Η ένταση και το βάθος της ερμηνείας του διάσημου Λετονού βιολιστή και των δύο νεαρών παρτενέρ του, της 26χρονης πιανίστριας Κάτια Μπουνιατισβίλι και της 30χρονης τσελίστριας Γκιεντρέ Ντιρβαναουσκάιτε, αιχμαλώτισαν το ακροατήριο στην κατάμεστη αίθουσα επιβάλλοντας εκείνη τη σπάνια, άκρα σιωπή!
Του Γιάννη Σβώλου
Από τότε που η οικονομική κρίση κατέστησε οικονομικά μη βιώσιμο το υφιστάμενο μοντέλο μουσικής ζωής, σπάνια ακούμε στην Αθήνα κορυφαίους σολίστες μουσικής δωματίου. Το κενό αναπλήρωσε γενναιόδωρα η βραδιά ρωσικής μουσικής που πρόσφεραν στο Μέγαρο Μουσικής οι εκλεκτοί μουσικοί Γκίντον Κρέμερ, Κάτια Μπουνιατισβίλι και Γκιεντρέ Ντιρβαναουσκάιτε (14/12/2013).
Οι τρεις ξεκίνησαν και έκλεισαν το πρόγραμμα με τα δύο νεανικά «Ελεγειακά τρίο», που συνέθεσε ο 20χρονος Ραχμάνινοφ στα 1892-1893. Γραμμένα στην έντονη σκιά της μούσας του Τσαϊκόφσκι, παλλόμενα από υπερχειλίζοντα ρομαντικό λυρισμό, τα δύο κομμάτια παίχτηκαν με φλογερό πάθος, χυμώδη μελωδικότητα, θαυμαστή δεξιοτεχνική άνεση. Ενδιάμεσα δόθηκε το τραγικών συμφραζομένων «Τρίο για πιάνο, βιολί και τσέλο», έργο 24, του Πολωνοεβραίου συνθέτη Μιετσισλάβ Βάινμπεργκ, γραμμένο την περίοδο 1943-45, στη Μόσχα. Σε εξωμουσικό επίπεδο το έργο αποτυπώνει την τραγική εμπειρία απώλειας της οικογένειας του συνθέτη στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ σε καθαρά μουσικό φωτίζει τη στενή σχέση του και τον μεγάλο θαυμασμό του προς τον κατά τι μεγαλύτερο Σοβιετικό Σοστακόβιτς. Μουσική ακραία βασανισμένη και «δύσκολη», αξιοποιεί με θεατρικότητα τα στοιχεία του γκροτέσκου, του σαρκασμού, της αρμονικής διαφωνίας, της παρωδίας, του μουσικού συμβολισμού. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν παρατεταμένο, ολοκαυτωματικό «Χορό θανάτου», μεταφρασμένο σε μουσικό ακρόαμα εξουθενωτικά ακραίων εντάσεων.
Ολοκληρωμένοι, αυτόφωτοι μουσικοί σολίστες, ο 66χρονος Λετονός βιολιστής, η 26χρονη Γεωργιανή πιανίστρια και η 30χρονη Λιθουανή τσελίστρια εμφύσησαν στην τέλεια ζυγιασμένη σύμπραξή τους εκφραστικές ποιότητες ανθρώπινης συνομιλίας, αντλώντας το μέγιστο σε μουσικότητα, πλούτο λεπτομέρειας, εκφραστική ειλικρίνεια και συγκινησιακή αμεσότητα από την πυκνογραμμένη παρτιτούρα του Βάινμπεργκ. Η ένταση και το βάθος της ερμηνείας τους αιχμαλώτισαν το ακροατήριο στην κατάμεστη αίθουσα επιβάλλοντας εκείνη τη σπάνια, άκρα σιωπή!
Τα γεμάτα φαντασία Χριστούγεννα της ΚΟΑ
Προσπερνώντας τις συνήθεις, αναμενόμενες επιλογές, η ΚΟΑ πρότεινε για τις εορτές μια ωραία βραδιά με έργα συνθετών της οικογένειας Μπαχ, δίνοντας το βάρος στους επιγόνους Γιόχαν Κρίστιαν και Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ (23/12/2013). Η συναυλία υπό τον τσεμπαλίστα Μάρκελλο Χρυσικόπουλο φιλοξενήθηκε στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής. Αφησε ενοχλητικά άνισες, αλλά, ταυτόχρονα, μαγευτικά ενδιαφέρουσες εντυπώσεις.
Ξεκίνησε με μια κάκιστη εκτέλεση του «Βραδεμβούργειου κοντσέρτου, αρ.1». Καταφανώς απροβάριστο, το έργο παίχτηκε με ασυντόνιστα έγχορδα, ρυθμικό παλμό νευρικό και με φανερά προβλήματα συγχρονισμού, ανεπεξέργαστες ισορροπίες δυναμικής˙ οι λιγοστές, καλές στιγμές από τα ξύλινα πνευστά δεν άρκεσαν να σώσουν την ανάγνωση. Τα υπόλοιπα έργα της βραδιάς υπήρξαν σαφώς καλά προβαρισμένα. Ακολούθησαν το α λα Μότσαρτ μοτέτο για φωνή και ορχήστρα «Si nocte tenebrosa» του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ και το γεμάτο ένταση «Magnificat» («Μεγαλυνάριο») για τέσσερις σολίστες, παιδική χορωδία και ορχήστρα του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ.
Εμπειρος μπαροκίστας, ο Χρυσικόπουλος διηύθυνε με νεύρο, αίσθηση του ιστορικού ύφους και μουσικότητα. Συνολικά, οι φωνητικές ερμηνείες των δύο έργων πρόβαλαν καλές και, παρ’ ότι υπήρξαν κατά τόπους προσεγγιστικές, η εμπειρία της ακρόασης στάθηκε ανεπιφύλακτα απολαυστική! Οι σολίστες (Ε. Ζερβού, Θ. Μπάκα, Β. Καβάγιας, Κ. Μαυρογένης) υπήρξαν από πολύ καλοί έως μέτριοι, αλλά κατανοούσαν στιλιστικά ό,τι ερμήνευαν και αναμετρήθηκαν ικανοποιητικά με τις διόλου αμελητέες, δεξιοτεχνικές δυσκολίες της μουσικής. Εντυπωσιακά καλή ήταν και η συμμετοχή της παιδικής και νεανικής χορωδίας «Rosarte», που βρέθηκε αντιμέτωπη με μια γραφή ακραία απαιτητική σε στιλιστική πιστότητα, ακρίβεια φραστικής, διαφάνεια και εσωτερική οργάνωση.
Εχοντας ελάχιστη εμπειρία στο μπαρόκ, η ορχήστρα δεν στάθηκε πάντα στο ύψος των περιστάσεων από άποψη ποιότητας ήχου (άρθρωση, διαφάνεια, ακρίβεια), όμως και αυτή κινήθηκε σε ένα ποιοτικά ικανοποιητικό, μέσο επίπεδο. Συνολικά, το ιδιαίτερο στίγμα της μουσικής αποδόθηκε πειστικά, εμπλουτίζοντας τα ζωντανά μας ακούσματα σε μια περιοχή του ρεπερτορίου που, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι απαγορευτικά μη εμπορική. Μια χριστουγεννιάτικη εκδήλωση ασυζητητί ενδιαφέρουσα –χρειάζονται διακαώς και τέτοιες!– όσο και απολαυστική.