποτέ μανικετόκουμπα σε πουκάμισα χωρίς κουμπιά.
Ο θάνατος όμως πάντα καραδοκεί για όλους τους ενεχυροδανειστές.
Και όταν γκρεμιζόταν ο γάμος του και όταν έχανε υπουργεία και όταν έχανε πολιτικές φιλίες, άσυλα και δανεικά.
Ο θάνατος καραδοκεί για όλους τους ενεχυροδανειστές.
Πριν από μερικές μέρες, η ιστορία του έχει να αφηγηθεί και νέα επεισόδια. Ενας τύπος τρέχει πάνω από το όριο ταχύτητας, παραβιάζει STOP, κυκλοφορεί με τζιπ με πλαστές πινακίδες, με φιμέ τζάμια, χωρίς ταυτότητα, άδεια και δίπλωμα οδήγησης και συλλαμβάνεται. «Εσφαλα και θα πληρώσω», αφήνει να βγουν αυτές οι λέξεις από το στόμα του, χωρίς να συγκινείται, χωρίς να συγκινεί. Ολη η ελληνική κοινωνία συγκλονίζεται, όχι από το μέγεθος της παράβασης αλλά από το μέγεθος του πάγου που διακρίνει στα λόγια του, από το μέγεθος της υποκρισίας και της αλαζονείας. Και την επόμενη μέρα φεύγει για να ψωνίσει σουέντ παπούτσια. Οι λέξεις αφήνουν πάντα μια χαραμάδα για να δουν αυτοί που ξέρουν τι είναι αυτό που λέγεται προκειμένου να μην ειπωθεί κάτι άλλο.
Ο θάνατος καραδοκεί πάντα για τους ενεχυροδανειστές.
Σαν μια ιστορία αλλεπάλληλων διακλαδώσεων, ένας νεαρός αστυνομικός στην ηλικία του γιου του Λιάπη συγκλονίζεται από το ότι άθελά του χτύπησε και σκότωσε μια ηλικιωμένη γυναίκα στο Χαλάνδρι. Δεν έβγαλε άχνα. Δεν υπήρχαν λέξεις για αυτό που αισθάνθηκε. Πυροβόλησε τον εαυτό του. «Βούτηξε» στο κενό.
Κάθε φορά που σε μια μολυσμένη χώρα κάποιος θα συνεχίζει «ήμερα» να μιλάει για τα σουέντ παπούτσια του, την ώρα που το θανατικό πέφτει πάνω στο κεφάλι του, κάποιος άλλος θα πληρώνει τον λογαριασμό άδικα, υπερβολικά, οδυνηρά. Η ζωή δεν είναι μια ιστορία αυτοτελών επεισοδίων. Είναι μια αλυσίδα ενέργειας, ευθύνης, πόνου και πράξεων. Ο Λιάπης και κάθε Λιάπης μολύνει κάθε ιστό και κύτταρο αυτής της κοινωνίας, «σκοτώνει» κάθε απόπειρα συγκίνησης, ευθύνης και γέννησης του καινούργιου και μόνο που υπάρχει και σκέφτεται με αυτό τον τρόπο.
Αλλά ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο τέλος. Το χειρότερο τέλος αφορά τους ζωντανούς που πέθαναν στη μνήμη όλων, αλλά νοιάζονται ακόμα για τα σουέντ παπούτσια τους.
* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια