Της Πέπης Ρηγοπούλου
Το υπόστρωμα. Στη ζωγραφική. Σώματα ξαπλωμένα σε άυλα και όμως εντελώς απτά στρώματα. Κάποτε, χρόνια πριν, μελετώντας τα έργα του Πάουλ Κλέε, πίστευα ότι οι δικές του επεξεργασίες του υποστρώματος πολλών έργων του, για παράδειγμα με γάζα και γύψο, δεν αποτελούσαν μόνον έναν αισθητικό πειραματισμό, αλλά άνοιγαν δρόμους προς το μη ορατό. Δρόμους επικοινωνίας με τους κόσμους του προσωπείου – κυρίαρχου στο έργο του ζωγράφου και συχνά φτιαγμένου από γάζα και γύψο ή σκέτο γύψο σε πολλές ανά τον κόσμο τελετουργίες. Και συνεπώς με τον αόρατο κόσμο του Αδη (α-ίδη=αόρατου για τον Ηράκλειτο) που συνεχώς εισβάλλει απαγωγέας, καταστροφέας και Πλούτων/πλουτοδότης στη ζωή μας. Το υπόστρωμα στον Χρήστο Μποκόρο, στην έκθεσή του που έχει τον τίτλο «Τα στοιχειώδη», μοιάζει εντελώς ορατό και απτό. Ξύλα που έχει ο ίδιος συλλέξει από παλιά γεφύρια, που γίνονται υπόστρωμα και απαλό στρώμα για σώματα όταν φωτίζονται από την αγάπη. Και όμως: Το υλικό αυτό μετέχει μιας διαδικασίας που επιτελούσε και ο βυζαντινός «αιθέρας», η χρυσή επιφάνεια που καταλαμβάνει, πιο σωστά κατακλύζει, τον χώρο γύρω από τις μορφές. Χρυσή επιφάνεια που είναι γέφυρα ή κλίμαξ προσάγουσα εκ της γης προς ουρανόν, διότι εικονίζει την στοιχείωσιν του κόσμου, το γεγονός δηλαδή ότι, άσχετα με το αν το αντιλαμβανόμαστε, είναι όλος, έμψυχος και άψυχος, στοιχειωμένος από ψυχές.
Ο αιθέρας. Αυτό είναι που κάνει τα έργα του Χρήστου Μποκόρου να ξεχωρίζουν. Οι Βυζαντινοί ζωγράφοι έλεγαν έτσι το φόντο στα έργα τους, φτιαγμένο από χρυσές ψηφίδες όταν η βασιλεύουσα ήταν στις δόξες της και οι τεχνίτες μπορούσαν να κάνουν χρήση μιας ακριβής πρώτης ύλης και αργότερα, όταν «του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλη η πτώχεια», με την πολύ ταπεινότερη αλλά μαγική χρυσομπογιά. Ο αιθέρας είναι η άυλη ύλη που θεωρήθηκε πρωταρχική από τον Πρόκλο. Ο αιθέρας είναι αυτό το πιο παχύρρευστο από τον αέρα που κάνει τα πράγματα να λούζονται σε ένα μυστικό φως. Που τα κάνει να μην έχουν τη γλειμμένη επιφάνεια που ξεραίνει, στεγνώνει ο αέρας.
Και ο λόγος; Η ξενάγηση από τον ζωγράφο στο Μουσείο Μπενάκη την Κυριακή που μας πέρασε ήταν μια εμπειρία. Δεν πιστεύω πολύ στον λόγο που εξηγεί τη ζωγραφική, την τέχνη γενικότερα, ακόμη και αν τυπικά αυτό θα έπρεπε να είναι μέρος της δουλειάς μου. Ομως στην περίπτωση αυτή, το κείμενο και ο ζωντανός λόγος του καλλιτέχνη συγκροτούν ακόμη μια διάσταση σε ένα έργο που δεν χρειάζεται τα δεκανίκια των σχολιαστών. Μια διάσταση κατάφασης της ζωής μέσα στην οδύνη, ακόμα και μέσα στην καταισχύνη της. Καθώς γράφω, στον νου μου επιμένουν, απρόσκλητοι, οι στίχοι του Αλεξανδρινού για τα στέμματα με πετράδια «από υαλί χρωματιστό» που φόρεσαν σε δίσεκτες και τότε ώρες της πατρίδας ο κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός και η γυναίκα του. Τίποτε το ταπεινό, μας λέει ο Καβάφης, δεν ενέχει η πράξη αυτή. Αυτές οι πέτρες από υαλί χρωματιστό ήταν τα σύμβολα του τι έπρεπε να έχει το αυτοκρατορικό ζεύγος στους γάμους του. Στη δόξα και στην παρακμή. Ετσι νιώθω και το έργο του Μποκόρου. Στέμμα και στέφανο μέσα στην οδύνη μας. Ακόμα και αν είναι στέφανος εξ ακανθών.