19/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κερκόπορτα στην πραγματικότητα

«Η ζωή ήταν ανυπόφορη κι όμως όλοι την υπέφεραν». (σ. 386).
      Pin It

«Η ζωή ήταν ανυπόφορη κι όμως όλοι την υπέφεραν». (σ. 386)

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του πληθωρικού μυθιστορήματος της Λόρι Μουρ, «Η πόρτα στη σκάλα», αναγράφεται μια σειρά από λέξεις κλειδιά: αμερικάνικη οικογένεια, 11η Σεπτεμβρίου, Αφγανιστάν, χρώμα του δέρματος. Κατά τη γνώμη του γράφοντος όλα αστοχούν σε αντιπαραβολή με τις αφηγηματικές προθέσεις του βιβλίου. [Το ίδιο, βέβαια, είχε πράξει και η αγγλόφωνη έκδοση.]

 

Η αφήγηση έχει ως κεντρική ηρωίδα την Τάσι, μια 19χρονη που αφήνει την οικογενειακή φάρμα, τους rednecks (τυπικός χαρακτηρισμός Αμερικανών αγροτών), συγγενείς και φίλους για το Τρόι –την τοπική «μεγαλούπολη»– και τις σπουδές της. Το χτίσιμο της περσόνας της εμπεριέχει κάθε γνωστό στερεότυπο για τις μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, τη φοιτητική ζωή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, τις συνήθειες των Αμερικανών εφήβων και νέων, τον ρατσισμό των Καυκάσιων, τη διαρκώς «αδικούμενη φύση» των Αφροαμερικανών, όλα πασπαλισμένα με λίγη χρυσόσκονη λαϊφστάιλ. Η Μουρ, ακόμα και τις λίγες στιγμές που το πράττει μηχανικά, δεν πράττει τα πιο πάνω από αδυναμία, αλλά από επιλογή. Σερβίρει στον αναγνώστη τα στερεότυπα τα οποία έχει σκοπό να επιβεβαιώσει, αποδομώντας τα στη συνέχεια. Η αφήγηση ανακατεύει αφόρητα κλισέ με πολύ έξυπνο χιούμορ (η απόδοση του οποίου δεν μπορεί παρά να ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα κατά τη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, το οποίο και αντιμετώπισε θαρραλέα – κάπως όπως ο Μένης Κουμανταρέας είχε αντιμετωπίσει τη γλώσσα του Ουίλιαμ Φόκνερ στο «Καθώς ψυχορραγώ») και, παρά τις παρεκβάσεις σε ιστορίες παράλληλες της κεντρικής αφήγησης (π.χ. η σχέση της Τάσι με κάποιον που αποδεικνύεται μουσουλμάνος και φεύγει άρον άρον από τη «μετά την 11η Σεπτεμβρίου» Αμερική), καταφέρνει να χτίσει ένα στιβαρό σύνολο που οδηγεί τον αναγνώστη εκεί που θέλει. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί η Μουρ να στηλιτεύσει τη μακρά λίστα των κλισέ που χρησιμοποιεί. Αντιθέτως, τα αγκαλιάζει με κατανόηση. Για παράδειγμα, δεν προσπαθεί να κάνει πολιτική κουβέντα για τα (πολύ καλογραμμένα) κομμάτια των πολυφυλετικών συζητήσεων που η λευκή εργοδότρια –και ανάδοχη μητέρα ενός κοριτσιού με μελαψό δέρμα– φιλοξενεί συστηματικά σπίτι της. Εκεί συναγελάζονται Μεξικανοί, Αφροαμερικανοί, πλούσιοι και λιγότερο πλούσιοι. Ετσι βρίσκει η συγγραφέας την ευκαιρία να μας θυμίσει πώς βλέπουν ο ένας τον άλλο, να υπογραμμίσει το αδιέξοδο – τίποτα παραπάνω πάντως. Το ίδιο ισχύει και για τη διαφορά «κοινωνικής τάξης» μεταξύ της οικογένειας της Τάσι και αυτής της εργοδότριας, εκτός ίσως από την απαραίτητη(;) κλισέ πινελιά αισιοδοξίας: ο αγρότης πατέρας της νεαρής είναι ο «αγαπημένος» προμηθευτής του γκουρμέ εστιατορίου της τελευταίας.

 

Η αποδόμηση ξεκινά από την ίδια την ηρωίδα: χαμένη σε ένα πρόγραμμα σπουδών χωρίς προσανατολισμό, χωρίς εμφανή όρεξη για το παραμικρό, χωρίς προσωπική πολιτική στάση –ένα συνονθύλευμα από «χωρίς». [Αν κάτι κλοτσάει πάντως στη ζωντανή, φρέσκια πρωτοπρόσωπη φωνή της νεαρής Τάσι, αυτό είναι τα συχνά λόγια, φιλοσοφικά/λογοτεχνικά σχόλια που κάνει αφηγούμενη εκ των υστέρων τα γεγονότα.] Η αποδόμηση συνεχίζεται με την καλογυαλισμένη οικογένεια – ο σύζυγος καθηγητής Πανεπιστημίου, γοητευτικός· η σύζυγος σεφ, επιτυχημένη και δυναμική, αλλά και γυναίκα που νιώθει την ανάγκη να γίνει μητέρα. Και οι δύο αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να γεμίσουν τα στερεότυπα των ρόλων τους (ή μήπως τελικά ακριβώς αυτό είναι το στερεότυπο;). Ο μεν σύζυγος αποκαλύπτεται ως η κύρια αιτία της οικογενειακής συμφοράς, η δε σύζυγος ως μια ψυχολογικά ασταθής, προσηλωμένη καριερίστα, σκληρή και απρόσιτη. Το μυθιστόρημα φτάνει σε μια ιδιαιτέρως συγκινητική κορύφωση, όχι όταν αποκαλύπτονται τα μύχια οικογενειακά μυστικά, αλλά όταν η παρτίδα της υιοθεσίας κλονίζεται. Εκεί όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μοιάζουν να αποζητούν μια κάθαρση που δεν έρχεται, παραλύουν συναισθηματικά, το σκηνικό καταρρέει. Η Τάσι επιστρέφει στην οικογενειακή φάρμα, οι εργοδότες της εξαφανίζονται από την αφήγηση, οι απαντήσεις μένουν εκκρεμείς.

 

Ομως (παραδόξως) το μυθιστόρημα δεν τελειώνει εκεί. Για την ακρίβεια η Μουρ συνεχίζει για περισσότερες από 100 σελίδες. Μοιάζει να ξεκινά από την αρχή, να κόβει τον λώρο με την έως εκείνο το σημείο αφήγηση, να βυθίζεται στην ακύμαντη «νιρβάνα των μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ», να θέλει να μας μιλήσει για κάτι άλλο που εν τέλει έχει το ίδιο επίκεντρο, να αφήνει την ιστορία να εξελιχθεί χωρίς να την ελέγχει, ακριβώς όπως συμβαίνει και στην ηρωίδα της. Σε μία πρόταση: το βιβλίο ανοίγει την κερκόπορτα του θεματικού πάρκου της πολυπλοκότητας των καθημερινών συσχετισμών της δυτικής κοινωνίας κι αφήνει τον αναγνώστη να περιπλανηθεί –καμιά φορά στα τυφλά– εκεί όπου το καθετί είναι εύθραυστο.

 

Scroll to top