Payne-Alexander

12/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝ

«Το αμερικανικό σινεμά πρέπει να ξαναβρεί το μαύρο χιούμορ και την ανατρεπτική του διάθεση»

Ενας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής μας, ο δικός μας Αλέξανδρος (Πέιν), κάνει και με τη νέα του ταινία, τη «Nebraska», αίσθηση (βραβείο στις Κάνες, τέσσερις υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες).
      Pin It

Ενας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής μας, ο δικός μας Αλέξανδρος με τις ελληνικές ρίζες, κάνει και με τη νέα του ταινία, τη «Nebraska», αίσθηση (βραβείο στις Κάνες, τέσσερις υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες). Λίγο πριν βγει στις ελληνικές αίθουσες, μας μιλά για την πίστη του στην ελευθερία του σκηνοθέτη, στους ηθοποιούς και στις… μικρές ταινίες με λίγα χρήματα

 

Της Ερσης Δάνου

 

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝΓνώρισα τον Αλέξανδρο το 1998 σε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Σινεμά». Είχε τελειώσει την πρώτη του ταινία «Citizen Ruth» (Πολίτης Ρουθ, 1996) και δούλευε στη δεύτερη, «Election» («Σκάνδαλα στα θρανία», 1999) στην Paramount. Το «βάφτισμα» στο Χόλιγουντ, η ενεργητικότητα και αυτοπεποίθησή του ήταν σίγουρα σημάδια της επικείμενης επιτυχίας του. Εμενε στην κορεάτικη γειτονιά του Λος Αντζελες και χαιρόταν ακόμα κάτι σαν φοιτητική ζωή, γεμάτη ελευθερία και προσμονή για τις περιπέτειες του εγγύς μέλλοντος.

 

Κατεβήκαμε στον δρόμο και παίξαμε σαν τα παιδιά γύρω από ένα παγκάκι, ενώ ο φίλος μου ο Γιάννης Σαμαράς, φωτογράφος, απαθανάτιζε τον πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη. Νιώθαμε περήφανοι τότε για τον «δικό μας» με το καμουφλαρισμένο όνομα από τον καιρό που φώναζαν ακόμα τους Ελληνες της Αμερικής «Dirty Greeks». Ηταν απόγονος εκείνης της γενιάς που δούλεψε σκληρά στη νέα χώρα και κατάφερε να υπερβεί την εχθρικότητα και να μορφώσει τα παιδιά της με το πάθος ενός μεγάλου οράματος που σίγουρα ξεπερνούσε τη δική της γνώση.

 

Απόφοιτος κορυφαίων πανεπιστημίων της Δυτικής Ακτής και με διεθνή μόρφωση στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, με λεπτό χιούμορ και ομορφιά οικεία, ελληνική δηλαδή, το ανερχόμενο αστέρι, άξιος να συνεχίσει την ελληνοαμερικανική δυναστεία των «μεγάλων» –του Καζάν και του Κασσαβέτη–, αλλά ίσως και του Κόπολα ή του Σκορσέζε– αυτός ο Αλέξανδρος με τα χαμογελαστά μάτια ήταν από τότε το καμάρι μας. Οχι γιατί ήταν ολόδικός μας αλλά γιατί ακριβώς τον μοιραζόμαστε με τους Αμερικανούς, ένας «βέρος» πολυτάλαντος Ελληνοαμερικανός.

 

Εκείνες οι στιγμές της αναμονής και της υπόσχεσης εκπληρώθηκαν. Οι επόμενες ταινίες του –«Σχετικά με τον Σμιντ» (2003), «Πλαγίως» (2005), «Οι απόγονοι» με τον Τζορτζ Κλούνεϊ (2012)– διακρίθηκαν για το σενάριο (δύο Οσκαρ) και τη σκηνοθεσία τους. Ο Αλέξανδρος απέκτησε τη φήμη του καλού αφηγητή, που επιμένει να εξιστορεί τα καλά και τα ανθρώπινα σε πείσμα όλων των άλλων, που έχουν σαγηνευτεί από τα θαύματα της τεχνολογίας και του χρήματος. Εκτός από μερικά απαλά σημάδια του χρόνου, που τον κάνουν να φαίνεται πιο μεστός, παραμένει ίδιος μέσα κι έξω, διατηρώντας άσβεστο τον έρωτά του για τον κινηματογράφο. Το ίδιο ωριμάζουν και ομορφαίνουν και οι ταινίες του. Η τελευταία του, «Nebraska», είναι μια επιστροφή στην Πολιτεία του, τη δική του «χώρα», όπως τη λέει.

 

Η πορεία της ξεκίνησε από τις Κάνες όπου ο Μπρους Ντερν κέρδισε βραβείο ανδρικής ερμηνείας και συνεχίζει δυνατά. Αύριο Κυριακή θα μάθουμε πόσες από τις τέσσερις Χρυσές Σφαίρες που διεκδικεί θα πάρει. Μακάρι και όλες (καλύτερης κωμωδίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, ανδρικής ερμηνείας).

 

• Εχεις συνεργαστεί με ηθοποιούς σαν τον Τζακ Νίκολσον («Σχετικά με τον Σμιντ») και τον Μπρους Ντερν τώρα στη «Nebraska». Μπορείς να πεις τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τους παλιούς επαγγελματίες;

 

«Στη δεκαετία του ’70 ήμουν έφηβος, οπότε μεγάλωσα βλέποντας τον Τζακ Νίκολσον και τον Μπρους Ντερν – και θα συμπλήρωνα αυτούς με τους οποίους είχα επίσης την τύχη να συνεργαστώ, τον Ρόμπερτ Φόρστερ, τον Μπο Μπρίτζες και τον Στέισι Κιτς. Μ’ αρέσει πολύ να δουλεύω με τους “παλιούς”. Οταν έκανα το “Σχετικά με τον Σμιντ” με ρωτούσαν αν αισθανόμουν αμηχανία με τον Νίκολσον. Αλλά η προκατάληψη που εξέφραζε η ερώτηση ήταν ακριβώς το αντίθετο της αλήθειας. Αυτοί οι τύποι ξέρουν τι θα πει κινηματογράφος. Ξέρουν πώς να δουλεύουν με τον σκηνοθέτη για το καλό της ταινίας. Δεν σκέφτονται τον εαυτό τους μόνο, αλλά ολόκληρη την ταινία και γι' αυτό διευκολύνουν τον σκηνοθέτη».

 

• Η «Nebraska» ασχολείται με τη σχέση διαφορετικών γενεών σε μια οικογένεια, με τη σχέση πατέρα-γιου. Υπάρχουν κάποιες αυτοβιογραφικές σου αναπολήσεις;

 

«Πού είναι ο καναπές και θα σου πω (γέλια)… Στοιχεία του θέματος “γονιός-παιδί” υπάρχουν και στο “Σχετικά με τον Σμιντ”. Και στις δύο αυτές ταινίες το παιδί και ίσως ο σκηνοθέτης της ταινίας –δεν μπορώ να το πω, δεν σκέφτομαι τόσο πολύ– αναρωτιούνται για τον πατέρα τους: Ποιος είναι αυτός που με οδηγεί στο αίνιγμα της ζωής μου; Στην τελευταία μου ταινία ο γιος προσπαθεί να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπρέπεια του πατέρα του και νομίζω ότι μ' αυτό μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε. Οχι γιατί χάνουν πάντα οι γονείς μας την αξιοπρέπειά τους, αλλά γιατί είναι πάντα ωραία μια εκδήλωση οικογενειακής ευσέβειας. Και προς τους ηλικιωμένους φίλους μας είναι πάντα ωραίο να τους βοηθάμε να νιώθουν νέοι, όπως άλλωστε νιώθουν μέσα τους».

 

• Μεγάλωσες στη Νεμπράσκα σε μια πολύ ελληνική οικογένεια. Τι επιρροή στη ζωή σου είχε η τεράστια διαφορά των καταβολών σου από τους γύρω σου;

 

«Κι όμως, οι καταβολές μου και η Νεμπράσκα έχουν ένα κοινό: το χιούμορ. Καθώς μεγαλώνω διαπιστώνω πως οι ταινίες μου είναι δράματα, αλλά και λιγάκι αστείες. Παρατήρησα ότι όταν βρίσκομαι στην Ομαχα συναντώ ανθρώπους που συνέχεια αστειεύονται και περνάνε καλά. Κι όταν είμαι ανάμεσα σε Ελληνες στην Ελλάδα ή στην οικογένειά μου το γέλιο δεν σταματάει. Μιλάνε για χαζομάρες αλλά με σοβαρό ύφος, γελώντας με τα μάτια τους».

 

• Τι σημαίνει η Νεμπράσκα για σένα, για τη δουλειά σου;

 

«Είναι σαν να έχω τη δική μου… Τσεχία για να κάνω ταινίες. Εκεί μπορώ να κάνω τα τσέχικα έργα μου… Μένω ακόμα εκεί τουλάχιστον τον μισό χρόνο».

 

• Πώς ήταν η παιδική σου ηλικία;

 

«Πολύ ωραία…»

 

• Τι παιδί ήσουν;

 

«Πολύ καλό (γέλια)…»

 

• Εκτός από το ότι έχεις χιούμορ, πώς αλλιώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;

 

«Φοβάμαι να απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση, γιατί δεν θα ήθελα να αυτοπροσδιοριστώ θέτοντας όρια. Είμαι 52 χρονών, έχω κάνει 6 ταινίες, λίγες δηλαδή, και πιστεύω ότι μόλις τώρα αρχίζω, ότι αυτές οι 6 ήταν σαν εξάσκηση των φωνητικών μου χορδών. Θέλω, λοιπόν, στο μέλλον να καταφέρω κάτι καλό, πολύ καλό… Ωστόσο ελπίζω ότι κι αυτές οι ταινίες που έχω κάνει καλές είναι. Είναι ωραίο να μιλάς για ένα δραματικό θέμα με διασκεδαστικό τρόπο. Αυτό εξάλλου μ' αρέσει σε άλλες ταινίες, με πολλές εξαιρέσεις, βέβαια».

 

• Η ταινία σου έχει σίγουρα ευρωπαϊκό ύφος και μου φαίνεται περίεργο ότι το στούντιο σού επέτρεψε να την κάνεις μαυρόασπρη και, μάλιστα, χωρίς μεγάλα ονόματα ηθοποιών.

 

«Γενικά, έχω προσπαθήσει να έχω μια ευρωπαϊκού τύπου καριέρα στην Αμερική. Δεν είμαι Ευρωπαίος, είμαι Αμερικανός, έπεσα σαν αλεξιπτωτιστής σ’ αυτήν τη χώρα όταν γεννήθηκα και είμαι περήφανος για την κινηματογραφική ιστορία μας. Και για κάποιο λόγο οι θεοί μού χαμογέλασαν επιτρέποντάς μου σχεδόν απόλυτη δημιουργική ελευθερία… Mε τον όρο, βέβαια, οι ταινίες μου να είναι φτηνές για τα στάνταρ του Χόλιγουντ. Ο προϋπολογισμός της “Nebraska” ήταν 13,5 εκατ. δολ., ποσό που μάλλον αντιστοιχεί μόνο στο κέτερινγκ τού “World War Z”. Ομως, όπως με τη Fox Searchlight στις δύο προηγούμενες ταινίες μου, έτσι τώρα και με την Paramount, είχα ευτυχώς τη δυνατότητα να διαλέξω όποιον ηθοποιό ήθελα. Βέβαια, αν είχα διαλέξει έναν ηθοποιό της μόδας, πιθανώς να είχα πιο πολλά χρήματα στη διάθεσή μου. Αλλά δεν τα χρειαζόμουν πραγματικά. Μετά το σενάριο, το καστ είναι το πιο σημαντικό στοιχείο μιας ταινίας. Ειδικά οι πρωταγωνιστές είναι αυτοί που εκφέρουν το ύφος, τον τόνο, τον ρυθμό, το χιούμορ και το δράμα – κι αυτά είναι όλη η ταινία. Οπότε πρέπει η διαλογή τους να γίνεται σωστά. Είμαι πάντα πρόθυμος να πάρω λιγότερα χρήματα για χάρη ενός σωστού καστ».

 

• Μίλησέ μας λίγο για τον τρόπο δουλειάς σου και για τη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου.

 

«Το σενάριο και το καστ είναι τα δύο πιο σημαντικά στοιχεία. Αν είναι σωστά, ο σκηνοθέτης μπορεί να κάνει λάθη, αλλά η ταινία θα επιβιώσει. Τα πρώτα πέντε σενάριά μου τα έγραψα εγώ, μαζί με τον Τζιμ Τέιλορ. Το σενάριο του “Nebraska” το έγραψε ο Μπομπ Νέλσον, ο οποίος μεγάλωσε στη Νεμπράσκα, όπως εγώ. Εχει επίσης ένα χιούμορ που μ’ άρεσε πολύ… Για να απαντήσω όμως στην ερώτηση, εγώ δεν είμαι σαν τον Γούντι Αλεν, που έχει πάντα πολλές ιδέες στη διάθεσή του. Είμαι πιο αργός. Για μένα μια ιδέα για ταινία είναι σαν να ανακαλύπτω χρυσό – α, αυτό θα μπορούσε να γίνει ταινία! Δεν μου έρχεται συχνά και όταν μου συμβαίνει είμαι ευγνώμων. Σκέφτομαι συνεχώς, ο σκηνοθετικός μου νους καταγράφει στιγμιότυπα, διαβάζω πολύ, οι μισές ταινίες μου είναι διασκευές βιβλίων. Η συγγραφή του σεναρίου είναι, όμως, πάντα δύσκολη, για μένα δεν είναι τόσο συγγραφή όσο μια πρώτη σκηνοθεσία, όπου φαντάζεσαι την ταινία και μετά γράφεις την ανάμνηση της φαντασίας σου».

 

• Ο Μπρους Ντερν μίλησε πολύ κολακευτικά για σένα και τη συνεργασία σας. Είπε πως σου αρέσει να είσαι κοντά στον ηθοποιό, όχι στο μόνιτορ. Η σχέση σου με τους ηθοποιούς σου είναι γενικά καλή;

 

«Ετσι έμαθα. Ετσι έγιναν και οι περισσότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν καταλαβαίνω την αξία τού να κοιτάς το μόνιτορ στο γύρισμα. Ισως επειδή, με συγχωρείς που θα το επαναλάβω, πιστεύω ότι το πρώτο πράγμα είναι η ερμηνεία των ηθοποιών. Τη στιγμή που λέω “action” και στέκομαι ακριβώς δίπλα στον φακό, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχουν η κάμερα, τα φώτα και το συνεργείο με τους ασύρματους. Φαντάζομαι ότι η σκηνή εξελίσσεται απλά μπροστά μου και τότε ρωτάω τον εαυτό μου: πείθομαι; πείθομαι ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα; Τη στιγμή που πιστεύω τη σκηνή, με πείθει και η ταινία… Η βασική δουλειά μου ως σκηνοθέτη είναι να ζυμώνω τη δημιουργικότητα των ηθοποιών και των τεχνικών μέσα σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα. Περνάμε ευχάριστα στο γύρισμα, έτσι ώστε η μετάβαση από τα διαλείμματα στις στιγμές που δουλεύει η κάμερα να μην είναι δύσκολη. Σαν να λέμε, ωραία, ας το δοκιμάσουμε, βάλε μπρος την κάμερα, οκέι, πάμε – κι έτσι αποφεύγουμε λάθη. Κι αν πάλι γίνουν λάθη, ο Θεός μάς έχει δώσει τη λήψη 2 και 3 και 4».

 

• Από μια άποψη η ταινία σου δεν συμβαδίζει με τα στάνταρ του political correct της εποχής μας…

 

«Από ποια άποψη;»

 

• Kάτι ανάμεσα στη συμπάθεια αλλά και την ειρωνεία για τους χαρακτήρες της…

 

«Τι θα λέγαμε τότε για τις ταινίες του Μπίλι Γουάιλντερ ή του Λουίς Μπουνιουέλ;»

 

• Αναφέρεσαι σε μια παλιότερη εποχή.

 

«Τι εννοείς; Υπάρχει κάτι που απαγορεύεται να κάνουμε τώρα; Αν η εποχή μας είναι όντως πολιτικά ορθή, κάτι που αμφισβητώ, τότε χρειαζόμαστε τώρα περισσότερη αμφισβήτηση, ανατροπή και μαύρο χιούμορ από καλλιτέχνες και κινηματογραφιστές! Γι' αυτό αγαπώ το “Τελευταίο Ατού” και τη “Λεωφόρο της Δύσης” του Μπίλι Γουάιλντερ, αλλά και τις ταινίες του Παζολίνι! Οι αμερικανικές ταινίες τώρα είναι μάλλον απαθείς, ενισχύουν το κατεστημένο. Εχουμε ανάγκη να μας ρίχνουν χειροβομβίδες οι κινηματογραφιστές. Η Λίνα Βερτμίλερ κάποτε είπε ότι ένας σκηνοθέτης μπορεί να χάσει πολλά πράγματα μες στον χρόνο, αλλά ποτέ τον θυμό του. Και νομίζω ότι έχει δίκιο. Οι καλλιτέχνες πρέπει κάπως να μας θυμίζουν αυτό που είπε ο Λουίς Μπουνιουέλ, ότι δεν ζούμε στον καλύτερο κόσμο που μπορεί να υπάρξει».

 

• Το Χόλιγουντ όμως έχει πάρει την αντίθετη κατεύθυνση, οι ταινίες γίνονται όλο και πιο εμπορικές.

 

«Γι' αυτό και πρέπει να συνεχίσω να κάνω ταινίες, όπως και άλλοι σκηνοθέτες που καταλαβαίνουν ότι πρέπει να κρατήσουμε ζωντανή την υπέροχη παράδοση του αμερικανικού κινηματογράφου. Ο Σπίλμπεργκ και ο Λούκας είπαν πρόσφατα ότι κάποια “μεγάλα δέντρα άρχισαν να πέφτουν”. Αν είναι αλήθεια ότι κάποια από αυτά τα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ έχουν αρχίσει να αποτυγχάνουν, τότε ίσως μπορούν να φυτρώσουν μερικά “νέα δέντρα” στη θέση τους. Ακόμα πιστεύω ότι το Χόλιγουντ μπορεί να κερδίσει από ταινίες μεσαίου προϋπολογισμού, κωμωδίες και δράματα για ενήλικες. Και δεν χρειάζεται πάντα να χτυπάς φλέβα χρυσού. Αλλιώς, αναρωτιέμαι, πού είναι σήμερα το “Πέρα από την Αφρική” ή οι “Σχέσεις στοργής”; Οταν γύριζα από την Ελλάδα είδα στο αεροπλάνο τον “Κύκλο των χαμένων ποιητών”. Οκέι, είναι λίγο εμπορικό για το γούστο μου αλλά παρ' όλα αυτά είναι μια πολύ καλή ταινία. Ποιες τέτοιες έχουμε να δούμε σήμερα; Και δεν μιλάω για τις οχτώ καλές που προορίζονται για τις Χρυσές Σφαίρες και τα Οσκαρ. Οχι. Μιλάω για τις κοινές ταινίες, που βγαίνουν όλο τον χρόνο. Αυτό έκαναν κάποτε οι Αμερικανοί καλά… Θέλω να βλέπουμε γαλλικές ταινίες για τη Γαλλία, σλοβάκικες για τη Σλοβακία και αμερικανικές για την Αμερική και όχι μόνο αμερικανικές ταινίες-καρτούν διεθνούς κατανάλωσης. Πιστεύω στο εθνικό σινεμά και νομίζω ότι αν οι ΗΠΑ προσπαθούν να το καταστρέψουν στον διεθνή χώρο, το ίδιο κάνουν και εδώ, στην ίδια τους τη χώρα. Οι μικρές ταινίες είναι απαραίτητες».

* Ιnfo: η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 23 Ιανουαρίου.

 

Scroll to top