Οι νέες ομάδες θεωρούν ότι μπορούν μόνες τους να σχηματίσουν ένα κολάζ εντυπώσεων, παραπομπών και στιγμών για να μεταφέρουν στον θεατή, αντί για κάποιο νοηματικό καταστάλαγμα, το ίδιο το βίωμά τους. Συναντάμε πια νέους Ελληνες συγγραφείς σχεδόν μόνο όταν ακούμε μονόλογο στη σκηνή. Οι μεγάλες ομάδες και παραγωγές σπάνια τούς εμπιστεύονται
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Πού βρίσκεται σήμερα το ελληνικό έργο; Πάντως όχι στη θέση που κατείχε ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα και στα πρώτα χρόνια του παρόντος. Τα τελευταία χρόνια το νεανικό και γόνιμο ενδιαφέρον του θεάτρου μας έχει φανερά στραφεί σε εκδηλώσεις της σκηνής, που ολοένα και σπανιότερα ακολουθούν το παλιό καλό τρίγωνο συγγραφέα (σαν αρχή και κατά κάποιον τρόπο ηθικό υπεύθυνο για το νόημα), σκηνοθέτη (μεσάζοντα μεταξύ νοήματος και αποδέκτη, αλλά και εγγυητή ενότητας των μέσων του θεάτρου) και ακροατηρίου – και μάλιστα με το τρίγωνο να διαγράφεται με αυτήν ακριβώς τη φορά.
Για δεκάδες χρόνια η συγγραφή ενός θεατρικού έργου υπονοούσε έναν «κύκλο», ο οποίος συνέδεε το κοινό με τον ποιητή και από τον οποίο μόνο ένα μέρος ήταν ορατό (της παράστασης), ενώ ένα άλλο παρέμενε αόρατο. Σύμφωνα με αυτόν τον κύκλο, η εποχή κι ο κόσμος δημιουργούσαν μια ώση, μια δημιουργική αύρα που μέσω του συγγραφέα μεταποιούνταν σε λόγο και έργο. Και το έργο στη συνέχεια, με τη σειρά του, μέσω της παράστασης ξαναγυρνούσε στο κοινό και στον κόσμο, κλείνοντας τον κύκλο και ολοκληρώνοντας τη διαδικασία.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρούμε ότι τα μεγάλα έργα είναι πέρα από δείκτες μιας εποχής, κιβωτοί της βαθιάς ψυχολογίας των καιρών, κρύσταλλοι του ήθους και της ατμόσφαιρας που τα γέννησαν. Μπορούμε να μη γνωρίζουμε πολλά για τα εξωτερικά στοιχεία που συνόδευαν την αρχαία τραγωδία στον καιρό της, δεν είμαστε σε θέση ούτε καλά καλά να ανασυστήσουμε μια παράσταση την εποχή του Σέξπιρ.
Μέσω όμως των έργων αυτών είμαστε σε θέση ακόμη και σήμερα να διαπιστώσουμε τις γενικές φοβίες και τους συλλογικούς στόχους, το μυθικό και ψυχικό υπόβαθρο, την ψυχοτροπία των ανθρώπων της εποχής.
Είναι επομένως άδικο να κατηγορούμε το έργο του δημιουργού για υποκειμενισμό. Αν ήταν όντως υποκειμενικό δεν θα διαδιδόταν στην εποχή του και πιθανόν να μην το διέσωζε ούτε η δική μας. Φιλολογικά, η διαδικασία της διάσωσης ενός έργου ακολουθεί ίσως δρόμους που ταιριάζουν στην τύχη όσο και στην αξία του. Το θέατρο όμως δεν είναι έτσι. Αν κάτι δεν αξίζει, δύσκολα κατεβαίνει από τα ράφια της βιβλιοθήκης για να ανεβεί στη σκηνή. Δεν είναι ζήτημα τύπων αλλά ουσίας. Πρέπει να έχει ή να διατηρεί αυτό που λέμε θεατρική αξία, δηλαδή έναν λόγο ύπαρξης, κάποιον πυρήνα πράξης και ένα κέντρο ενδιαφέροντος. Αλλιώς για το θέατρο το έργο είναι σαν από πάντα χαμένο.
Η ευθύνη των συγγραφέων
Το σημερινό ελληνικό θέατρο στρέφεται ολοένα και συχνότερα μακριά από το θέατρο του δημιουργού. Και το αντίστροφο. Οι δημιουργοί που θα μπορούσαν να εκφραστούν με το θέατρο, στρέφονται ολοένα και πιο μακριά του. Η απόσταση μεταξύ νέων συγγραφέων και σκηνής μεγαλώνει, όχι γιατί –όπως παλιά- είναι δύσκολη η συνάντηση, αλλά επειδή χάνεται εκατέρωθεν το ενδιαφέρον της επαφής.
Οι νέες ομάδες θεωρούν ότι μπορούν μόνες τους να σχηματίσουν ένα κολάζ εντυπώσεων, παραπομπών και στιγμών –κάτι τέτοιο δεν είναι το επινοημένο θέατρο;- για να μεταφέρουν στον θεατή, αντί για κάποιο νοηματικό καταστάλαγμα, το ίδιο το βίωμα πολλαπλότητας, ασυναρτησίας ή συνειρμικής ακολουθίας. Και οι επίδοξοι συγγραφείς, από την άλλη, χάνονται ολοένα και περισσότερο στη δίνη μιας αρχιτεκτονικής του θεάτρου ολοένα και περισσότερο ναρκισσιστικής, κρυπτικής, συναισθηματικής και μονολογικής.
Δεν είναι τυχαίο πως συναντάμε πια νέους συγγραφείς σχεδόν μόνο όταν ακούμε μονόλογο στη σκηνή. Οι μεγάλες ομάδες και παραγωγές σπάνια εμπιστεύονται νέο συγγραφέα για να ανεβάσουν.
Δεν είναι όμως μόνο που αρκετοί από τους νέους ηθοποιούς στρέφονται στο επινοημένο θέατρο. Είναι και που ανάμεσά τους βρίσκονται και αρκετοί ικανοί για να φτιάξουν ένα τέλος πάντων «καλό θέατρο». Εκεί, νομίζω, είναι που παίζεται το αληθινό παιχνίδι. Αν πρόκειται να αλλάξει το παράδειγμα του ελληνικού θεάτρου, αυτό δεν θα το επιβάλει η πλειοψηφία, αλλά η καπατσοσύνη. Κάποιοι θα μπορέσουν να πείσουν τους άλλους μέσω της δημιουργίας τους για τις δυνατότητες και την αξία του δικού τους παραδείγματος και της δικής τους οπτικής των πραγμάτων.
Προς το παρόν φαίνεται πως πολλοί από τους δημιουργικούς, ταλαντούχους και δραστήριους καλλιτέχνες μας στρέφονται στη σκηνή της ανυπόγραφης συνθήκης. Αν αυτό συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα, η ιστορία θα αρχίσει να γράφεται στο δικό τους στρατόπεδο. Και ο μύθος κάποια στιγμή θα ακολουθήσει.
Σημαίνει αυτό πως ο συγγραφέας είναι πια για το ελληνικό θέατρο μια παλιά ή και τελειωμένη υπόθεση; Είναι μάλλον νωρίς για να συμπεράνουμε κάτι τέτοιο. Και εξάλλου η τέχνη, σε αντίθεση με την επιστήμη, προχωρά με προσδοκίες όσο και με ξαφνιάσματα. Το ζήτημα είναι πως χωρίς τον συγγραφέα ένα ολόκληρο παραδοσιακό σύστημα βρίσκεται εν αμφιβόλω.
Μαζί με τον πρώτο εγγυητή του νοήματος αρχίζει να αμφισβητείται το παλιό σύστημα ανάλυσης και κριτικής αποτίμησης, το οποίο στηρίχθηκε με τη σειρά του στην ασφάλεια του νοήματος με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση.
Κανείς πιθανόν δεν θα κλάψει για την απώλεια. Δεν θα είναι όμως η μόνη. Με τον συγγραφέα χάνεται η αξίωση και δυνατότητα των πολλών να συναντηθούν με τους πολλούς μέσα από τον έναν. Ξεκινήσαμε με το σχήμα του τριγώνου και καταλήγουμε στο σχήμα της κλεψύδρας. Ο συγγραφέας αναλαμβάνει σε αυτήν το κεντρικό σημείο μετάβασης, εκεί που η άμμος από τη μια εποχή πέφτει στη χοάνη μιας άλλης, φιλτραρισμένη μέσα από το κριτήριο, το ένστικτο και τη μοναδική ευφυΐα του ποιητή. Γι' αυτήν την απώλεια αξίζει να ανησυχούμε.