→Οι ευχές των καλεσμένων σε τηλεοπτική εκπομπή
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς διάφοροι γνωστοί λόγω της φύσης της εργασίας τους, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, ως επί το πλείστον, ήταν καλεσμένοι σε τηλεοπτικό γιορτινό τραπέζι. Μεταξύ οινοποσίας και ψιλής συζήτησης, στρας και σμόκιν, στην αλλαγή του χρόνου, ο τηλεπαρουσιαστής έδινε το μικρόφωνο στον καθένα ξεχωριστά για να ευχηθεί κάτι στους Ελληνες για το 2014. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που ευχήθηκαν «να αντισταθούμε» και, μαζί με την αντίσταση, έμπαινε κοντά και αυτή η πάγια, λαϊκίστικη, κατ’ εμέ, ρήση του Μπουσκάλια και του Κοέλιο «να αγαπήσουμε περισσότερο τους εαυτούς μας».
Και στις δύο περιπτώσεις, οι ευχές μού δημιούργησαν μιαν ανατριχίλα, από αυτές που αισθάνεσαι ότι κάτι κακό συνοδεύει το καλό που εκστομίστηκε.
Και αναρωτήθηκα τι ακριβώς εύχονται στον ελληνικό λαό; Τι είναι αυτό που με έκανε να ανατριχιάσω;
Με τον όρο «αντίσταση», στην ψυχανάλυση ο Φρόιντ όρισε την αρνητική στάση του αναλυόμενου προς τις ανακαλύψεις του ασυνειδήτου του, οι οποίες επέβαλλαν σε αυτόν μια «ψυχολογική ταπείνωση». Στη θεραπεία κάθε φορά που ανακινείται κάτι που δυσκολεύει ασυνείδητα τον θεραπευόμενο, κάθε φορά που έρχεται στην επιφάνεια μια γνώση που τον κάνει ευάλωτο, αδύναμο αλλά και υπεύθυνο για τη συμμετοχή του στις πράξεις και στα φαινόμενα, ο ίδιος ο εαυτός μπλοκάρει –ασυνείδητα– τη θεραπευτική διαδικασία προκειμένου να μην έρθει ποτέ σε επαφή με αυτό που τον δυσκολεύει, άρα και με την πιθανότητα ίασης.
Τι συμβαίνει με μια ολόκληρη κοινωνία και γιατί αυτή η ευχή κρατά με έναν τρόπο ένα μεγάλο μέρος αυτής σε τύφλωση; Με τον όρο «αντιστέκομαι», αποδεχόμαστε ότι κάποιος είναι πιο δυνατός από εμάς, μας έχει επιβάλει μέτρα και όρους δυσβάστακτους, μας κάνει να αισθανόμαστε μικροί, λίγοι, ευάλωτοι. Αντιστέκομαι στη θεραπεία, στα μέτρα, στην κυβέρνηση, στο ΔΝΤ, στην τρόικα. Με αυτόν τον τρόπο αντιστέκομαι ως μια πάγια στάση απέναντι σε όσους μπαίνουν και ρημάζουν τη ζωή μου. Ποιος όμως αφήνει τη ζωή μου να ρημάζεται, αυτό είναι μια άλλης τάξης ερώτημα, που κάτω από την αντίσταση δεν επιβιώνει. Διότι στην αντίσταση οι άνθρωποι μπαίνουν με την πλάτη στον τοίχο, αδυνατώντας να δουν μπροστά τους. Δεν τους έχει βάλει κάποιος άλλος σε αυτήν τη θέση. Την έχουν προ-αποφασίσει. Από την άλλη, πολλοί είναι αυτοί που εάν μελετήσουμε πόντο πόντο τη ζωή τους δεν καταστράφηκαν εξαιτίας της κρίσης. Η κρίση επέτεινε το πρόβλημα. Το οποίο δημιούργησαν ή άφησαν να δημιουργηθεί μόνοι τους. Οσο όμως αντιστεκόμαστε, ούτε αυτό μπορούμε να το δούμε. Δεν μπορούμε να μπούμε σε κατάσταση ευθύνης και αυτό επιτείνει το ότι δεν μπορούμε να βρούμε και καμία λύση, διότι στην αντίσταση υπομένεις, δεν δρας. Καταστρέφεις, δεν δημιουργείς. Καις, δεν φυτεύεις. Χαλάς τη δουλειά του άλλου, δεν κοιτάς τη δική σου δουλειά. Η αντίσταση παραπέμπει στον πόλεμο. Μα, πόλεμο θα σου πουν όλοι αυτοί ότι έχουμε. Ποτέ δεν είδα να ρέει τόσο ουίσκι σε τηλεοπτική εκπομπή, σε εμπόλεμη κατάσταση. Οπως, επίσης, ποτέ δεν είδα να εκφέρεται τόσο απροκάλυπτα η ευχή της αντίστασης, σε εποχές που οι άνθρωποι κρύβονταν για να κάνουν αντίσταση, από υπαρκτό φόβο για τη ζωή τους, όχι από φαντασιώσεις.
Η διαφορά της φαντασίωσης με την πραγματικότητα είναι τα όρια. Στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχουν, στην άλλη είναι αναγκαία. Και για να αγαπήσεις πραγματικά τον εαυτό σου, πρέπει να τον αποδεχτείς. Πρέπει να του έχεις επιτρέψει να σφάλλει, να κάμπτεται, να πονά, αλλά και να του έχεις επιβάλει να αναλαμβάνει ως ενήλικας τις ευθύνες και τις ζημιές. Να μην απαιτεί μόνο, αλλά να προσφέρει. Να μη λειτουργεί ως κακομαθημένο σχολιαρόπαιδο που τέλειωσαν τα λεφτά της μαμάς και τώρα τη σκυλοβρίζει. Να μην κάθεται να τρώει και να πίνει και να εύχεται αναίμακτα, ήρεμα, ειρηνικά, χωρίς κόστος «Καλή Αντίσταση!». Να σκέφτεται πριν μιλήσει, να κοιτιέται στον καθρέφτη, να αναλογίζεται τι «μεγάλο» έργο έχει παράξει για τη χώρα του και μετά να αρθρώνει λόγο. Να δίνει. Κι άλλο, και εάν χρειαστεί κι άλλο. Να θεωρεί τον εαυτό του ικανό να προσφέρει, να ανοίγει δρόμους, να σκάβει σε βάθος, όχι να πετάει πυροτεχνήματα. Και, κυρίως, όχι μόνο να παίρνει: λεφτά, δημοσιότητα, άκοπη ζωή. Από όπου μπορεί, με όποιον τρόπο μπορεί, και στο περιθώριο της μάσας, να φοράει το καπέλο του Τσε, καπηλευόμενος εκείνος για μια ολόκληρη κοινωνία και την αντίσταση και την αγάπη.
* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια