12/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Ο μύθος του «τρίτου» φύλου

Συνήθως διακρίνουμε τα ανθρώπινα όντα σε αρσενικά και θηλυκά. Η διάκριση αυτή στηρίζεται στις πασιφανείς βιολογικές –ανατομικές και φυσιολογικές– διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Εντούτοις, ανέκαθεν υπήρχαν πολλά άτομα που είτε δεν «χωρούσαν» αντικειμενικά είτε δεν «βολεύονταν» υποκειμενικά στις κοινότοπες κατηγοριοποιήσεις: σε ένα.
      Pin It

Συνήθως διακρίνουμε τα ανθρώπινα όντα σε αρσενικά και θηλυκά. Η διάκριση αυτή στηρίζεται στις πασιφανείς βιολογικές –ανατομικές και φυσιολογικές– διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Εντούτοις, ανέκαθεν υπήρχαν πολλά άτομα που είτε δεν «χωρούσαν» αντικειμενικά είτε δεν «βολεύονταν» υποκειμενικά στις κοινότοπες κατηγοριοποιήσεις: σε ένα από τα δύο φύλα είτε, εναλλακτικά, στις έτερο- ή ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές. Γεγονός ιδιαιτέρως ανησυχητικό, όχι μόνο επειδή θέτει σε αμφισβήτηση τις καθιερωμένες κοινωνικές διακρίσεις, αλλά και γιατί πολύ συχνά δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα κοινωνικής ένταξης-αποδοχής σε αυτά τα άτομα, που με περισσή ευκολία στιγματίζουμε ως «μη φυσιολογικά».
Στο σημερινό, αλλά και στο επόμενο άρθρο μας θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε, κατά το δυνατόν, νηφάλια και χωρίς προκαταλήψεις το πώς η σύγχρονη επιστημονική σκέψη επιχειρεί να επανακατανοήσει το περίπλοκο βιοκοινωνικό φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ομοφυλοφιλία: πέρα από τις κοινωνικές και επιστημονικές προκαταλήψεις

 

Οι πιο πρόσφατες επιστημονικές κατακτήσεις όσον αφορά την ανθρώπινη και τη ζωική ομοφυλοφιλία, αφενός μας αποκαλύπτουν γιατί οι αμιγώς γονιδιακές «εξηγήσεις» είναι ανεπαρκείς και αφετέρου φαίνεται να ανοίγουν, για πρώτη φορά στις μέρες μας, μια οδό διαφυγής της ανθρώπινης σκέψης από τον μεσαίωνα της σεξιστικής βαρβαρότητας

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Μόλις γεννιέται ένα παιδί, όλοι ρωτάμε: «Τι είναι; Αγόρι ή κορίτσι;». Αυτό το φαινομενικά αθώο ερώτημα αποκαλύπτει τη βαθύτερη αδυναμία μας ακόμη και να φανταστούμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ανθρώπινο πλάσμα που να μην εντάσσεται απαρέγκλιτα σε μία από τις δύο φυλετικές κατηγορίες, του αρσενικού ή του θηλυκού. Κι όμως, αυτή η απόλυτη βιολογική διάκριση δεν αποδεικνύεται πάντοτε προφανής ούτε είναι εφαρμόσιμη σε όλες τις περιπτώσεις.

 

Πολύ συνοπτικά, υπάρχουν άτομα στα οποία, για διάφορους λόγους, το τυπικό-ορατό βιολογικό τους φύλο δεν συνάδει ούτε με τις ερωτικές τους προτιμήσεις ούτε με την προσωπική τους ταυτότητα. Και αναφερόμαστε στις περιπτώσεις των ομοφυλόφιλων ανδρών ή γυναικών, καθώς και των ερμαφρόδιτων, τρανσεξουαλικών ατόμων, ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης κατάστασης –αλλά και της ζωικής, βλ. ειδικό πλαίσιο– που συνήθως αντιμετωπίζονται ως «ανωμαλίες», «διαστροφές» ή «αποκλίσεις» από το φυσιολογικό.

 

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι ανθρώπινες κοινωνίες, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν ή, συνηθέστερα, να καταστείλουν αυτές τις σεξουαλικές «αποκλίσεις», επιχείρησαν να τις εξηγήσουν ως ατομικές αδυναμίες και, λίγο-πολύ, ως συνειδητές επιλογές. Ανάγοντας έτσι ένα σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα σε δυσβάσταχτο ατομικό «πεπρωμένο».

 

Η γενετική είναι πεπρωμένο;

 

Ομως, ο κυρίαρχος και υποτίθεται αυτόνομος κοινωνικά επιστημονικός λόγος τι έχει να πει για όλα αυτά; Εγκαταλείποντας ή απαξιώνοντας κάθε προσπάθεια γνωστικής ιδιοποίησης ή, τουλάχιστον, κοινωνικά ουδέτερης περιγραφής αυτών των άβολων φαινομένων, η επιστήμη έτεινε μάλλον να αναπαράγει και, μέχρι πολύ πρόσφατα, να νομιμοποιεί τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα ιδεολογήματα σχετικά με τις μη κανονικές, δηλαδή τις «αποκλίνουσες» ερωτικές συμπεριφορές. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις φαίνεται να ανοίγουν τον δρόμο για την έξοδο της ανθρώπινης σκέψης από τον φυλετικό και σεξιστικό μεσαίωνα.

 

Ετσι, για παράδειγμα, από πολλές συγκριτικές γονιδιακές και βιοχημικές αναλύσεις προέκυψε ότι το ανδρικό φύλο διαφοροποιήθηκε σταδιακά από το θηλυκό, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη της φυλετικής, δηλαδή της σεξουαλικής αναπαραγωγής. Σε πλήρη αντίθεση με την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση περί της δημιουργίας της Εύας από το πλευρό του Αδάμ, οι σύγχρονοι εξελικτικοί και μοριακοί βιολόγοι διαπίστωσαν ότι το ανδρικό φύλο υπήρξε κάποτε μια παραλλαγή και μετεξέλιξη του πρωταρχικού θηλυκού φύλου.

 

Ωστόσο, μια αναπόφευκτη και φαινομενικά «αρνητική» συνέπεια της υιοθέτησης, κατά την εξέλιξη των πολυπλοκότερων έμβιων οργανισμών, της φυλετικής αναπαραγωγής είναι και η ύπαρξη των φυλετικών διαταραχών! Μήπως τελικά έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν –και δεν είναι λίγοι– πως οι ομοφυλοφιλικές προδιαθέσεις και συμπεριφορές δεν εξαρτώνται καθόλου από το περιβάλλον ή τις εμπειρίες αλλά καθορίζονται αποκλειστικά από κάποια γονίδια;

 

Αν, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, η διαφοροποίηση ενός εμβρύου σε κορίτσι ή σε αγόρι εξαρτάται κυρίως από την ενεργοποίηση ή όχι, μετά την πέμπτη εβδομάδα της κύησης, ορισμένων γονιδίων που βρίσκονται στα φυλετικά χρωμοσώματα των γυναικών (ΧΧ) και κυρίως των ανδρών (ΧΥ), τότε είναι βέβαιο ότι η ελλιπής ή υπερβολική έκφραση αυτών των γονιδίων θα οδηγήσει σε μη κανονική φυλετική διαφοροποίηση του εγκεφάλου του εμβρύου. Και το παιδί που θα γεννηθεί, ενώ θα φαίνεται πως είναι ένα φυσιολογικότατο αγοράκι ή κοριτσάκι, ωστόσο, θα φέρει κάποιες όχι ακόμη ορατές «ανωμαλίες».

 

Πράγματι, πολλές έρευνες φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι η προγενετική ενδομήτρια «έκθεση σε χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης αυξάνει την πιθανότητα των ανδρών να γίνουν θηλυπρεπείς ή ομοφυλόφιλοι», όπως υποστηρίζει ο Ματ Ρίντλεϊ (Matt Ridley) στο περίφημο βιβλίο του «Η κόκκινη βασίλισσα» (στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδ. Κάτοπτρο). Με άλλα λόγια, η έκθεση του εμβρύου σε ένα ανεπαρκές ορμονικό περιβάλλον προκαλεί κάποιες ιδιαιτερότητες στην οργάνωση των εγκεφαλικών του δομών που αργότερα θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στις μη φυσιολογικές εκδηλώσεις της φυλετικής συμπεριφοράς.

 

Οι συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου αυτών των εμβρύων θα εκδηλωθούν πολύ αργότερα, κατά την εφηβεία, ωθώντας τον ή την έφηβο σε «ανάρμοστες» με το φύλο του/της συμπεριφορές. Κάπως έτσι επιχειρείται να εξηγηθεί σήμερα η προδιάθεση για «θηλυπρεπή» συμπεριφορά κάποιων αγοριών ή, εναλλακτικά, η «ανδροπρεπής» συμπεριφορά κάποιων κοριτσιών, καθώς και η ακαταμάχητη ερωτική έλξη που νιώθουν ορισμένοι –αλλά όχι όλοι!– από αυτούς τους εφήβους για τα άτομα του ίδιου φύλου.

 

Τα «ένοχα» γονίδια και οι «θηλυπρεπείς» εγκέφαλοι

 

Οσο ενδιαφέρουσα ή, ενδεχομένως, ικανοποιητική κι αν φαίνεται αυτή η γονιδιακή και ορμονική βιοϊατρική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας, απέχει ακόμη πολύ από το να είναι μια πλήρης επιστημονική εξήγηση της ομοφυλοφιλίας και των πολυποίκιλων εκδηλώσεών της. Και οι λόγοι γι’ αυτήν την εξηγητική ανεπάρκεια είναι εγγενώς και αυστηρά επιστημονικοί!

 

Κατ’ αρχήν, η διατύπωση αποκλειστικά γονιδιακών εξηγήσεων σκοντάφτει συχνά στην υποβάθμιση ή στη συστηματική υποτίμηση των επιγενετικών και των περιβαλλοντικών παραγόντων. Απεναντίας, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες ρυθμίζουν την έκφραση αυτών των «φυλετικών» γονιδίων, επηρεάζοντας αποφασιστικά το τελικό προϊόν της έκφρασής τους, τόσο κατά την ενδομήτρια όσο και κατά την εφηβική περίοδο της ζωής ενός ατόμου. Υπό αυτή την έννοια, όσο κι αν αναζητήσουμε το «γονίδιο της ομοφυλοφιλίας», δεν θα το βρούμε ποτέ, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει.

 

Ομως, η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει η παραπάνω εξήγηση είναι το ίδιο το αντικείμενο πάνω στο οποίο υποτίθεται ότι ασκούν τη δράση τους αυτά τα γονιδιακά προϊόντα (κυρίως ορμόνες, π.χ. η τεστοστερόνη), δηλαδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Και ο εγκέφαλός μας είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη, εύπλαστη και ανοιχτή βιολογική μηχανή, ικανή να επεξεργάζεται τις πιο κατάλληλες απαντήσεις-συμπεριφορές στα μυριάδες ερεθίσματα που δέχεται κάθε στιγμή.

 

Απ’ όσο γνωρίζουμε σήμερα, ο ρόλος των γονιδίων στη λεπτομερή διαμόρφωση των μικροδομών και των λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν είναι τόσο καθοριστικός όσο πιστεύαμε κάποτε.

 

Αντίθετα, όπως καθημερινά μας αποκαλύπτουν οι σύγχρονες νευροεπιστήμες, η αρχιτεκτονική της εύπλαστης και ευέλικτης εγκεφαλικής μηχανής διαμορφώνεται κυρίως από επιγενετικούς παράγοντες και ανάλογα με τον πλούτο των ερεθισμάτων που δέχεται από το περιβάλλον. Και προφανώς η δομή του εγκεφάλου των ομοφυλοφίλων δεν αποτελεί εξαίρεση! Συνεπώς, οι πρόσφατες προσπάθειες εντοπισμού κάποιων ιδιαίτερων εγκεφαλικών «αλλοιώσεων» ίσως να αποδειχτούν εξίσου ατελέσφορες και ανεπαρκείς με την αναζήτηση των γονιδίων της ομοφυλοφιλίας.

 

Ενα γκέι εξελικτικό παράδοξο

 

Παραμένει, ωστόσο, αναπάντητο ένα ακόμη θεμελιώδες ερώτημα: γιατί άραγε η βιολογική εξέλιξη επέλεξε να συντηρεί και, ενδεχομένως, να ευνοεί την ύπαρξη ομοφυλόφιλων οργανισμών οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν είναι σε θέση να αναπαράγονται;

 

Σε αυτό το δύσκολο ερώτημα δεν υπάρχει, για την ώρα, μια πειστική απάντηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, η πρωτότυπη θεωρία για την προέλευση της ομοφυλοφιλίας που διατύπωσε ο Εντουαρντ Ουίλσον (E. O. Wilson), ο πατέρας της Κοινωνιοβιολογίας, στο σημαντικό βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Λέξημα).

 

Στο κεφάλαιο για το φύλο, αυτός ο μεγάλος και υποτίθεται «αντιδραστικός» ζωολόγος, υποστηρίζει απροσδόκητα, και χωρίς μισόλογα, ότι η ομοφυλοφιλία είναι όχι μόνο ένα απολύτως φυσικό βιολογικό φαινόμενο (είναι άλλωστε αρκετά διαδεδομένο στο ζωικό βασίλειο), αλλά και ιδιαίτερα επωφελές για την επιβίωση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους!

 

Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η ομοφυλοφιλία υπάρχει και συντηρείται από την εξέλιξη μέσω της «επιλογής συγγενών», ενός συμπληρωματικού εξελικτικού μηχανισμού που τον είχε πρώτος προτείνει ο Δαρβίνος, ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας. Πιο συγκεκριμένα, η προδιάθεση για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά διαδόθηκε ιδιαίτερα στις πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών χάρη στα εμφανή πλεονεκτήματα (μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης, υψηλότεροι δείκτες αναπαραγωγής) που προσέφερε η παρουσία των ομοφυλόφιλων στους πιο στενούς συγγενείς τους.

 

Οπως γράφει ο ίδιος: «Πιστεύω πως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες η ομοφυλοφιλία να είναι φυσιολογική από βιολογική άποψη, ότι είναι μια χαρακτηριστική ωφέλιμη συμπεριφορά η οποία εξελίχθηκε ως σημαντικό στοιχείο της αρχικής κοινωνικής οργάνωσης του ανθρώπου. Οι ομοφυλόφιλοι ενδέχεται να είναι οι γενετικοί φορείς μερικών σπάνιων για το ανθρώπινο είδος αλτρουιστικών παρορμήσεων»!

 

Βλέπουμε λοιπόν ότι η ύπαρξη και η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας όχι μόνο δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα για την επιστήμη, αλλά επιπλέον ενδέχεται να δικαιολογείται και από εξελικτικής απόψεως. Τότε γιατί οι σύγχρονες κοινωνίες εξακολουθούν να διαχωρίζουν τους ανθρώπους με καθαρά φυλετικά κριτήρια, τους άνδρες από τις γυναίκες, τους έτερο- από τους ομοφυλόφιλους; Ομως, για την ανορθολογική κοινωνική διαχείριση των σεξουαλικών «παρεκκλίσεων», αλλά και για τον αλλοτριωτικό ρόλο της διάκρισης του «κοινωνικού φύλου» από το «βιολογικό φύλο», θα μιλήσουμε εκτενέστερα στο επόμενο άρθρο μας.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Η διάδοση της ομοφυλοφιλίας στο ζωικό βασίλειο

 

Γιατί τόσα πολλά είδη ζώων υιοθετούν την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι πρώτες καταγεγραμμένες επιστημονικές μελέτες της ομοφυλοφιλίας όχι στους ανθρώπους αλλά στα ζώα ξεκίνησαν πιθανά κατά τα τέλη του 19ου αιώνα με τις παρατηρήσεις του Γάλλου εντομολόγου Henri Gadeau de Kerville, ο οποίος δημοσίευσε ένα διάσημο, εκείνη την εποχή, σχέδιο των ερωτικών περιπτύξεων δύο αρσενικών σκαραβαίων.

 

Κατόπιν, κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, διάφοροι ερευνητές περιέγραψαν λεπτομερώς την ομοφυλοφιλική ερωτική δραστηριότητα πολλών πιθήκων (μπαμπουίνων, μακάκων κ.ά.) αλλά και των πιγκουίνων που ζούσαν έγκλειστοι σε ζωολογικούς κήπους.

 

Εκείνη τη σεξοφοβική εποχή, οι επιστήμονες ήταν πεπεισμένοι ότι αυτές οι ομοφυλοφιλικές παρεκκλίσεις, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, ήταν εντελώς «αφύσικες» και εμφανώς «ανώμαλες» και έτσι επιχείρησαν (ανεπιτυχώς) να «θεραπεύσουν» κάποια από αυτά τα άτυχα ζώα… χειρουργικά: είτε με ευνουχισμό είτε με λοβοτομές. Μια διεστραμμένη «θεραπευτική» πρακτική που αργότερα οι ναζί θα εφαρμόσουν μαζικά και στους ανθρώπους.

 

Πιο πρόσφατα επιτόπιες ζωολογικές μελέτες απέδειξαν ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός ζωικών ειδών (πάνω από 1.500 καταγεγραμμένες περιπτώσεις!) μπορούν να επιδεικνύουν εναλλάξ ετεροφυλοφιλική και ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Διαφορετικά απ’ ό,τι, κατά κανόνα, συμβαίνει στο ανθρώπινο είδος, τα ζώα δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο σαφείς κατηγορίες: είτε ως αποκλειστικά ετεροφυλοφιλικά είτε ως ομοφυλοφιλικά.

 

Η σεξουαλική συμπεριφορά αυτών των ζώων, όπως υποστηρίζει ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ειδικών ηθολόγων, θα ήταν ορθότερο να θεωρείται αμφισεξουαλική! Μήπως τελικά τα ζώα δεν έχουν σεξουαλική ταυτότητα, αλλά απλώς κάνουν σεξ;

 

Για να απαντήσουν σε αυτό το ενοχλητικό ερώτημα οι ερευνητές έπρεπε να μελετήσουν, κατά περίπτωση, το πότε και κυρίως το γιατί ένα ζώο εκδηλώνει αυτή την, κάθε άλλο παρά αφύσικη(!), ομοφυλοφιλική ερωτική συμπεριφορά. Από αυτές τις έρευνες προέκυψε μια εντελώς ανοίκεια και αντιδιαισθητική εικόνα για τη ζωική σεξουαλικότητα: ένα ζώο μπορεί κάλλιστα να υιοθετεί την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά είτε για να καταπραΰνει τις κοινωνικές εντάσεις, είτε για να προστατεύσει τα μικρά του, είτε απλώς για να διατηρήσει σε φόρμα τις σεξουαλικές του ικανότητες, είτε για να κρατήσει ζωντανή την ερωτική επιθυμία σε συνθήκες έλλειψης των κατάλληλων ετερόφυλων ερωτικών συντρόφων!

 

 

 

 

Scroll to top