Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα η γνωστή εικαστικός συνδέθηκε με καλλιτεχνικά και πολιτικά κινήματα, επένδυσε στη συλλογικότητα, απέφυγε τα κυκλώματα και τις δημόσιες σχέσεις, δίδαξε. Στην όγδοη δεκαετία της ζωής της επιμένει, ελεύθερη και δημιουργική. Το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης παρουσιάζει αντιπροσωπευτικά έργα της, φωτογραφίες, έντυπα, ντοκουμέντα που κάνουν τον επισκέπτη να μπαίνει στη μηχανή του χρόνου
Της Παρής Σπίνου
Φωτ.: Μάριος Βαλασόπουλος
Το 1976, περίπου τέτοιο καιρό, η Βάσω Κυριάκη μαζί με άλλους έξι καλλιτέχνες (Β. Δημητρέα, Μ. Κοκκίνου, Β. Κωστοπούλου, ΜΙΤ, Α. Στασινοπούλου, Γ. Ψυχοπαίδη) μοίραζαν στην οδό Αιόλου χριστουγεννιάτικες κάρτες που είχαν φτιάξει οι ίδιοι. Αυτό το πρωτοποριακό για την εποχή του χάπενινγκ είχε στόχο τη συμμετοχή του κοινού στην τέχνη, λειτουργούσε όμως και σαν σχόλιο για την αξία του καλλιτεχνικού προϊόντος.
Τον καιρό της Μεταπολίτευσης η καταξιωμένη ζωγράφος πρωτοστάτησε σε καλλιτεχνικές ομάδες που επιχειρούσαν να ανοίξουν έναν δρόμο κοινωνικής αντίληψης της τέχνης. Επένδυσε στη συλλογικότητα και τη συνεργασία, μακριά από «κυκλώματα», δημόσιες σχέσεις και γκαλερί, προσπαθώντας να κάνει το έργο τέχνης προσιτό σε όλους, δίνοντας παράλληλα βάρος στην εκπαίδευση. «Το μεγαλύτερο κομμάτι της εικαστικής παραγωγής μου ήταν εκτός εμπορίου. Κάνοντας έναν απολογισμό κατάλαβα ότι τη ζωγραφική περισσότερο την πλήρωνα παρά με πλήρωνε», μας λέει η Βάσω Κυριάκη, η οποία έχει κάνει δυο μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις, το 2009 στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας και το 2011 στην Πινακοθήκη Κατσίγρα στη Λάρισα.
Διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής της, με κοφτερό μυαλό και ζωηρό βλέμμα, εργάζεται τακτικά στο εργαστήριό της, ενώ συνεχώς μπαινοβγαίνει στις εκθέσεις των νεότερων δημιουργών. «Η τέχνη στην Ελλάδα έχει πάρει τον δρόμο της και οι θεσμοί θα πρέπει να την υποστηρίξουν, καθώς υπάρχουν καλοί καλλιτέχνες, οι οποίοι δουλεύουν άλλοι πιο μεμονωμένα, άλλοι πιο δικτυωμένοι, προσπαθώντας να λύσουν το διπλό πρόβλημα της δημιουργίας και του βιοπορισμού. Προσωπικά κάποια στιγμή προσπάθησα να ξεχωρίσω αυτά τα δύο και οδηγήθηκα στην εκπαίδευση, αρχικά στην Καλών Τεχνών και στη συνέχεια στο Πολυτεχνείο για να μπορέσω πιο ελεύθερα να ζωγραφίζω χωρίς να φορτώνομαι με τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει»».
Τη μακρόχρονη, ξεχωριστή πορεία της διατρέχει η έκθεση «Βάσω Κυριάκη. Διαδρομή» που οργανώνει το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (επιμέλεια: Χάρις Κανελλοπούλου) και περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικούς πίνακες ζωγραφικής, καθώς και φωτογραφίες, έντυπα, δημοσιεύματα και άλλα ντοκουμέντα από το πολύτιμο αρχείο του ινστιτούτου.
Ο επισκέπτης νομίζει πως μπαίνει στη μηχανή του χρόνου. Κοιτώντας τα ονειρικά, εξπρεσιονιστικά τοπία της Κυριάκη, που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60, ξαφνικά το κλίμα αλλάζει με φωτογραφικά κολάζ και ακρυλικά από τις ταραγμένες μέρες του Μάη του ΄68 και την Ανοιξη της Πράγας, που αντανακλούν μια εποχή πολιτικής αναταραχής και επαναστατικού αναβρασμού. Στη δεκαετία του ΄70 η προσωπική καταγραφή της καθημερινότητας συνδέεται με τα κοινωνικά οράματα, ενώ στη ζωγραφική της εντάσσονται ευτελή υλικά, όπως λάστιχο, χαλκός, ξύλο. «Αγγελοι» φτιαγμένοι από σωλήνες και σύρματα, «έκπτωτοι αλλά και τιμωροί, φθαρμένοι αλλά και σκληροτράχηλοι», πιάνα και καράβια από μαύρα στιλπνά λάστιχα, «Πουλιά» που ξεχύνονται ελεύθερα στον χώρο. Τα πιο πρόσφατα έργα της είναι πιο αφαιρετικά, με γεωμετρική, λιτή καταγραφή μορφών και αντικειμένων.
«Τα έργα μου θέλω να μπορώ να τα πιάνω, να φτάνουν στο ύψος μου και στο πλάτος μου όταν ανοίγω τα χέρια», τονίζει η Β. Κυριάκη ενώ περιγράφει το ταξίδι της στη ζωγραφική: «Ολα με κεντρίζουν, τα γεγονότα, η μουσική, οι συζητήσεις, η ίδια η ζωή, συχνά χωρίς να το καταλαβαίνω. Οταν κοιτάζω έναν πίνακα μετά από χρόνια μπορεί να ανακαλύψω κάτι πιο βαθύ. Το έργο έχει αυτοτέλεια, είναι μια ζωντανή οντότητα που περιλαμβάνει πολλά πράγματα. Υπάρχει μια επιθυμία να κάνω κάτι, «περπατάω» μέσα στην επιλογή μου μέχρι να προκύψει μια άλλη πρόκληση. Το σημαντικό είναι να βρίσκεσαι σε δημιουργική φάση. Παλιά δούλευα με τρελούς ρυθμούς, τώρα όχι, ίσως έχει σχέση με την ηλικία και με τις υποχρεώσεις, ωστόσο πηγαίνω τακτικά στο εργαστήριό μου και μπαίνω στο κλίμα».
Η Βάσω Κυριάκη αρχικά αντλούσε από τη φύση για τη ζωγραφική της, ωστόσο στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 τα τελάρα της παίρνουν πολιτική διάσταση, επηρεασμένη από τα καθοριστικά γεγονότα της εποχής. «Δεν μπορούσες να μείνεις αμέτοχος», τονίζει. «Υπήρχε μεγάλη απογοήτευση και κατάθλιψη ανάμεσα στους καλλιτέχνες καθώς δεν μπορούσαμε να εκφραστούμε ελεύθερα. Τότε αρχίσαμε να μαζευόμαστε και να συζητάμε να κάνουμε κάτι ομαδικό. Ετσι το 1974 προέκυψε το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών, αρχικά με 26 συναδέλφους. Μάλιστα έπρεπε να έχει τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για να λειτουργήσει. Πριν προλάβουμε να μπούμε στον κτίριο γωνία Ζαίμη και Τοσίτσα, έγινε το Κυπριακό. Αμέσως οργανώσαμε μια μεγάλη έκθεση, μαζευτήκαμε πάνω από 100 καλλιτέχνες και πουλάγαμε φτηνά τα έργα μας για να δώσουμε τα χρήματα στους Κυπρίους. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν μεγάλη».
Θυμάται με ενθουσιασμό τις ένδοξες μέρες του ΚΕΤ, μας δείχνει τις φωτογραφίες στους τοίχους με τον Νίκο Μαμαγκάκη, την Κίττυ Αρσένη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιάννη Νεγρεπόντη, όλους σε νεαρή ηλικία. «Εκανα και τον φωτογράφο», λέει χαμογελώντας. «Το ΚΕΤ δεν ήταν μόνο εκθεσιακός χώρος, εκεί γινόταν μουσικές βραδιές, παρουσιάσεις δίσκων και βιβλίων, συζητήσεις για λογοτεχνία, εικαστικά. Δεν κράτησε πολύ όμως, πηγαίναμε χάλια οικονομικά. Ωστόσο βρέθηκαν 38 σολίστ μουσικής, οι οποίοι έδωσαν διήμερο ρεσιτάλ στο Γαλλικό Ινστιτούτο για να μας υποστηρίξουν προκειμένου να μην κλείσουμε».
Με τη διάλυση του ΚΕΤ προκύπτει το 1978, η Ομάδα Τέχνης 4+, όπου η δραστήρια ζωγράφος συνεργάζεται με τους Βαγγέλη Δημητρέα, Μαρία Κοκκίνου, Ασπα Στασινοπούλου (αργότερα συμμετέχουν οι Ρενάτα Μένις και Νίκος Παραλής και περιστασιακά και άλλοι). Ενώ η ομάδα υπερασπίζεται την ατομικότητα ως προς το εικαστικό ιδίωμα του καθενός, ταυτόχρονα αναλαμβάνει συλλογική δράση. Για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα οργανώνεται έκθεση σε πανεπιστημιακό χώρο, συγκεκριμένα στο Πάντειο. Η ίδια δημιουργεί ένα περιβάλλον καλύπτοντας το δάπεδο μιας αίθουσας με μεταχειρισμένες αφίσες, ενώ ο διάδρομος κατέληγε σε μια ελληνική σημαία τοποθετημένη σε μπαρόκ κορνίζα. «Ο διάδρομος είναι για να πατηθεί από τους εκατοντάδες φοιτητές και να καταστραφεί», έγραφε τότε για τον σκοπό αυτής της πρωτότυπης εγκατάστασης.
Οι εκθέσεις τους συνεχίζονται στην Ιατρική Σχολή στου Γουδή, το Λαϊκό Πανεπιστήμιο Υμηττού, το Δημαρχείο Ζωγράφου αλλά και στο Αλατζά Ιμαρέτ στη Θεσσαλονίκη. Αποκτώντας τη δική τους στέγη στην οδό Αγίου Μελετίου οργανώνουν θεωρητικά συνέδρια, εκδηλώσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των νέων καλλιτεχνών και σπουδαστών. Τελικά, η ομάδα εγκατέλειψε το κτίριο όταν ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή έπεσε το ταβάνι, όμως οι δράσεις τους συνεχίστηκαν, έστω και με μικρότερη ένταση, σχεδόν για άλλα 20 χρόνια.
«Κάναμε αυτό που θέλαμε με τον καλύτερο τρόπο και ξεχάσαμε ότι θέλαμε να βγάλουμε λεφτά», λέει η Β. Κυριάκη. «Είχαμε την ορμή της νιότης, δεν μας ένοιαζε τίποτα, δεν κουραζόμασταν. Εγιναν τόσα πολλά, που μας ξεπερνούσαν. Χρόνο δεν είχαμε ούτε και για να τα καταγράψουμε. Αργότερα καταλάβαμε ότι κάτι αφήσαμε και κάπως επιδράσαμε».
Η ίδια πιστεύει πως κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να έχει οικονομικό όφελος από την εργασία του, θεωρεί όμως ότι η τέχνη σήμερα έχει γίνει εμπόρευμα 100%. «Παρ΄όλο που δεν μπορώ να δώσω απάντηση στο πώς εκτιμάται η αξία ενός έργου, βλέπω μια υπερβολή στις τιμές που με σοκάρει», τονίζει. Θεωρεί δε ότι οι καλλιτεχνικές ομάδες στις οποίες συμμετείχε ήταν ανάγκη μιας συγκεκριμένης εποχής, ενώ σήμερα τα κίνητρα και η ιδεολογίες που συνδέουν τις νέες συλλογικότητες είναι εντελώς διαφορετικές.
* ΙNFO: Η έκθεση στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (Βαλαωρίτου 9α, τηλ. 210 3616165) θα διαρκέσει μέχρι 18 Ιανουαρίου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ομάδες: χθες και σήμερα
«Μετά τη δικτατορία υπήρχε ζέση για ομάδες και συλλογικότητες που λειτουργούσαν ως αποσυμπίεση στην καταπίεση της έκφρασης και είχαν ένα όραμα προσφοράς στην κοινωνία. Με το πέρασμα του χρόνου όμως η ρομαντική ιδεολογία υπέστη ρωγμές από την πραγματικότητα. Στήθηκαν οι θεσμοί που έλειπαν και κάποιοι ενσωματώθηκαν σ' αυτούς -για παράδειγμα, απορροφήθηκαν από τη διδασκαλία- ενώ η καθημερινότητα μπήκε σε άλλους ρυθμούς. Τότε ήταν δύσκολη η επικοινωνία της τέχνης, τώρα πλέον προσφέρεται ανοιχτά.
Οι σημερινές ομάδες και συλλογικότητες πρωταρχικό στόχο έχουν την επιβίωση όχι μόνο ως προς το οικονομικό σκέλος. Δεν έχουν τον οραματισμό εκείνης της εποχής, οπότε οι καλλιτέχνες ήθελαν να πάνε ενάντια στο εμπορικό σύστημα. Βεβαίως υπάρχει ιδεολογικό πλαίσιο, ακόμα και πολιτικό, αλλά συνήθως είναι πιο ήπιο. Πλέον όλοι είναι υποψιασμένοι ότι το σύστημα δεν διαλύεται, άρα είναι δίπλα στο σύστημα, δουλεύουν μέσα στον κοινωνικό ιστό προσπαθώντας όχι να διατυπώσουν το πρόβλημα, αλλά να διαλύσουν τους κόμπους του. Η ανατροπή έχει κυρίως να κάνει με τα πράγματα που ο καθένας θέλει να αλλάξει ατομικά».
Χάρις Κανελλοπούλου, επιμελήτρια έκθεσης