Του Γιώργου Σταματόπουλου
Η πολιτική γυνή Αννα Διαμαντοπούλου έκανε την εξής συγκλονιστική δήλωση: «Οι πολιτικοί είναι αυτοί που τραβάνε τα πράγματα μπροστά και ακολουθούν οι υπόλοιποι». Μεστή νοημάτων δήλωση, καλλιεπής, ως συνήθως, πλήρης μεταφορών και συνυποδηλώσεων πολιτικής πραγματείας. Η εκτός κόμματος κυρία δεν λέει να κάτσει στ’ αυγά της. Και πώς να κάτσει, είναι αλήθεια, όταν τόσα χρόνια η μεγαλοσύνη της τρεφόταν από λαϊκή ετυμηγορία, συμπάθεια, λάμψη εξουσίας, άσκηση εξουσίας και τα συμπαρομαρτούντα; Δεν εννοούν να κατανοήσουν ότι το παιχνίδι χάθηκε για τους συστημικούς «πολιτικούς» που, όμως, έμειναν (τι ατυχία) εκτός συστήματος και πλέον προσπαθούν παντί τρόπω να δηλώσουν ότι επιθυμούν να ξαναβρεθούν εντός. Είναι κι άλλοι που βρίσκονται στην ίδια θέση, εντούτοις άπαντες τούτοι οι ομόμοιροι εξακολουθούν να εκτοξεύουν το δόγμα τής εκ των άνω ενότητας, να διακηρύσσουν την πίστη τους στο αλάθητο του κράτους. Μέσα στη σύγχυση της ματαιοδοξίας τους ή και στη ματαιοδοξία της σύγχυσής τους εξακολουθούν να θεωρούν εαυτούς τούς εκλεκτούς της πολιτικής, τους ηγήτορες που «τραβάνε τα πράγματα μπροστά». Ολοι τούτοι είναι βέβαιοι ότι το κράτος ή έστω το κόμμα εκχωρεί τη γνώση στην κοινωνία, στην Ιστορία (!), στα κινήματα αμφισβήτησης. Χωρίς αυτούς όλους η κοινωνία είναι καταδικασμένη να παραμένει πλέμπα, όχλος, κουρνιαχτός.
Ουδείς εξ αυτών μάς πληροφορεί το πώς γίνεται κανείς πολιτικός, πού σπουδάζει την πολιτική, ποιο είναι το αντίτιμο, αν χάνεται η ανεξαρτησία, η συνείδηση, το συναίσθημα κατά τη διαδικασία των «σπουδών». Ή μήπως είναι χαρισματικοί; Μπας κι είναι εγγενής η «ικανότητά» τους να διοικούν, να αποφασίζουν για άλλους, να χαράσσουν οικονομική και πολιτιστική πολιτική; Βέβαια, με ανθρώπους τέτοιας αντίληψης όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς, τόση η ρηχότητα σκέψης που τους διακρίνει. Θα πει κάποιος, ποιος, τότε, ο λόγος να ασχολείται κανείς μαζί τους; Ελα, ντε. Να, όμως, που δεν βάζουν μέσα γλώσσα, ροδάνι πάει… και όποιον πάρει ο χάρος. Να τους πει λοιπόν το μέτρον (αλλά πού να βρεθεί;) ότι ήρθε η ώρα να μας αφήσουν ήσυχους, αρκετά χρόνια μάς ταλαιπώρησαν. Αυτοί βέβαια νομίζουν ότι προσπάθησαν να μας εκπολιτίσουν, να μας κάνουν ανθρώπους, αλλά εκεί εμείς· ντουβάρια, ξύλα απελέκητα.
Τι να πεις. Να τους πεις πόσο κακό έκαναν στη χώρα και στον πολιτισμό; Να πεις ότι ένας λαός δεν αλλάζει τη γλώσσα του, ώστε να αρχίσει να μιλάει την κοινή αγγλική επειδή έτσι ήθελε η εν λόγω κυρία; Οι «58», λέει η ίδια, δεν είναι πολιτικοί, άρα δεν μπορούν να τραβήξουν τα πράγματα μπροστά, άρα πρέπει να εμφανιστούν στο προσκήνιο άνθρωποι σαν αυτή (!). Πολιτικοί. Θα υποφέρουμε πολύ ακόμη από δαύτους; Μάλλον ναι, εάν δεν πάνε σπίτι τους. Κουράγιο, λοιπόν.