rinokeerosF

17/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανέβασε τον «Ρινόκερο» στο «Θησείο»

«Κάθε ιδεολογία που παγιώνεται οδηγεί στον φασισμό»

Οι άνθρωποι στο έργο του Ιονέσκο, που αν και γραμμένο το 1959 διατηρεί την επικαιρότητά του, δείχνουν μια ολόκληρη κοινωνία να μετα-μορφώνεται σε ρινόκερους. Μόνο ο Μπερανζέ αντιστέκεται στην επιδημία, ένας τύπος που δεν ανήκει στην κατηγορία των winners.
      Pin It

Οι άνθρωποι στο έργο του Ιονέσκο, που αν και γραμμένο το 1959 διατηρεί την επικαιρότητά του, δείχνουν μια ολόκληρη κοινωνία να μετα-μορφώνεται σε ρινόκερους. Μόνο ο Μπερανζέ αντιστέκεται στην επιδημία, ένας τύπος που δεν ανήκει στην κατηγορία των winners. «H έλλειψη ταυτότητας καταλήγει σε κάτι πολύ ανθρώπινο, που δεν ξεριζώνεται», λέει ο σκηνοθέτης

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Ενας ρινόκερος περνά σαν σίφουνας από την πλατεία μιας γαλλικής επαρχιακής πόλης σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και αφήνοντας ενεούς τους συγκεντρωμένους: τον Καφετζή, τον Γηραιό Κύριο, την Μπακάλισσα, τη Σερβιτόρα, τη Νοικοκυρά, τον Ορθολογιστή, την Νταίζη. Μια γκροτέσκα κωμωδία, που σταδιακά εξελίσσεται σε μαύρη αλληγορία για τα έγκατα της ύπαρξής μας, είναι ο «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο που παρουσιάζεται στο θέατρο «Θησείο» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.

 

Στη μικρή πλατεία, αυτός που ταράζεται λιγότερο με το αλλόκοτο θέαμα του ρινόκερου και περισσότερο από την ταυτόχρονη εμφάνιση της ωραίας Νταίζη, είναι ο Μπερανζέ. Θα μείνει έξω από τη μεγάλη συζήτηση που πυροδοτεί το πέρασμα του παχύδερμου -Ηταν ασιατικός ή αφρικανικός ρινόκερος; Είχε ένα ή δύο κέρατα;- η οποία επεκτείνεται στη δύναμη της λογικής, τη θέληση, την καλλιέργεια, την πνευματική εγρήγορση και άλλα εφόδια που οφείλει να έχει ο άνθρωπος.

 

Αλλά πώς να ασκήσει αυτές τις αρετές ο ήρωάς μας, ο δειλός Μπερανζέ; Ενας άνθρωπος που δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί σ’ αυτό που λέμε καθημερινή ζωή. Οταν είναι μόνος του πνίγεται. Αλλά και όταν είναι με άλλους πάλι πνίγεται. Νιώθει «άοπλος» στον… δίκαιο αγώνα στον οποίο επιδίδεται ο φίλος του Ζαν. Για εκείνον η ζωή είναι «ένα αφύσικο πράγμα». Επί χρόνια νιώθει κουρασμένος, αναρωτιέται αν υπάρχει, δυσκολεύεται να σηκώσει το βάρος του κορμιού του. «Δεν ξέρω αν εγώ είμ’ εγώ. Είμαι χάλια αν δεν πιω. Είναι σαν να φοβάμαι κάτι. Και πίνω για να πάψω να φοβάμαι» λέει. Κι όμως, αυτός ο «αθεράπευτος μικροαστός, εγκλωβισμένος στη μετριότητά του» και ευθυνόφοβος, θα αποδειχτεί βράχος αντίστασης στο κύμα ρικοκερίτιδας, την κολλητική επιδημία που έχει πλήξει την πόλη. Κανείς δεν θα περίμενε απ’ αυτόν να υπερασπιστεί τα «πιστεύω» του, να μη συνθηκολογήσει, να διατηρήσει το μυαλό του άθικτο.

 

Το έργο γραμμένο το 1959, κατ’ επίφαση κωμικό, σχολιάζει το πώς όλοι μπορούμε να υποταχτούμε στην παράλογη κυρίαρχη λογική και να μετατραπούμε σε παχύδερμα-ρινόκερους.

 

«Το κείμενο είναι περισσότερο φιλοσοφικό παρά πολιτικό», λέει ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Στην ουσία αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στον φασισμό, στον κάθε λογής ολοκληρωτισμό, κομφορμισμό. Μιλάει για την ανθρώπινη φύση και πώς αυτή μπορεί να χαθεί όταν διαβρώνεται από τις κοινωνικές συμβάσεις. Πώς η πλειοψηφία μπορεί να συστρατευτεί στο όνομα μιας μόδας κι ας είναι ακατανόητη. Οι πακτωμένοι κανόνες, η αγωνιώδης ανάγκη να δηλώσεις την ταυτότητα της ύπαρξής σου, οδηγούν σε φασιστικές συμπεριφορές. Οπως στη “Μεταμόρφωση” του Κάφκα ο ήρωας μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα, εδώ όλοι οι άνθρωποι του έργου μεταμορφώνονται σε ρινόκερους. Πλην ενός. Πρόκειται για έναν θολό τύπο που σίγουρα δεν ανήκει στην κατηγορία των winners. Η προσωπικότητά του δεν καταγράφει ένα στίγμα στο περιβάλλον. Ο Μπερανζέ ψάχνει να βρει την αλήθεια. Θέλει να είναι πολλά ωραία πράγματα, όπως τον συμβουλεύει ο φίλος του Ζαν, αλλά δεν μπορεί. Αυτή η έλλειψη ταυτότητας καταλήγει σε κάτι πολύ ανθρώπινο που δεν ξεριζώνεται. Τελικά ο πεσιμισμός αποδεικνύεται πιο δημιουργικός»…

 

Στην τρίτη πράξη ακούγονται τα ποδοβολητά από κοπάδια ρινόκερων που τρέχουν στους δρόμους. Ολοι έχουν μεταμορφωθεί. Αλλά γίνεται με τη θέλησή τους; Ή είναι φυσικό να αλλάζει κάποτε κάποιος; Είναι θέμα χαρακτήρα ή υποταγής στο ρεύμα της εποχής; Ο Ντιντάρ, ο Μποτάρ, ο κύριος Παπιγιόν, η κυρία Μπεφ και, τέλος, η Νταίζη θα ενσωματωθούν στην αγέλη των παχύδερμων. Ο Μπερανζέ θα μείνει ο μόνος με ανθρώπινη μορφή ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ρινόκερων. Μια ισχνή μειοψηφία. Μήπως είναι αυτός τελικά το ανώμαλο πλάσμα, το τέρας; Αλλά είναι πια αργά, δεν μπορεί να αλλάξει. Να γίνει ρινόκερος. Δεν του απομένει παρά να διεκδικήσει την «ανθρωπιά» του ώς το τέλος. Δεν θα συνθηκολογήσει ποτέ. Και μ’ έναν τρόπο γίνεται «ήρωας» κατά λάθος…

 

«Η τελευταία σκηνή είναι η πιο προσωπική του ήρωα», επισημαίνει ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Ο μετριοπαθής Μπερανζέ καταλήγει υπερόπτης, φασίστας. “Δεν με νοιάζει ο έξω κόσμος”, λέει στην Νταίζη προτείνοντάς της να σώσουν τον κόσμο. Το έχουμε παίξει όλοι αυτό το αυτιστικό δράμα: “Ας καίγεται ο κόσμος, εγώ είμαι ερωτευμένος”. Είναι μια οδυνηρή διαπίστωση. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι προσωπικότητες εγκλωβίζουν, καταπατούν ό,τι και όποιους κινούνται γύρω τους. Αν κάποιος αμφισβητήσει τον ρόλο μου θα αντισταθώ. Τελικά δεν υπάρχουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Οταν κάποιος ισχυρίζεται ότι έχει βρει τη λύση στη ζωή του, το ακούω με σκεπτικισμό. Κάθε ιδεολογία έχει ακαμψίες που εμποδίζουν τη δημοκρατία του λάθους, κι όταν παγιώνεται, δημιουργεί καθηλώσεις που οδηγούν στον φασισμό. Το ζούμε και στην καθημερινότητά μας, στις σπασμωδικές αντιδράσεις μας. Θα θυμώσω αν δεν με καταλαβαίνεις, δεν θα αναζητήσω μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Συχνά κλείνουμε μάτια και αυτιά στον φασισμό του διπλανού, επειδή δεν μας βάλλει άμεσα».

 

Τα κοστούμια στην παράστασή του είναι σύγχρονα με μια ανάμνηση παρελθόντος, όπως σε ένα κόμικς. Κύβοι δημιουργούν τους χώρους δράσης, το καφενείο, το γραφείο, το σπίτι του Ζαν και του Μπερανζέ. Ενώ σ’ έναν τοίχο αποτυπώνονται με φωτογραφίες τα αλλοτινά ανθρώπινα πρόσωπα των ρινόκερων.

 

• Το αναρχικό χιούμορ του Ιονέσκο πόσο επίκαιρο είναι;

 

«Κάποτε ηχούσε παράξενο, αλλά εδώ και καιρό το έχουμε οικειοποιηθεί. Αναγνωρίζουμε τη γλώσσα, τον παραβολικό χαρακτήρα, που επικεντρώνεται κυρίως στο οντολογικό στοιχείο παρά στο επικαιρικό. Πάντα αναφέρεται στο τώρα, αν όχι με τις ίδιες λέξεις, με τις ίδιες έννοιες. Κι αυτό είναι κάπως ανακουφιστικό μέσα στη σκοτεινιά όλων αυτών που έχουν συμβεί στην ανθρωπότητα και θα ξανασυμβούν. Εύκολα μεταπηδάς από το περιβάλλον που θεωρείς ασφαλές σε γκανγκστερικές συμπεριφορές. Προσωπικά, χωρίς να είμαι ποδοσφαιρόφιλος, έπιασα τον εαυτό του να ωρύεται σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Πάντως δεν θέλω να παραδώσω εύκολα τα όπλα σε τέτοιους κινδύνους. Εχω ζήσει μεταμορφώσεις ρινόκερων σε κοντινή μου απόσταση. Βλέπω συμπεριφορές από ανθρώπους που δεν το περίμενα και σοκάρομαι. Αλλά κι εγώ ο ίδιος έχω ξαφνιαστεί με τον εαυτό μου. Οπως κάποτε που όρμησαν να με ληστέψουν. Αντέδρασα έτσι όπως δεν περίμενα. Ο ρινοκερισμός υπάρχει εκεί έξω. Είμαστε δολοφονικά παρτάκηδες. Δεν ξέρω αν θα έφευγα από την Ελλάδα. Είναι κάπως αργά να αρχίζεις πάλι από την αρχή, κάπου αλλού. Δεν ξέρω καν, στην προοπτική μιας δεύτερης επιλογής, αν θα έκανα τα ίδια. Αυτό που ξέρω είναι ότι ειδικά τώρα πρέπει να ξαναβρούμε το σαρδόνιο χιούμορ, την αναρχική πλάκα, τον αυτοσαρκασμό μας. Εχουμε μια τάση γενίκευσης, είτε προς το καλό είτε προς το κακό. Οπως και την αναζήτηση του σωτήρα σ’ όλους τους τομείς».

 

• Ακόμα και στην τέχνη;

 

«Με ενοχλεί ακόμα και η τάση των ηθοποιών να παραδοθούν στον σκηνοθέτη, να περιμένουν δηλαδή να τους κάνει να ξεπεράσουν αδυναμίες, να τους μεταμορφώσει σε πρωταγωνιστές. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να σε θαυμάζει ο ηθοποιός. Ετσι απαλλάσσεται από την προσωπική ευθύνη, άσε που προσωπικά δεν αισθάνομαι ικανός να τελέσω τέτοια θαύματα. Ο σκηνοθέτης θα βοηθήσει, αλλά δεν θα σώσει. Γι’ αυτό λέω ότι ο πεσιμισμός είναι εν τέλει πιο δημιουργικός. Με την έννοια της ψυχραιμίας, της αντίληψης των δυνατοτήτων και της επίγνωσης του δρόμου που έχω να διανύσω».

 

• Ο ρόλος του Μπερανζέ ταιριάζει στη σκηνική ιδιοσυγκρασία του Μανώλη Μαυροματάκη;

 

«Ο Μανώλης διαθέτει υποκριτική ευφυΐα, ευαισθησία κοντινή στον ρόλο, αλλά ταυτόχρονα βασανίζεται γιατί η έκθεση είναι διπλάσια όταν πλησιάζεις κάτι οικείο. Μιλάς με το υλικό που διαθέτεις, με τον εαυτό σου. Ενώ το απομακρυσμένο είναι πιο ασφαλές. Θέλω να πω πόσο ευχάριστα με ξαφνιάζει ο επαγγελματισμός νέων παιδιών, όπως η Ευαγγελία Καρακατσάνη και η Ηρώ Μπέζου. Ανήκουν σε μια σκληραγωγημένη γενιά με εξαιρετικό ήθος, που αναλαμβάνει την ευθύνη της προσπάθειας με τον τρόπο ενηλίκων ανθρώπων».

 

* INFO: Θησείον (Τουρναβίτου 7, Θησείο, τηλ.: 210-3255444) «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο. Μετάφραση–Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος. Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος. Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου. Παίζουν: Θανάσης Δήμου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Μανώλης Μαυροματάκης, Ηρώ Μπέζου, Γιώργος Παπαγεωργίου, Γιώργος Χρυσοστόμου.

 

Scroll to top