05/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Οι Γερμανοί εργοδότες και η Ελλάδα

Οι γερμανικές εργοδοτικές ενώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για την κρίση. Μια νέα μελέτη εξετάζει πού συμφωνούν και πού διαφωνούν τα «αφεντικά» της Γερμανίας.
      Pin It

Οι γερμανικές εργοδοτικές ενώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για την κρίση. Μια νέα μελέτη εξετάζει πού συμφωνούν και πού διαφωνούν τα «αφεντικά» της Γερμανίας

 

Ο ιδιαίτερος ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη έχει αναλυθεί σε πλάτος και βάθος. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε προς τη Γερμανία όταν επιχειρούμε να αναλύσουμε τη δική μας κρίση. Μόνο που συνήθως οι αναλύσεις αυτές περιορίζονται στο πολιτικό προσωπικό της γερμανικής κυβέρνησης, ειδικά την Ανγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Το πολύ να φτάνουν κάποιοι σε αναλύσεις για την επίδραση που θα έχει στη γερμανική πολιτική η παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση.

 

Η Γερμανία, όμως, όπως και η Ευρώπη, είναι ένα πολύ πιο σύνθετο μόρφωμα. Και η πολιτική που ασκείται από τις κυβερνήσεις της δεν αποφασίζεται εν κενώ, ούτε προκύπτει από τις προσωπικές επιλογές των κυβερνώντων. Σε μια πολύ πρωτότυπη μελέτη που υπογράφουν δυο ειδικοί επιστήμονες εξετάζονται για πρώτη φορά αναλυτικά οι θέσεις των Γερμανών εργοδοτών απέναντι στην κρίση και επιχειρείται να εντοπιστούν τα σημεία στα οποία συμφωνούν και εκείνα στα οποία διαφωνούν, καθώς και να ερμηνευτούν αυτές οι αποκλίσεις. Πρόκειται για τη μελέτη των Φρέντερικ Χάινε και Τόμας Σαμπλόβσκι «Ευρωπαϊκή πολιτική του γερμανικού συνασπισμού εξουσίας και οι αντιφάσεις του» που εκδόθηκε στη Γερμανία από το Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

 

Προκειμένου να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο, οι ερευνητές εξέτασαν έναν τεράστιο όγκο ανακοινώσεων και θέσεων που διατυπώθηκαν δημόσια ή σε εσωτερικά κείμενα από τις διάφορες Ενώσεις των Γερμανών εργοδοτών, από τον Οκτώβρη του 2009 έως το καλοκαίρι του 2013. Στη συνέχεια παραθέτουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα της μελέτης, ιδιαίτερα χρήσιμα και για τον δικό μας πολιτικό προβληματισμό.

 

Η μελέτη προσπαθεί να εξηγήσει καταρχήν τον λόγο για τον οποίο συμφωνούν σε ορισμένα ζητήματα οι Ενώσεις. Ολες οι Ενώσεις απορρίπτουν την εισαγωγή των ευρωομολόγων, αντιτίθενται στην «πολιτική διάσωσης» της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), υποστηρίζουν έναν δανεισμό υπό όρους (εδώ εξαιρείται η Ενωση FU που εκπροσωπεί τις Οικογενειακές Επιχειρήσεις) και απαιτούν αυστηροποίηση του αυτοματισμού των κυρώσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, έτσι ώστε να ενισχυθεί η δημοσιονομική πειθαρχία. Ολες οι Ενώσεις ακολουθούν επίσης τη στρατηγική να ωθείται στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων η κρίση του προϋπολογισμού του κράτους, αντί για τη χρηματοπιστωτική κρίση.

 

Η βασική υπεράσπιση των μέτρων διάσωσης του ευρώ μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες οι μερίδες του κεφαλαίου διατηρούν ένα σημαντικό ενδιαφέρον στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά (αλλά διαφέρουν ως προς την αποτίμηση αυτού του ενδιαφέροντος). Πίσω από την ομόθυμη απόρριψη των ευρωομολόγων από τις γερμανικές επιχειρηματικές Ενώσεις κρύβεται βέβαια το συμφέρον τους να μη χάσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τα σχετικά χαμηλά επιτόκια στη γερμανική χρηματοπιστωτική αγορά για την πελατεία αυτών των Ενώσεων. Διότι υπάρχει ο φόβος ότι με την εισαγωγή των ευρωομολόγων θα ανέβει το επίπεδο των επιτοκίων στη Γερμανία. Κατ’ αρχάς αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τα κρατικά ομόλογα, αλλά από τη στιγμή που το ύψος των επιτοκίων εξαρτάται μέσα στη χώρα από το βασικό επιτόκιο των κρατικών ομολόγων, σε τελική ανάλυση θα επηρέαζε και όλες τις επιχειρήσεις. Οι μόνες που δεν θα επηρεάζονταν έντονα από μια αύξηση των επιτοκίων στη Γερμανία θα ήταν οι έντονα διεθνοποιημένες εταιρείες, οι οποίες χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό. Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίο οι Ενώσεις οδηγούνται στην απόρριψη των ευρωομολόγων –ειδικά στις επιχειρήσεις με έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό– είναι ο φόβος ότι η αυτό θα επέτρεπε μια διεύρυνση του δημόσιου χρέους και θα εξασθενούσε τις προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση.

 

Η ομόφωνη υποστήριξη ριζικών μέτρων πειθαρχίας και λιτότητας που καταγράφεται στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο παραπέμπει εξάλλου στο γεγονός ότι το γερμανικό κεφάλαιο βρίσκεται διεθνώς στη θέση του πιστωτή. Η απαξίωση των γερμανικών απαιτήσεων έναντι των κρατών που βρίσκονται σε κρίση πρέπει να αποφευχθεί. Το κόστος από την εξυπηρέτηση του χρέους πρέπει να βαρύνει κυρίως τους μισθωτούς και τους μικροαστούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες τελικά θα οδηγήσουν σε περικοπές μισθών, απολύσεις και επιθέσεις στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και στις δομές της κοινωνικής αναπαραγωγής.

 

Επιπλέον από τη μελέτη των θέσεων των διάφορων Ενώσεων προέκυψε ότι η υπεράσπιση της πολιτικής λιτότητας αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, παρά το γεγονός ότι οι μερίδες αυτές του κεφαλαίου έχουν αρκετά διαφορετικά συμφέροντα.

 

Μια άλλη πτυχή έχει εδώ σημασία. Με την πολιτική λιτότητας το ευρώ αναδείχτηκε σε σκληρό νόμισμα στον διεθνή νομισματικό ανταγωνισμό. Χωρίς την πολιτική της λιτότητας, οι γερμανικές Ενώσεις πιστεύουν ότι υπήρχε ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης επέκτασης του χρέους και της αύξησης του πληθωρισμού. Η υπεράσπιση της πολιτικής λιτότητας από όλες τις Ενώσεις δείχνει επίσης ότι η ελληνική, η ιρλανδική και η πορτογαλική εσωτερική αγορά έχουν δευτερεύουσα σημασία για το γερμανικό κεφάλαιο. Η συρρίκνωση αυτών των αγορών θεωρείται μια αποδεκτή «παράπλευρη απώλεια» από τις γερμανικές Ενώσεις. Κάπως αλλιώς είναι τα πράγματα για την Ισπανία και την Ιταλία. Οι αγορές τους έχουν μεγαλύτερη οικονομική σημασία. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο χαλάρωσαν τα μέτρα για τα δάνεια των ισπανικών τραπεζών.

 

Οι διαφορές μεταξύ των Ενώσεων τραπεζών σε σχέση με τις χρηματοοικονομικές και τραπεζικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να εξηγηθεί σχετικά εύκολα: οι ιδιωτικές τράπεζες, οι τράπεζες του δημόσιου τομέα και οι συνεταιριστικές τράπεζες βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ανταγωνίζονται μεταξύ άλλων και στην προσέλκυση πελατών. Παρ’ όλο που έχουν κοινό συμφέρον να αντιπαλέψουν μια περιοριστική ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους, κάθε τραπεζικός τομέας επιδιώκει να μετατοπίσει το κόστος προσαρμογής της κρίσης στους άλλους. Οι ιδιωτικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα περισσότερο υπό πίεση, κάτι το οποίο φαίνεται από την προσπάθειά τους να υπαχθούν όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, ενώ οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι τράπεζες του δημόσιου τομέα προσπαθούν να εξαιρεθούν από τους εν λόγω κανονισμούς.

 

Οσον αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική (την «πολιτική διάσωσης» και τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομική διακυβέρνηση), η μελέτη εντοπίζει τρία είδη επιχειρηματικών Ενώσεων: αυτές που προσανατολίζονται κυρίως στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, εκείνες που προσανατολίζονται στα κριτήρια σταθερότητας, και τις αντιδραστικές δυνάμεις.

 

1. Η ομάδα των επιχειρήσεων με παγκόσμιο και επεκτατικό προσανατολισμό

 

Σε αυτές ανήκουν οι BDI (Ομοσπονδιακός Σύνδεσμος της Γερμανικής Βιομηχανίας), BDA (Ομοσπονδιακός Σύνδεσμος των γερμανικών Εργοδοτικών Ενώσεων), BdB (Ομοσπονδιακή Ενωση γερμανικών Τραπεζών) και DIHK (Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο), καθώς και οι Ενώσεις του βιομηχανικού τομέα. Υποστηρίζοντας τα «μέτρα διάσωσης», αποσκοπούν στη διατήρηση της νομισματικής ένωσης και εγείρουν το ζήτημα της μακροοικονομικής σύγκλισης.

 

Οι Ενώσεις αυτές υποστηρίζουν ένα μακροπρόθεσμο ευρωπαϊκό οικονομικό νομοθετικό πλαίσιο με αυτόματες κυρώσεις, αλλά αποκρούουν μια ευθεία οικονομική διακυβέρνηση, η οποία θα εξαρτάται περισσότερο από τις διακυμάνσεις του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.

 

Ολες αυτές οι τοποθετήσεις ερμηνεύονται από το συμφέρον των Ενώσεων αυτών να υπερασπιστούν τη στρατηγική συσσώρευσης της μονοπωλιακής μερίδας του κεφαλαίου, η οποία χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία: είναι προσανατολισμένη στον διεθνή ανταγωνισμό, και, ενώ για το εσωτερικό της χώρας βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής, στη συγκράτηση των μισθών και στην ευελιξία της αγοράς εργασίας για τις εξωτερικές αγορές βασίζεται εν μέρει σε κατανάλωση που χρηματοδοτείται από χρέη. Πίσω από την προσπάθεια να τοποθετηθεί η ικανότητα ανταγωνισμού ως κεντρικό κριτήριο τόσο για την ενδοευρωπαϊκή σύγκλιση όσο και για τα προγράμματα προσαρμογής των χωρών της περιφέρειας κρύβεται η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί η κρίση του ευρώ για την εμβάθυνση και την εξάπλωση αυτού του μοντέλου συσσώρευσης. Ο εξαναγκασμός ενός νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα είναι προσανατολισμένο στην πολιτική λιτότητας και την ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με την απόρριψη μιας κεντρικής οικονομικής πολιτικής, μπορεί να γίνει κατανοητός ως μια προσπάθεια να αξιοποιηθεί ο οικονομικός αγώνας έναντι του πολιτικού αγώνα, εφόσον το μοντέλο συσσώρευσης συναντά ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιπάλους, οι οποίοι ενδέχεται πολιτικά να συγκροτήσουν μια πλειοψηφία, ενώ δεν είναι σε θέση να υποδείξουν ένα εξίσου λειτουργικό μοντέλο συσσώρευσης.

 

Αυτή η ομάδα Ενώσεων δεν αντιδρά στην κρίση μόνο αμυντικά, αλλά και επιθετικά, ακολουθώντας το δικό της σχέδιο. Αξιοποιεί την κρίση για μια φυγή προς τα μπρος. Από οικονομική άποψη αυτό το σχέδιο βασίζεται σε μια επέκταση και εμβάθυνση της γερμανικής παραλλαγής του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό σημαίνει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε εξωτερικές αγορές (ώστε εκεί να απορροφηθεί η υπερσυσσώρευση και η υπερπαραγωγή), σε μια αύξηση της προσφοράς εργασίας και σε έναν συνδυασμό από απόλυτη και σχετική αύξηση της υπεραξίας (και οι δύο παραλλαγές της συσσώρευσης περιλαμβάνονται στο αίτημα για χαμηλότερο μισθολογικό κόστος). Αυτό το σχέδιο αντιμετωπίζει τις στρατηγικές των διεθνών ανταγωνιστών (κυρίως των κεφαλαίων των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Κίνας) και επιχειρεί μέσω της ευρωπαϊκής πολιτικής να κερδίσει μια σημαντική θέση σ’ αυτό τον ανταγωνισμό. Το ευρωπαϊκό πολιτικό όραμα αυτών των ομάδων του γερμανικού κεφαλαίου είναι ανταγωνιστικό, αλλά περιέχει στον πυρήνα του ένα ταξικό σχέδιο: την αύξηση του ποσοστού της εκμετάλλευσης.

 

2. Η ομάδα της σταθεροποίησης

 

Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκουν Ενώσεις όπως η DSGV (Γερμανική Ενωση Ταμιευτηρίων), η BVR (Γερμανική Ενωση Λαϊκών Τραπεζών) και η ZDH (Κεντρική Ενωση των Γερμανών Χειροτεχνών). Εδώ παίζει κυρίαρχο ρόλο το συμφέρον των πιστωτών. Συνεπώς το πρώτος τους μέλημα είναι να εξασφαλιστεί η εξυπηρέτηση του χρέους των χωρών της κρίσης (DSGV και BVR) και η αποφυγή του κινδύνου άλλων πιστωτών (ZDH). Αυτή η ομάδα Ενώσεων είναι διχασμένη σε όλη την κλίμακα μεταξύ τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Οι τραπεζικές Ενώσεις ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για μια ευρύτατη οικονομική διακυβέρνηση, η οποία θα επιβάλει την εξυπηρέτηση του χρέους. Ακόμα κι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις για την κάθε υπερχρεωμένη χώρα δεν κατευθύνονται προς την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά πρέπει να εξασφαλίζουν πρώτα πρώτα την εξυπηρέτηση των χρεών. Η ZDH, ωστόσο, με την απόρριψη ενός «ευρωπαϊκού συγκεντρωτισμού», επιχειρεί να αποτρέψει περαιτέρω ριψοκίνδυνα μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα που εκπροσωπείται από την ZDH περιλαμβάνει εταιρείες που επικεντρώνονται στην εσωτερική αγορά. Αυτή η ομάδα επιχειρηματικών Ενώσεων δεν προτείνει κάποια ενιαία μορφή οικονομικής πολιτικής για την Ευρώπη. Εδώ δεν πρόκειται, όπως συμβαίνει στις ομάδες της πρώτης κατηγορίας, για τη διατύπωση μιας στρατηγικής συσσώρευσης, αλλά για τη διατήρηση του status quo, παρά την κρίση του ευρώ.

 

3. Οι αντιδραστικές δυνάμεις

 

Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει μόνον η Ενωση των Οικογενειακών Επιχειρήσεων (FU). Η Ενωση αυτή απέρριπτε εξαρχής την «πολιτική διάσωσης» και επιχειρηματολογεί υπέρ του «Grexit», ενώ απαιτεί περαιτέρω αυστηροποίηση των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής, είναι ενάντια σε κάθε μορφή εξευρωπαϊσμού της οικονομικής πολιτικής και κάνει χρήση μιας δεξιάς λαϊκίστικης ρητορικής. Οι επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας παρακολουθούν έμφοβες τη δυναμική της ευρωπαϊκής «πολιτικής διάσωσης» και προσπαθούν να την ανατρέψουν συνολικά.

 

Για να εξηγήσουν αυτή την τοποθέτηση, οι δύο Γερμανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι σ’ αυτές τις επιχειρήσεις διακυβεύεται η οικογενειακή περιουσία και ότι τα μέλη αυτής της Ενωσης κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα από όσα θα κερδίσουν αν προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, προσπαθούν να αποτρέψουν αυτή την ολοκλήρωση με διάφορες πολιτικές (και νομικές) παρεμβάσεις.

 

Τα τελικά συμπεράσματα της μελέτης είναι τα ακόλουθα: Η κύρια αντίφαση στο εσωτερικό του γερμανικού συνασπισμού εξουσίας εντοπίζεται μεταξύ του μονοπωλιακού κεφαλαίου (το οποίο εκπροσωπείται κυρίως από την πρώτη κατηγορία Ενώσεων, με επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διεθνή κλίμακα και διατηρούν επεκτατικές τάσεις), και του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου (το οποίο εκπροσωπείται από τις Ενώσεις που είναι προσανατολισμένες στη σταθερότητα), καθώς και την ομάδα των αντιδραστικών δυνάμεων (δηλαδή του Συλλόγου Οικογενειακών Επιχειρήσεων). Φυσικά, δεν υπάρχει μια απόλυτη εκπροσώπηση μεταξύ των μερίδων του κεφαλαίου και των Ενώσεων. Μέρη του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου εκφράζονται επίσης και από Ενώσεις, όπως η BDI ή η DIHK (όσο κι αν σ’ αυτές τις Ενώσεις δεν έχουν τον κύριο λόγο). Και αντίστροφα, στον Σύλλογο Οικογενειακών Επιχειρήσεων αντιπροσωπεύονται και ορισμένες μεμονωμένες εταιρείες που ανήκουν στη μερίδα του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

 

Αυτό που προξενεί έκπληξη από πρώτη ματιά είναι ότι η αντίφαση μεταξύ του τραπεζικού κεφαλαίου και του βιομηχανικού κεφαλαίου εντός του μονοπωλιακού κεφαλαίου φαίνεται να είναι λιγότερο βαθιά από ό,τι ίσως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει. Ενώσεις όπως το BDI, λ.χ., μάχονται όπως και οι τράπεζες εναντίον μιας πιο περιοριστικής δημοσιονομικής ρύθμισης, διότι ο τομέας της βιομηχανίας φοβάται τον περιορισμό των δικών του ελιγμών. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι βιομηχανικές επιχειρήσεις με διεθνή δραστηριότητα είναι οι ίδιες ενεργές στις χρηματοπιστωτικές αγορές ως δανειστές και ως δανειολήπτες και έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα από την απορρύθμιση και τη φιλελευθεροποίηση. Είναι οι ίδιες βασικοί παράγοντες της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ως εκ τούτου, η μεγαλύτερη αύξηση στους δείκτες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών συγκρούεται με την αντίσταση των Ενώσεων της βιομηχανίας, διότι αυτές φοβούνται ότι έτσι θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις.

 

Η ηγεμονική μερίδα του μονοπωλιακού κεφαλαίου είναι πολύ έντονα προσανατολισμένη σε μη ευρωπαϊκές αγορές και ανταγωνιστές. Η υπεράσπιση του ευρώ και της Ε.Ε. από αυτή τη μερίδα βασίζεται περισσότερο σε μια παγκόσμιας στρατηγικής επέκταση και όχι στην άμεση εξάρτηση από την εσωτερική αγορά της Ε.Ε., εξ ου και η έμφαση στη λιτότητα και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Η εσωτερική αγορά της Ε.Ε. διαδραματίζει σημαντικό ρόλο έμμεσα, όπως μια μεγάλη εγχώρια αγορά αποτελεί προϋπόθεση για το μεγάλο κεφάλαιο, προκειμένου να επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό.

 

Η δεύτερη κατηγορία Ενώσεων, που είναι προσανατολισμένες στη σταθερότητα, αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζών αποταμιεύσεων και τις συνεταιριστικές τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα των οποίων η άμεση δραστηριότητα πραγματοποιείται κυρίως σε τοπικό ή περιφερειακό πλαίσιο. Σε τοπικό επίπεδο κατέχουν μονοπωλιακές θέσεις ή συνδέονται με τοπικά ολιγοπώλια, αν και το μέγεθός τους σε σύγκριση με τις μεγάλες τράπεζες είναι μάλλον μέτρια. Οι τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου συμμετέχουν επίσης στις διεθνείς συναλλαγές έμμεσα, μέσω της ιδιαίτερης σχέσης τους με τις τράπεζες της χώρας και οι συνεταιριστικές τράπεζες μέσω της σύνδεσής τους με τις δικές τους κεντρικές συνεταιριστικές τράπεζες. Συνολικά, ο συνεταιριστικός και ο δημόσιος τραπεζικός τομέας δεν μπορεί να υπαχθεί με σαφήνεια στις ομάδες του μονοπωλιακού κεφαλαίου ή του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η διεθνοποίηση των εργασιών αυτών των τραπεζικών ομίλων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι Ενώσεις τους ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της ζώνης του ευρώ και, ως προς την ευρωπαϊκή πολιτική, για την κρίση διατυπώνουν θέσεις προς το συμφέρον των πιστωτών.

 

Οπως διαφαίνεται από τις θέσεις της ZDH, τα συμφέροντα του μη μονοπωλιακού βιομηχανικού κεφαλαίου και της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης προσδιορίζονται αφενός από την παραγωγή για την εγχώρια αγορά και αφετέρου από την υπαγωγή τους σε δίκτυα παραγωγής, τα οποία βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό οδηγεί σε αμφιταλαντεύσεις. Από τη μία πλευρά η ZDH ταυτίζεται με την BDI σε τοποθετήσεις σχετικά με την πολιτική κρίση, από την άλλη πλευρά πλησιάζει σε ορισμένες περιπτώσεις τις θέσεις των Οικογενειακών Επιχειρήσεων.

 

Εντός του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου υπερτερεί το συμφέρον για τη διατήρηση του status quo, το οποίο μέχρι στιγμής χαρακτηρίζεται κυρίως από φιλο-ευρωπαϊκές θέσεις και την υπεράσπιση του ευρώ από τη σκοπιά του πιστωτή. Ωστόσο, το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει οικονομικά μικρότερο περιθώριο ελιγμών από ό,τι το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, φοβάται ιδιαίτερα έναν περαιτέρω περιορισμό του πεδίου της δράσης του από το κόστος που θα μπορούσε να προκύψει από τη συγκέντρωση του πιστωτικού κινδύνου και την περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 

Αυτός ο φόβος εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα στην Ενωση των Οικογενειακών Επιχειρήσεων. Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ του έντονα διεθνοποιημένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου εμφανίζονται επίσης στη σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών που δίνουν τον τόνο στην Ενωση BdB και των ταμιευτηρίων και των συνεταιριστικών τραπεζών.

 

Η πολιτική των κυρίαρχων Ενώσεων της πρώτης κατηγορίας (η οποία υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη δεύτερη κατηγορία Ενώσεων) είναι αντιφατική, διότι από τη μία πλευρά υπερασπίζεται τη ζώνη του ευρώ και έχει στόχο την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά από την άλλη πλευρά, με την αυταρχική νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, υπονομεύει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενωσης (και της Ε.Ε.). Η πολιτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης μάς δείχνει ότι θα συνεχίζουν να υπερασπίζονται την Ευρωπαϊκή Νομισματική και ότι σε περίπτωση κλιμάκωσης της πολιτικής κρίσης θα πρέπει να αναμένονται και παραχωρήσεις, όπως χαλάρωση της λιτότητας ή παράταση του χρέους.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Η κρίση, η Δεξιά και η Αριστερά

 

Σύμφωνα με τη μελέτη των Χάινε και Σαμπλόβσκι για την «Ευρωπαϊκή πολιτική του γερμανικού συνασπισμού εξουσίας», επί του παρόντος, παρά τις εσωτερικές αντιφάσεις του, ο γερμανικός συνασπισμός εξουσίας εμφανίζεται σχετικά συμπαγής σε σχέση με τα οικονομικά και συντεχνιακά του συμφέροντα. Αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι τα φορτία που επισωρεύει η κρίση σε μεγάλο βαθμό διοχετεύονται ή μετακυλίονται στους μισθωτούς. Οι κοινωνικές συγκρούσεις συγκεντρώνονται στις περιφερειακές χώρες της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι το γερμανικό κεφάλαιο είναι μέρος των κοινωνικών σχέσεων που βρίσκονται σε κρίση. Το γερμανικό κεφάλαιο εμφανίζεται ως νικητής από την κρίση, εφόσον καταφέρνει να μετακυλίει και να εξάγει το κόστος της κρίσης. Ωστόσο, οι αντιφάσεις στο εσωτερικό του γερμανικού συνασπισμού εξουσίας θα μπορούσαν να οξυνθούν περαιτέρω αν η εξέλιξη της κρίσης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και σε άλλες περιοχές του κόσμου επηρεάσουν εντονότερα τη συσσώρευση κεφαλαίου στη Γερμανία. Μια άλλη εικόνα για το βάθος των αντιφάσεων θα μπορούσε επίσης να προκύψει εάν λάβουμε περισσότερο υπόψη τις πολιτιστικές και πολιτικές μάχες –αν μη τι άλλο οι αντιδραστικές δυνάμεις φαίνεται και πολιτικά να ανασυντάσσονται με την ίδρυση του κόμματος Alternative für Deutschland (Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία, το γνωστό κόμμα των Ευρωσκεπτικιστών που με 4,7% δεν κατάφερε να εισέλθει στην Ομοσπονδιακή Βουλή)– ή εάν μεταβληθεί ο συσχετισμός δυνάμεων στη Γερμανία υπέρ των μισθωτών.

 

Σύμφωνα με τη μελέτη, δεν πρέπει να υποτιμούμε την ικανότητα των κυρίαρχων τάξεων να ξεπερνούν την κρίση παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν ιδιαίτερο σχεδιασμό (muddling through). Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν πρέπει να υπερτιμούμε τη σταθερότητα του συσχετισμού δυνάμεων. Η συζήτηση για το ενδεχόμενο της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενωσης έχει αποκτήσει μια δυναμική σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος, από τη στιγμή μάλιστα που οι εθνικές συντηρητικές ή ορθόδοξες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, οι οποίες εκφράζονταν κυρίως από την Ενωση Οικογενειακών Επιχειρήσεων, έχουν πλέον βρει μια κομματική έκφραση μέσω του κόμματος Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν ετοιμάσει τα τελευταία χρόνια με τον εθνικιστικό τους λόγο το έδαφος για αντιδραστικές πολιτικές μεταβολές.

 

Οι Χάινε και Σαμπλόβσκι διαπιστώνουν ότι, όπως φαίνεται, σήμερα εμφανίζεται ισχυρότερη η δεξιά κριτική προς την Ε.Ε. από ό,τι η αριστερή. «Η ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της δεξιάς κριτικής, μέσω της προώθησης από τα αριστερά της συζήτησης για τη διάλυση της Εευρωζώνης είναι εξαιρετικά επικίνδυνη», παρατηρούν. Μια παρόμοια τακτική απειλεί στο τέλος να διασπάσει την Αριστερά και να ρίξει κι άλλο νερό στον μύλο της Δεξιάς. Θα ήταν επίσης λάθος, η κριτική να επικεντρωθεί μόνο στη νεοφιλελεύθερη, αυταρχική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία καθοδηγείται από την πρώτη κατηγορία των Ενώσεων (εκείνες που έχουν διεθνή δραστηριότητα και επεκτατικές τάσεις), εξαιτίας του ότι αυτή είναι η ηγεμονική μερίδα του κεφαλαίου, και να απορριφθούν ως ασήμαντες οι αντιδραστικές θέσεις της Ενωσης των Οικογενειακών Επιχειρήσεων και του κόμματος Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία. Η Αριστερά πρέπει να συνεχίσει τον αγώνα σε δύο μέτωπα: ενάντια στην αυταρχική και νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη της Ε.Ε. και ενάντια στην αντιδραστική οπισθοδρόμηση, την οποία ενσαρκώνουν οι Οικογενειακές Επιχειρήσεις και η Εναλλακτική Λύση για τη Γερμανία. Απέναντι σ’ αυτούς τους δύο πόλους του συνασπισμού εξουσίας, η Αριστερά μόνον τότε μπορεί να αναπτύξει μια αυτόνομη τοποθέτηση, όταν καταστήσει σαφές ότι τα αίτια της κρίσης δεν οφείλονται, τελικά, στις σχέσεις μεταξύ λαών, αλλά στις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών τάξεων.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Διαβάστε

* Frederic Heine, Thomas Sablowski

«Die Europapolitik des deutschen Machtblocks und ihre Widersprüche. Eine Untersuchung der Positionen deutscher Wirtschaftsverbände zur Eurokrise» (εκδ. Rosa-Luxemburg-Stiftung, Βερολίνο 2013, προσβάσιμη στο http://goo.gl/5SUqEd)

Μελέτη των τοποθετήσεων των γερμανικών εργοδοτικών ενώσεων απέναντι στην κρίση και τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν. Οι αντιφάσεις και οι συγκλίσεις τους σε σχέση με τα συμφέροντα που εκπροσωπούν.

* Νίκος Πουλαντζάς

«Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό» (μτφρ.: Ν. Μηλιόπουλος, θεώρηση Γ. Κρητικός, Θεμέλιο, Αθήνα 1981)

Η μελέτη στην οποία βασίστηκε η ανάλυση των δύο Γερμανών επιστημόνων. Στην εισαγωγή τους την αναφέρουν ως τον «πιο πλήρη προσδιορισμό των μερίδων του κεφαλαίου. Ο Πουλαντζάς διαχωρίζει τις μερίδες του κεφαλαίου σύμφωνα με τρεις διαστάσεις. Πρώτα διαχωρίζει το βιομηχανικό, το τραπεζικό και το εμπορικό κεφάλαιο. Στη συνέχεια διαχωρίζει τις μερίδες του μονοπωλιακού κεφαλαίου από εκείνες του μη μονοπωλιακού. Και τέλος διακρίνει τις μερίδες του κεφαλαίου ανάλογα με τη θέση ενός κοινωνικού σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Επισκεφτείτε

* Bundesverband der deutschen Industrie (BDI)

http://www.bdi.eu

* Bundesvereinigung der Arbeitgeberverbände (BDA) http://www.arbeitgeber.de

* Deutscher Industrieund Handelskammertag (DIHK)

http://www.dihk.de

* Die Familienunternehmer (FU)

http://www.familienunternehmer.eu

* Bundesverband deutscher Banken (BdB)

http://bankenverband.de

 

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς  [email protected]

 

Scroll to top