19/01/14 ONLINE ΕΚΔΟΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ Πολιτική διαφθορά

H γυναίκα του Καίσαρος πρέπει να εμφανίζεται τίμια

Οσο λαμπρότερο είναι το άπλετο «φως» που λούζει την επίσημη διαδικασία λήψης των αποφάσεων τόσο πιο αδιαπέραστο είναι και το σκότος που καλύπτει τις προθέσεις, τις υπόγειες σχέσεις και τα κίνητρα.
      Pin It

Οσο λαμπρότερο είναι το άπλετο «φως» που λούζει την επίσημη διαδικασία λήψης των αποφάσεων τόσο πιο αδιαπέραστο είναι και το σκότος που καλύπτει τις προθέσεις, τις υπόγειες σχέσεις και τα κίνητρα

 

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 

Εδώ και πολλά χρόνια, ο κόσμος παλεύει με τη «μάστιγα» της πολιτικής διαφθοράς. Ο σκοπός είναι προφανώς ιερός. Ο ΟΗΕ και ο ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Ενωση και η «Διεθνής Διαφάνεια», τα ΜΜΕ, τα απανταχού Πανεπιστήμια και οι οργανώσεις της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών δεν κουράζονται να οργανώνουν ημερίδες, να συντάσσουν υπομνήματα, να αναλίσκουν ενέργεια και να διαθέτουν σημαντικούς πόρους στο όνομα της αρετής.

 

Και όμως, τα κρούσματα φαίνεται να πολλαπλασιάζονται. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στους «κατά παράδοσιν διεφθαρμένους», όπως μας λένε, πολιτικούς πολιτισμούς της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Τουρκίας, της Κορέας ή των αφρικανικών προτεκτοράτων. Σε παγκόσμια κλίμακα, από τον Μπους μέχρι τον Πούτιν, από τον Μπλερ μέχρι τον Σρέντερ και από τον Μπερλουσκόνι μέχρι τον Ραχόι και την Ινφάντα του, λίγοι είναι οι ηγέτες που δεν κατηγορήθηκαν για κάποιου τύπου «ύποπτες» ή «άκομψες» ατασθαλίες, συναλλαγές ή διαπλοκές.

 

Δεν πρόκειται λοιπόν για μια απλή πολιτιστική επιδημία για την οποία είναι δυνατόν να προταθούν συγκεκριμένες λύσεις, αλλά για μιαν ενδημική και παγκοσμιοποιημένη ασθένεια που πλήττει όλα τα επί μέρους κοινωνικοπολιτικά «συστήματα». Ετσι άλλωστε εξηγείται η οικουμενική άνθηση της «διαφθορολογίας». Εκ των πραγμάτων λοιπόν στις εμπορευματοποιημένες κοινωνίες ο περί διαφθοράς λόγος αναδεικνύεται σε ακόμα ένα ευπώλητο, και συχνά προσοδοφόρο, εμπόρευμα.

 

Τα αίτια της παγκόσμιας αυτής μεταλλαγής είναι βέβαια σύνθετα και πολλαπλά. Σε τελική ανάλυση όμως δεν μπορεί παρά να συνδέονται με την οικουμενική χαλάρωση των εσωτερικευμένων κανόνων που διαφοροποιούσαν τις κατά κυριολεξίαν πολιτικές συμπεριφορές από τις ιδιωτικές. Πράγματι, από τη στιγμή που άρχισε να αποδυναμώνεται η συμβολική αυτονομία του δημόσιου τομέα, ο ατομοκεντρισμός δεν προσκρούει πια σε όρια.

 

Μοιραία λοιπόν ίσως, τα εξ υποθέσεως πλέον αφερέγγυα και αναποτελεσματικά κράτη τείνουν να παράγουν αντίστοιχα αφερέγγυους και αναποτελεσματικούς κρατικούς λειτουργούς. Ακόμα και αν παραμένουν ρητορικά εναργείς και ηθικά δεσμευτικές, οι «αξίες» της αρετής, της ανιδιοτέλειας και της αφιλοκέρδειας φαίνεται πια να αιωρούνται στο κενό. Στις ριζικά εξατομικευμένες κοινωνίες μόνη αυτονόητη πρωτογενής αξία είναι η ιδιοτελής προαγωγή των ατομικών συμφερόντων. Ακόμα και αν δεν το παραδέχεται, η φιλελεύθερη κοινή γνώμη έχει αρχίζει να εθίζεται στο νέο αυτό ηθικό «καθεστώς» που αντιστοιχεί στις βαθύτερες ατομικιστικές πεποιθήσεις. Μη ελπίζοντας πια στην αρωγή του κράτους και όντας αποκλειστικά «υπεύθυνα» για τη ζωή τους και το μέλλον τους, τα άτομα αναδεικνύονται σε «λαθρεπιβάτες» μιας Ολότητας που το όνομά της έχει πάψει να έχει νόημα. Και υπό τους όρους αυτούς είναι ίσως εύλογο εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να υπηρετήσουν τα συμφέροντά τους εξ αντικειμένου, είτε να απαλλάσσονται τελείως από τα κατάλοιπα των ηθικών δισταγμών τους είτε να τείνουν να τους καλύπτουν πίσω από ένα πέπλο αμφισημίας.

 

Σαν αυτοσχέδιοι πειρατές, και όπως συμβαίνει με το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, έτσι και οι εκπρόσωποι των πολιτικών τείνουν λοιπόν να κινούνται «δίχως Θεό και δίχως αφέντη» μέσα σε μιαν ανοιχτή «θάλασσα ευκαιριών», εξουσιαστικών, πολιτικών και οικονομικών. Στο βάθος λοιπόν το ερώτημα πώς και γιατί δρα ο καθένας φαίνεται να παραμένει ατομική υπόθεση. Τα κίνητρα και οι συνειδήσεις είναι άλλωστε πάντα πολλαπλά, ανεξιχνίαστα και ρευστά. Και στο υγρό στοιχείο δεν αφήνονται απτά ίχνη…

 

Παρά ταύτα, ο νόμος που επιβάλλει τη δημόσια αρετή και ανιδιοτέλεια εξακολουθεί όχι μόνο να ισχύει αλλά και να διεκδικεί την απαραμείωτη συμβολική του εμβέλεια. Ομως τα πράγματα περιπλέκονται. Από τη στιγμή που υποχωρεί η μέχρι πρόσφατα αυτόματη ηθική αυτολογοκρισία, η ανιδιοτέλεια δεν μπορεί πια να τεκμαίρεται ούτε καν ως κατ’ αρχήν συντρέχουσα. Ακόμα και αν όλοι δεν είναι «ίδιοι», είναι όλοι «ύποπτοι».

 

Και εδώ ακριβώς εισέρχεται η νέα μαγική λέξη που στοχεύει να εξορκίσει το κακό το οποίο ελλοχεύει πλέον παντού. Επειδή ακριβώς τα «πραγματικά» κίνητρα των ανθρώπων είναι αδύνατον να ελεγχθούν σε βάθος, οι δημόσιες αποφάσεις πρέπει στο εξής να λαμβάνονται υπό καθεστώς απόλυτης διαφάνειας. Κανείς δεν είναι σε θέση να αποφανθεί αν η γυναίκα του Καίσαρα είναι πραγματικά έντιμη. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να μπορεί να «φαίνεται» ή να μπορεί να «εμφανίζεται» σαν τέτοια. Ο,τι μοιάζει διαφανές, τεκμαίρεται πως είναι και άμωμο.

 

Ο συλλογισμός είναι όμως ταυτολογικός. Τα άτομα που παίρνουν τις δημόσιες αποφάσεις ελέγχονται μέσα από τη διαφάνεια των τρόπων με τις οποίες αποφασίζουν μόνον αν η διαφάνεια είναι πλήρης. Σε αυτό άλλωστε αποσκοπούν η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, η αυστηρή τήρηση πρακτικών, η δημοσιότητα των διαδικασιών, η θέσπιση δημοπρασιών και μια σειρά από άλλες νομικά κατοχυρωμένες δεσμεύσεις που ισχύουν στον δημόσιο τομέα. Η δημόσια διαφάνεια εμφανίζεται έτσι ως πανάκεια.

 

Στην πραγματικότητα όμως η διαφάνεια είναι μόνο μερική. Και γι’ αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα είναι, ίσως, το αντίθετο του επιδιωκόμενου. Πράγματι, η φετιχοποίηση της διαφάνειας οδηγεί στη συνειδητή ή μη διάκριση ανάμεσα στις διαφανείς και ελεγχόμενες και τις αδιαφανείς και ανεξέλεγκτες συνιστώσες των αποφάσεων. Ετσι, στην πραγματικότητα, όσο λαμπρότερο είναι το άπλετο «φως» που λούζει την επίσημη διαδικασία λήψης των αποφάσεων τόσο πιο αδιαπέραστο είναι και το σκότος που καλύπτει τις προθέσεις, τις υπόγειες σχέσεις και τα κίνητρα. Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν η ιδέα της διαφάνειας οδηγεί στην παγίωση ενός διαρκούς ημίφωτος. Αντί για σαφή περιγράμματα, γεννάει σκιές, ασάφειες και αμφιβολίες.

 

Τα παραπάνω δεν ισχύουν βέβαια μόνο σε ό,τι αφορά τη δημόσια διαφθορά. Ισχύουν πρωτίστως για τον τρόπο λειτουργίας της άρχουσας τάξης στο σύνολό της. Η παρούσα σημασία της «λεύκανσης» του μαύρου χρήματος σε παγκόσμια κλίμακα δεν αποδεικνύει μόνο πως τα όρια ανάμεσα στο νόμιμο και στο παράνομο, στο ηθικό και στο ανήθικο, στο κανονιστικά παραδεκτό και στο απαράδεκτο είναι ολοένα και πιο δυσδιάκριτα. Δείχνει επίσης ότι το ίδιο το σύστημα εκκολάπτει τους μηχανισμούς και τους θεσμούς που υποθάλπουν τους μηχανισμούς και τους θεσμούς που υποθάλπουν την αναγκαία πλέον αυτή «δομική» διάχυση.

 

Τα εξωχώρια καταφύγια, οι φορολογικοί παράδεισοι και η ανωνυμία τού ελευθέρως κινούμενου χρήματος δεν είναι παρά έμπρακτες θεσμικές ανατροπές ενός θεατρικά και μόνον ισχύοντος νόμιμου συναλλακτικού συστήματος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η συνεχής μάχη ανάμεσα στους αφελείς ή κυνικούς κήρυκες ενός αναποτελεσματικού συστήματος κανόνων και στους επιτήδειους επινοητές τρόπων καταστρατήγησής τους απολήγει πάντα υπέρ των δεύτερων. Ολα συμβαίνουν ως εάν η Υβρη συνεπιφέρει Νέμεση μόνο για τους άφρονες και τους ανόητους.

 

Με αυτή την έννοια, όπως ακριβώς συμβαίνει με την «πλυντηριολογία» έτσι και η «διαφανειολογία» είναι βαθύτατα υποκριτική. Οι ζηλωτές της επιχειρούν να συσκοτίσουν το γεγονός ότι οι συστημικές ηθικές ασθένειες είναι αδύνατον να θεραπευτούν δίχως ριζικές επεμβάσεις στο ίδιο το κανονιστικό άρα και το κοινωνικό σύστημα. Ετσι, η δημόσια διαφθορά δεν είναι ποτέ δυνατόν να εκλείψει ή να τεθεί υπό έλεγχο αν εξακολουθεί να πρυτανεύει η άνευ ορίων και όρων ιδιωτική ιδιοτέλεια. Για όσο καιρό λοιπόν οι μηχανισμοί του κοινωνικού ελέγχου περιορίζονται στη δίωξη των (ελάχιστων) αποκαλυπτόμενων εκείνων παραβατών που για λόγους άγνοιας, ανοησίας ή ακόμα και ατυχίας δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν επ’ ωφελεία τους τούς διαθέσιμους μηχανισμούς απόκρυψης ή κατάδυσης των άνομων συναλλαγών τους, η μάχη εναντίον της διαφθοράς θα χάνεται, θα χάνεται και θα χάνεται.

 

Μήπως όμως αυτό είναι και το αιτούμενο; Πράγματι, από μιαν άποψη, η εκτεταμένη διαφθορά συμβάλλει στην αναπαραγωγή του συστήματος. Με τη συστηματική μετάθεση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης στα «σκάνδαλα» η δημόσια συζήτηση απομακρύνεται από άλλα ουσιαστικότερα διακυβεύματα. Ολα συμβαίνουν ως εάν το ίδιο το γεγονός ότι στις μαζικές κοινωνίες του θεάματος η γυναίκα του Καίσαρα σύρεται στην αρένα της σκανδαλολογίας λειαίνει τις αντιστάσεις στον καισαροπαπισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και αν τους λείπει ο στοιχειώδης άρτος, όλο και περισσότεροι πολίτες-θεατές παραμένουν αδρανείς αρκούμενοι πλέον στο να οργίζονται, να αγανακτούν και να εξορκίζουν το κακό. Μέχρι βέβαια να καταρρεύσει το Κολοσσαίο!

 

Scroll to top