Η μάνα κατέθεσε καλύπτοντας με τη μαντίλα το σκαμμένο από τον πόνο πρόσωπό της. Πέρασε μπροστά από τους δύο κατηγορούμενους έχοντας τα μάτια στραμμένα στο πάτωμα… για να μην τους αντικρίσει. Ο πατέρας ξέσπασε σε λυγμούς
Της Κατερίνας Κατή
● Σουχράν Μπίμπι, μητέρα του δολοφονημένου 27χρονου μετανάστη από το Πακιστάν, Σαχζάτ Λουκμάν:
«Σκότωσαν το παιδί μου που πήγαινε για το ψωμί του και λένε και διάφορα ψέματα. Δεν θέλω να τους συγχωρήσω με τίποτα, μου έκοψαν την καρδιά μου. Να τιμωρηθούν όσο πιο σκληρά γίνεται με τον νόμο σας. Το παιδί μου ήταν παρά πολύ καλό, δεν είχε τσακωθεί με κανέναν».
● Καντίν Χουσεΐν, πατέρας του νεαρού άντρα: «Πήγαινε στη δουλειά τρεις η ώρα του πρωί, όταν οι εθνικιστές τον σταμάτησαν και τον μαχαίρωσαν, τον σκότωσαν γιατί ήταν μετανάστης και γι’ αυτό είχαν βγει έξω με τα μαχαίρια…»
Η μία, η μάνα, κατέθεσε στο δικαστήριο καλύπτοντας με τη μαντίλα το μεγαλύτερο μέρος από το σκαμμένο από τον πόνο και τις κακουχίες πρόσωπό της. Πέρασε μπροστά από τους δύο κατηγορούμενους έχοντας τα μάτια στραμμένα στο πάτωμα… για να μην τους αντικρίσει… Ο άλλος, ο πατέρας, ξέσπασε σε λυγμούς όταν η πρόεδρος του δικαστηρίου τον ρώτησε «Πού πήγαινε το παιδί σας όταν έγινε το… περιστατικό;» κι έφερε τα χέρια μπροστά στο σώμα δείχνοντας με μια κίνηση που έκοψε την ανάσα του ακροατηρίου αυτό που αργότερα είπε με λόγια:
«Τι να με συλλυπηθούν τώρα; Εμένα μου έχουν κόψει τα σωθικά», απάντησε, μέσω του διερμηνέα στον συνήγορο του δράστη της δολοφονίας, Διονύση Λιακόπουλου, όταν του εξέφρασε τα θερμά του συλλυπητήρια για την απώλεια του παιδιού του.
Και οι δύο συγκλόνισαν με την αξιοπρεπή, ταπεινή παρουσία τους στο ακροατήριο. Πάμφτωχοι οικογενειάρχες από το Πακιστάν, ήρθαν στη χώρα όπου έμελλε να χάσει τη ζωή του το παιδί τους, για να διεκδικήσουν την τιμωρία των ενόχων για τη δολοφονία του.
Ενος 27χρονου παλικαριού που, όπως είπαν χθες στο δικαστήριο, ταξίδευε έναν ολόκληρο μήνα μέχρι να πατήσει ελληνικό χώμα, ελπίζοντας να βρει μια δουλειά για να ξεπληρώσει τα δάνεια της οικογένειας και να παντρέψει τις αδελφές του.
Στον αντίποδα της κατάθεσης ψυχής των δύο χαροκαμένων γονιών ήταν η μαρτυρία της Χόσκα Ιρις, αλβανικής καταγωγής, που «συστήθηκε» ως αρραβωνιαστικιά του Διονύση Λιακόπουλου και προκάλεσε με τους ισχυρισμούς της την έντονη αντίδραση, με τη μορφή επίπληξης, της προέδρου της έδρας.
Η νεαρή γυναίκα υποστήριξε ότι στα τρία χρόνια της σχέσης της με τον κατηγορούμενο δεν είχε αντιληφθεί να είναι ρατσιστής και ούτε είχε ποτέ δει στο δωμάτιό του τα φυλλάδια της Χρυσής Αυγής, τα στιλέτα και τα κινητά που κατέσχεσε η αστυνομία.
Πρόεδρος: «Τα φυλλάδια της Χρυσής Αυγής σάς παραπέμπουν σε ρατσισμό;»
Μάρτυρας: «Δεν τα είχα δει, εγώ μόνο τα ρούχα του τακτοποιούσα, δεν έψαχνα στα πράγματά του. Νομίζω όμως ότι τα φυλλάδια δεν δείχνουν ρατσισμό».
Συνήγορος πολιτικής αγωγής: «Τι σας είπε για τη δολοφονία;»
Μάρτυρας: «Οτι έγινε φασαρία με τον Πακιστανό, ήταν κακιά στιγμή… Δεν μπήκα στη διαδικασία να ρωτήσω περισσότερα… Δεν ήξερα αν είχε σουγιά… Δεν χρησιμοποιούσε και κάθε μέρα τα στιλέτα για να μου πει “Εχω κι αυτά”».
Πρόεδρος: «Ολα ανεπεξέργαστα τα έχετε. Τίποτε δεν ψάχνατε, τίποτε δεν ρωτήσατε. Πώς το έχετε καταχωρίσει μέσα σας; Τι πιστεύετε εσείς τελικά για το περιστατικό; Γιατί μάλλον τα έχετε όλα λυμένα… Γιατί έγινε;»
Μάρτυρας: «Δεν τον ρώτησα λεπτομέρειες, δεν ήθελα και να ρωτήσω».
Το φυλαχτό του Λουκμάν
Η αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, όπου εκδικάζεται η υπόθεση, ήταν και χθες κατάμεστη. Μέλη αντιφασιστικών οργανώσεων αλλά και πολύς άλλος κόσμος, κυρίως νεολαίοι, παρακολουθούσαν με μεγάλη συγκίνηση την κατάθεση των γονιών του θύματος. Και μπορεί η ατμόσφαιρα να ήταν ηλεκτρισμένη, αλλά μόνο μια στιγμή ακούστηκε από ένα-δυο άτομα η λέξη «δολοφόνοι» την ώρα που οδηγούνταν στο ακροατήριο οι δύο κατηγορούμενοι.
Με ιδιαίτερο σεβασμό αντιμετωπίστηκαν οι γονείς του θύματος και κατά την εξέτασή τους από μέλη του δικαστηρίου.
Πρόεδρος (προς τη μητέρα): «Είχε παράπονα στην Ελλάδα;»
Μάρτυρας: «Στην αρχή δεν είχε δουλειά, αλλά μετά, όταν βρήκε, έλεγε ότι όλα είναι καλά. Τον τελευταίο καιρό μάς έλεγε ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα εδώ. Δέρνουν, χτυπάνε και σκοτώνουν. Φοβόταν πολύ. Του ζήτησα να γυρίσει πίσω, αλλά μου είπε όχι μέχρι να ξεπληρώσει το δάνειο που είχε πάρει. Τον σκότωσαν γιατί ήταν διαφορετικός, μετανάστης».
Εισαγγελέας (προς τον πατέρα): «Θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει αυτός τον καβγά; Είχε προκαλέσει ποτέ φασαρίες;»
Μάρτυρας: «Δεν είχε τσακωθεί ποτέ με κανέναν και στους καβγάδες έμενε ήρεμος και προσπαθούσε να βγάλει άκρη με την ομιλία».
Συνήγορος πολιτικής αγωγής: «Πόσο ήταν το δάνειο που είχε πάρει;»
Μάρτυρας: «Εξίμισι χιλιάδες ευρώ».
Συνήγορος: «Και πόσο είναι το μεροκάματο στο Πακιστάν;»
Μάρτυρας: «Ογδόντα ευρώ τον μήνα για 12 ώρες δουλειά την ημέρα».
Συνήγορος: «Στην Ελλάδα ζήτησαν να σας συναντήσουν ο δήμαρχος της Αθήνας και ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς. Τι ήθελαν να σας πουν;»
Μάρτυρας: «Οτι “ντρεπόμαστε” και “συγγνώμη που σκότωσαν το παιδί σας” και “υπάρχουν μέσα στην κοινωνία μας τέτοια άτομα”».
Συνήγορος: «Οταν τον σκότωσαν, είχε πάνω του πέντε ευρώ, ένα κινητό και ένα σκοινί με κάτι πάνω κρεμασμένο, σαν φυλαχτό. Τι ήταν;»
Πατέρας: «Ηταν για καλή τύχη στη δουλειά».
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Το ρατσιστικό κίνητρο
Νωρίτερα, είχε επικρατήσει ένταση κατά την εξέταση μαρτύρων αστυνομικών από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της οικογένειας του θύματος.
Απαντήσεις αστυνομικών του τύπου «Ηταν ένας συνηθισμένος τσαμπουκάς του δρόμου, θα γινόταν είτε ήταν Ελληνας είτε αλλοδαπός», αλλά και η τακτική τους να δηλώνουν «αναρμόδιοι» σε ερωτήσεις που αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε η «υπηρεσία» για τη διαλεύκανση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το έγκλημα, προκάλεσαν την οργή των συνηγόρων πολιτικής αγωγής.
Κατηγόρησαν την αστυνομία για αμελή χειρισμό, καθώς δέχτηκε ό,τι είπαν οι δράστες, δεν εξέτασε άλλα στοιχεία της δικογραφίας, ούτε διενήργησε έρευνα για την προέλευση του παράνομου οπλισμού που βρέθηκε στο σπίτι του Λιακόπουλου, ενώ δεν προχώρησε σε άρση απορρήτου συνδιαλέξεων.
Από την πλευρά τους, οι συνήγοροι υπεράσπισης αντέτειναν ότι η αστυνομία έκανε καλά τη δουλειά της, τους έστειλε για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ενώ δύο δικαστικά συμβούλια που ασχολήθηκαν δεν βρήκαν ρατσιστικό κίνητρο.
Μάλιστα, ο κατηγορούμενος Χρήστος Στεργιόπουλος κατέθεσε και τον εξής γραπτό ισχυρισμό:
«Από την πρώτη ημέρα επιχειρείται από την Πολιτική Αγωγή να συνδεθεί ο κατηγορούμενος με τη Χρυσή Αυγή, κάτι που κάνουν και τα ΜΜΕ. Κλήθηκα σε απολογία από την ανακρίτρια που ερευνά την υπόθεση της Χ.Α. Μετά το πέρας της απολογίας μου υπήρξε διαφωνία. Τελικά, το δικαστικό συμβούλιο με βούλευμα απεφάνθη κατά πλειοψηφία ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η προσωρινή μου κράτηση, καθ’ όσον από την ενεργηθείσα ανάκριση και το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας δεν προέκυψαν “αρκετές ενδείξεις” περί ενοχής μου για το αδίκημα της συμμετοχής μου σε εγκληματική οργάνωση».
Ακόμη αναφέρει: «Σε κάθε δε περίπτωση, επαναλαμβάνω τη βασική μου θέση ότι δεν είχα και δεν έχω καμία απολύτως σχέση με οποιαδήποτε εγκληματική οργάνωση, ούτε και με το κόμμα της Χρυσής Αυγής».