Ενώ όλοι νόμιζαν ότι η βραβευμένη δύο φορές με Booker Βρετανή συγγραφέας ολοκληρώνει την περίφημη πια τριλογία της για την εποχή του ΕρρίκουΗ’, ο εκδοτικός οίκος της ανακοίνωσε ότι θα κυκλοφορήσει συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ»
Φαίνεται ότι τα ιστορικά πρόσωπα ταιριάζουν στη Χίλαρι Μαντέλ. Τα δύο βιβλία της για τον Τόμας Κρόμγουελ («Γουλφ Χολ» και «Γεράκια», εκδόσεις Πάπυρος), που της χάρισαν δύο Booker μέσα σε λίγα χρόνια, δεν την εκτόξευσαν απλώς στην κορυφή της βρετανικής λογοτεχνίας και την έκαναν παγκόσμια διασημότητα, της άνοιξαν, φαίνεται, την όρεξη. Κι ενώ όλοι νόμιζαν πως είναι αφοσιωμένη στο τελευταίο βιβλίο της τριλογίας της, «The Mirror and the Light», εκεί όπου τελικά και ο ίδιος ο Κρόμγουελ θα οδηγηθεί στον θάνατο (1540) από τον Ερρίκο Η’, o εκδοτικός της οίκος 4th Estate ανακοίνωσε ότι τον Σεπτέμβριο θα κυκλοφορήσει μια συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «The Assassination of Margaret Thatcher» (Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ).
Η Μαντέλ είναι χρυσάφι για την εκδοτική βιομηχανία. Καταλαβαίνει κανείς την πίεση για ολοένα και καινούργιους τίτλους της. Εστω και διηγήματα, που μέχρι τώρα ελάχιστα την είχαν ως είδος απασχολήσει. Μόνον ένα από τα 13 βιβλία που έχει δημοσιεύσει, κι αυτό παλιά, το 2003, ήταν μια συλλογή διηγημάτων και, μάλιστα, αυτοβιογραφικών («Learning to Talk»).
Η «Δολοφονία της Θάτσερ» θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε Αγγλία, Καναδά και ΗΠΑ. Ο Νίκολας Πίρσον, διευθυντής του 4th Estate, ήταν ολιγόλογος. «Εκεί που τα δύο τελευταία της μυθιστορήματα εξερευνούν τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η σύγχρονη Αγγλία, η «Δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ» θα μας δείξει τι χώρα γίναμε. Τα διηγήματα είναι το οξύ βλέμμα παρατήρησης, που η Χίλαρι Μαντέλ ρίχνει γύρω της».
Ο Πίρσον χαρακτήρισε το βιβλίο «ένα κέρασμα στον αναγνώστη», αλλά δεν διευκρίνισε τη σχέση του με τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Θα αναφέρεται άραγε στη βόμβα που έβαλε τον Οκτώβριο του 1984 ο IRA στο Grand Hotel του Μπράιτον, εκεί όπου γινόταν το συνέδριο των Συντηρητικών, αλλά αντί να σκοτώσουν, όπως ήθελαν, τη Μάγκι, αυτή ξέφυγε στο παραπέντε, κάτι που πέντε μέλη και στελέχη του κόμματός της δεν κατάφεραν; Ο εκδότης της αρκέστηκε να θυμίσει ότι η συγγραφέας «δεν φοβήθηκε ποτέ να μιλήσει καθαρά για τη σημερινή Μεγάλη Βρετανία».
Δεν έχει άδικο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το σκάνδαλο που προκλήθηκε πέρυσι, όταν η Μαντέλ, σε ομιλία της στο Βρετανικό Μουσείο με θέμα την αντιμετώπιση των γυναικών της βασιλικής οικογένειας από τα μίντια, είχε περιγράψει με τολμηρά λόγια την Κέιτ Μίντλετον. Την είχε αποκαλέσει «κούκλα της βιτρίνας, που επιλέχτηκε για τον ρόλο της πριγκίπισσας γιατί ήταν αψεγάδιαστη: τόσο οδυνηρά αδύνατη όσο καθένας μας ονειρεύεται. Χωρίς ιδιομορφίες και παραξενιές. Χωρίς τον κίνδυνο να εμφανιστεί ξαφνικά κάποιο είδος προσωπικότητας». Μέχρι και ο Κάμερον τοποθετήθηκε. Η Χίλαρι Μαντέλ «μπορεί να γράφει σπουδαία βιβλία, αλλά αυτά που είπε για την Κέιτ Μίντλετον ήταν εντελώς άστοχα», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός. Περιττό να πούμε ότι η συγγραφέας δεν πήρε ούτε λέξη πίσω, απλώς συνέστησε να διαβαστεί προσεκτικά η ομιλία της, να μην απομονώνονται φράσεις της και στους ανθρώπους του Τύπου «να πάψουν να συμπεριφέρονται στην Κέιτ όπως κάποτε στην Νταϊάνα».
Για να επιστρέψουμε στο φαινόμενο που λέγεται «Χίλαρι Μαντέλ», ας θυμίσουμε ότι πριν πάρει τα δύο Booker, ήταν απλώς για πολλά χρόνια μια γνωστή, καλή συγγραφέας μέσα στον σωρό. Τώρα στηρίζονται πάνω της εκδοτικές στρατηγικές και παραγκωνίζονται, ίσως, για χάρη της κάποιες άλλες Μαντέλ, που πασχίζουν να σηκώσουν κεφάλι. Σε πρόσφατο ρεπορτάζ της «Γκάρντιαν» για τα νέα εκδοτικά ήθη, που ποντάρουν μόνο στα σίγουρα μπεστ σέλερ και δεν αναζητούν τις νέες συγγραφικές φωνές, ο επικεφαλής του γίγαντα HarperCollins, Τσάρλι Ρεντμέιν, που άλλωστε βρίσκεται πίσω από τον οίκο της Μαντέλ, ήταν κατηγορηματικός: «Η Μαντέλ, όπως και ο Μάικλ Μορπούργκο (σ.σ. συγγραφέας τού «Το άλογο του πολέμου») και η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ υπερέβησαν τα όρια του συγγραφέα και είναι πια από μόνοι τους αναγνωρίσιμες μάρκες. Σε έναν ψηφιακό κόσμο αντιπροσωπεύουν μια τεράστια χρηματική αξία». Εντάξει, η αγγλική λέξη brand, που χρησιμοποίησε, ακούγεται λίγο καλύτερα από τη δική μας «μάρκα».
Επιμ. Β.Γεωργ.