05/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Πατρίδα από πέτρα

Μιχάλης Γκανάς «Ποιήματα 1978-2012» Μελάνι 2013, σελ. .
      Pin It

Του Νίκου Δαββέτα

 

Ο Μιχάλης Γκανάς εμφανίστηκε στα γράμματα το 1978, «σαν έτοιμος από καιρό», με την ολιγοσέλιδη συλλογή «Ακάθιστος δείπνος» από τις εκδόσεις «Κείμενα» του αείμνηστου Φίλιππου Βλάχου. Και μόνον από το εξώφυλλο, το βιβλίο σε προδιέθετε για μια μεταφυσική ποίηση, μα εντός συνέβαινε το αντίθετο. Ερχόσουν σε επαφή με μια ποίηση που πατούσε και με τα δυο της πόδια στην πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας, στο ασφυχτικό κλίμα της δεκαετίας του ’60, στη βία της επτάχρονης δικτατορίας και στα πολιτικά της απόνερα. Ενα πλαίσιο που στάθηκε θερμοκοιτίδα για όλες τις φωνές της λεγόμενης γενιάς του ’70. Και δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, όταν «η μισή πατρίδα είχε φύγει για τα ξένα» και η άλλη μισή για την πρωτεύουσα.

 

Ο αφηγητής, ξεριζωμένος κι αυτός, εσωτερικός μετανάστης που άφησε τα πατρικά χωράφια, το ορεινό χωριό και κατέβηκε στη μεγάλη πόλη.

 

Η τριβή με τη σκληρή καθημερινότητα της Αθήνας, «οδός Ακαδημίας, οδός των εξουθενωμένων», το κυνήγι του επιούσιου, «αύριο πάλι θα με πριονίσει η δημοσιά», οι πρώτοι έρωτες, «θυμάσαι πόσο σου έλειψε η δίδυμη καρδιά της», σταθερά μοτίβα, όπως και στους περισσότερους ποιητές της εποχής του. Ομως αν κάτι διαφοροποιεί τον Μιχ. Γκανά, είναι η χρήση ενός γλωσσικού ιδιώματος που συγγενεύει με τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, κάτι που θα γίνει ευκρινέστερο ως πρόθεση στις επόμενες συλλογές του, και η θέαση του αστικού κόσμου όχι εκ των έσω, μα πάντα από την απόσταση που του χαρίζει ο τόπος καταγωγής.

 

Το επόμενο βιβλίο του Μιχάλη Γκανά, τα «Μαύρα λιθάρια», είναι ένα ποιητικό γεγονός το μακρινό 1980. Μια απροσδόκητα ώριμη κατάθεση, με κατακτημένο το γνώριμο πια ύφος του ποιητή, που εύκολα ξεχωρίζουν και οι αμύητοι. Πατώντας από τη μια στις διδαχές του δημοτικού τραγουδιού και από την άλλη στη χρήση των άλογων στοιχείων, όπως παλαιότερα ο Γκάτσος και εν μέρει ο Σαχτούρης, εκφράζει με σπαραγμό τη βίαιη αποκοπή από τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, που εδώ ταυτίζεται απόλυτα με το σκηνικό της, το πέτρινο και σιωπηλό τοπίο της Ηπείρου.

 

«Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές…». Κάθε απόπειρα επιστροφής είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, ωστόσο η μνήμη παίζει ακόμη τα παιχνίδια της. «Το μπλε που σε τυλίγει/ είναι η στάχτη/ του καμένου χρόνου/ Φυσάει ένας αέρας/ φέρνει φωτογραφίες και τετράδια/ Από τα κάτω χρόνια». Μέσα από τα πρόσωπα που σημάδεψαν τον ποιητή παιδί -παππούς, γονείς, συγγενείς- ο ενήλικος αφηγητής ζωντανεύει τους προγόνους του, αναπαριστά το οικογενειακό δέντρο, έτσι όπως απλώνεται σε βάθος χρόνου και γίνεται ένα με τον τόπο και τη μοίρα του.

 

Ο,τι, σαν πρόθεση, έμεινε έξω από τα «Μαύρα λιθάρια», ο Μιχάλης Γκανάς το χώρεσε στην τρίτη του συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα». Ο τόπος πια δηλώνεται κατηγορηματικά, θυμίζοντας το βιωματικό άσμα του Σαββόπουλου «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη». Γιάννενα μπακιρένια και γυάλινα, μυθικά μα και υπαρκτά μέσα στην Ιστορία. Ο αδικοχαμένος Κωνσταντής του δημοτικού τραγουδιού συναντά το καραβάνι του Ρόβα, το Μιτσικέλι χιονισμένο σκέπει τα πάθη της πόλης και η λίμνη, σκληρός καθρέφτης που επιστρέφει στον αφηγητή το γερασμένο πρόσωπό του. «Λιγομίλητος και με σκιά βελανιδιάς/ κάθεται τώρα στην ίδια τη σκιά του/ σαν ορφανό σε ξένη πόρτα/ κάθεται και παραμιλάει μόνος». Οχι λοιπόν πια μετανάστης, αλλά επιτέλους μόνιμος κάτοικος σε μια πόλη ιδεατή, χτισμένη στα όνειρα, με το υλικό των αναμνήσεων και τις φωνές των κεκοιμημένων.

 

Ο ποιητικός λόγος σχεδόν σε προετοιμάζει για το επόμενο βήμα, τις «δίδυμες» συλλογές «Παραλογή» και «Ο ύπνος του καπνιστή». Και τις αποκαλώ «δίδυμες» γιατί υπάρχει μια μορφολογική και θεματική ομοιότητα, αφού στον πυρήνα τους παραμένει ισχυρό το αίτημα μιας ποιητικής αυτοβιογραφίας, με την επίκληση τόπων και ανθρώπων που σημαδεύουν τη μετεγκατάσταση του ήρωα-αφηγητή από το χωριό στο κλεινόν άστυ, από τον πέτρινο χώρο στις ερημιές του αστικού τοπίου.

 

Η προσπάθεια της αυτοβιογράφησης δεν γίνεται βέβαια ρεαλιστικά. Στην «Παραλογή» περνά μέσα από τον αρχετυπικό μύθο-τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, ενώ στον «Υπνο του καπνιστή» εκμεταλλεύεται κάποια στοιχεία της ομηρικής παράδοσης, στήνοντας μέσα στο όνειρο του αφηγητή μια ιδιότυπη Νέκυια, μια συνομιλία νεκρών και ζωντανών. Και οι δύο πάντως συλλογές στέκουν ισάξιες και αθροίζονται με τις υπόλοιπες πέντε, που στην παρούσα συγκεντρωτική έκδοση μας χαρίζουν ένα άρτιο σύνολο, από τα χαρακτηριστικότερα επιτεύγματα της μεταπολεμικής μας ποίησης.

 

Scroll to top