19/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Ομοερωτικές σχέσεις και αντισυμβατικές οικογένειες

Αν είχαμε μεγαλώσει σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, αν από μικροί δεν είχαμε αφομοιώσει μια σεξιστική και ομοφοβική παιδεία αλλά είχαμε μάθει να αποδεχόμαστε ως ισότιμη την ομοερωτική συμπεριφορά, τότε τι είδους σεξουαλικό προσανατολισμό θα εκδηλώναμε ως ενήλικες; .
      Pin It

Αν είχαμε μεγαλώσει σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, αν από μικροί δεν είχαμε αφομοιώσει μια σεξιστική και ομοφοβική παιδεία αλλά είχαμε μάθει να αποδεχόμαστε ως ισότιμη την ομοερωτική συμπεριφορά, τότε τι είδους σεξουαλικό προσανατολισμό θα εκδηλώναμε ως ενήλικες;

 

Η αποκλειστικά ετεροφυλοφιλική και η ενδεχόμενη ομοφυλοφιλική συμπεριφορά μας είναι γενετικά προκαθορισμένη ή, αντίθετα, επηρεάζεται και τελικά διαμορφώνεται από το περιβάλλον; Σε αυτά τα ερωτήματα, τα τόσο αποφασιστικά για τη ζωή και τη σκέψη όλων μας, δεν διαθέτουμε ακόμη οριστικές επιστημονικές απαντήσεις.
Ωστόσο, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, υπάρχουν ήδη πολλές και σαφείς ενδείξεις ότι η σεξουαλική συμπεριφορά των πιο εξελιγμένων κοινωνικών ζώων -άρα και των ανθρώπων- δεν καθορίζεται αποκλειστικά ούτε από τα γονίδια ούτε από το περιβάλλον: είναι πάντα ένα αμάλγαμα που συνδιαμορφώνεται τόσο από ενδογενείς-βιολογικούς όσο και από εξωγενείς-περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ας σημειωθεί ότι μιλάμε για σεξουαλικές «συμπεριφορές» και όχι για τα τυπικά φυλετικά «χαρακτηριστικά» (π.χ. βιολογικά, ανατομικά), που είναι πανομοιότυπα σε ετεροφυλόφιλους-ες και ομοφυλόφιλους-ες. Μια διόλου τυχαία επισήμανση, αφού σήμερα θα εξετάσουμε τις συνέπειες της διάκρισης του «κοινωνικού» από το «βιολογικό» φύλο στην κατανόηση της ομοφυλοφιλίας.

 

Ομοφυλοφιλία ΙΙ: από την αποδόμηση της έμφυλης ταυτότητας στις οικογένειες «ουράνιο τόξο»

 

Η ομοερωτική προδιάθεση ή η εκδήλωση της ομοφυλοφιλίας στους ανθρώπους σπανίως είναι μια απαρέγκλιτη μονοφυλετική συμπεριφορά, χωρίς διαβαθμίσεις και αποχρώσεις. Οι πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε, αλλά σχεδόν ποτέ δεν παραδεχόμαστε δημόσια: η ομοφυλο­φιλία δεν είναι «παθολογική» συμπεριφορά, αλλά μια φυσική εκδήλωση της ανθρώπινης βιοποικιλότητας

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Γιατί στις, υποτίθεται, «φιλελεύθερες», «ανεκτικές» και «ορθολογικές» κοινωνίες μας είναι τόσο δύσκολο να μιλήσει, ή ακόμη και να σκεφτεί, κάποιος αντικειμενικά περί ομοφυλοφιλίας; Πόσω μάλλον να την αποδεχτεί όταν αναγνωρίσει την ύπαρξή της στον ίδιο ή σε κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο; Η απάντηση είναι γνωστή: Οι κοινωνικές, ηθικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις αιώνων την έχουν καταστήσει όχι μόνο μια καταδικαστέα σεξουαλική δυνατότητα αλλά και ένα απαγορευμένο και αδιαφανές γνωστικό αντικείμενο.

 

Παλαιότερα, για να περιγράψουν όσους ή όσες ενέδιδαν σε «παρά φύσιν λαγνεία» χρησιμοποιούσαν μόνο απαξιωτικούς όρους: κίναιδος, παθικός, θηλυπρεπής, σοδομιστής για τους άνδρες, λεσβία ή τριβάδα για τις γυναίκες. Για να αναφέρουμε τους πιο ευπρεπείς, διότι υπάρχουν και άλλοι πολύ πιο χυδαίοι.

 

Ο όρος «ομοφυλόφιλος» εισάγεται για πρώτη φορά το 1869 από τον Γερμανο-ούγγρο συγγραφέα Κάρολι Κερτμπένι (K. Kertbeny) σε μια καταγγελτική επιστολή που δημοσίευσε ενάντια στην εισαγωγή ενός νόμου που προέβλεπε την αυστηρή τιμωρία όσων ανδρών συλλαμβάνονταν να έχουν ερωτικές σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου. Αυτός ο λεκτικός καλλωπισμός όμως δεν συνέβαλε καθόλου στην αναθεώρηση της εχθρικής στάσης που εκδήλωναν τόσο οι απλοί άνθρωποι όσο, δυστυχώς, και η επιστημονική κοινότητα απέναντι στους ομοφυλόφιλους.

 

Οταν οι προκαταλήψεις περί ομοφυλοφιλίας καλά κρατούν

 

Πράγματι, μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι ομοφοβικές προκαταλήψεις εκλαμβάνονταν ως αυταπόδεικτες αλήθειες και, όντας αναμφισβήτητες, επηρέαζαν ακόμη και ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς, όπως η ψυχιατρική. Στην έκδοση του 1968 του αμερικανικού «Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Νοητικών Διαταραχών» (DSM II), του καθολικά αποδεκτού εγχειριδίου από τους ψυχιάτρους όλου του κόσμου, η ομοφυλοφιλία περιγράφεται ως παθολογική συμπεριφορά που εντάσσεται στις «σεξουαλικές αποκλίσεις».

 

Εκείνη την εποχή, οι ειδικοί τηρούσαν μια ένοχη σιωπή, και μόνο οι γκέι υποστήριζαν ότι η σεξουαλική ζωή τους δεν ήταν καθόλου «διεστραμμένη» ή «παθολογική». Πάντως, αποφασιστική καμπή για την αλλαγή στάσης της ιατρικής επιστήμης θεωρείται το 1973: όταν η Εθνική Επιτροπή της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας πείσθηκε επιτέλους ότι είχε έρθει η στιγμή να απαλλάξει την ομοφυλοφιλία από τις έως τότε παθολογικές και, εν πολλοίς, σκοταδιστικές κοινωνικές συνδηλώσεις της. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την επιστημονική μεταστροφή έπαιξε ο Ρόμπερτ Σπίτζερ (R. Spitzer), επιφανής ψυχίατρος που με το ερευνητικό του έργο κατέρριψε μερικές ιδιαίτερα επίμονες ομοφοβικές προκαταλήψεις. Εκτοτε, κανένα επίσημο ιατρικό εγχειρίδιο (π.χ. το DSM) δεν περιγράφει την ομοφυλοφιλία ως «παθολογική» ή ως «αποκλίνουσα» συμπεριφορά.

 

Μια επιστημονική εξέλιξη που ήταν πλέον ιστορικά επιβεβλημένη, χάρη όχι τόσο στα πραγματικά νέα ερευνητικά δεδομένα όσο κυρίως στις οργανωμένες και ιδιαίτερα δυναμικές αντιδράσεων των ομοφυλοφίλων. Κάτι που, εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το 37% των Αμερικανών ψυχιάτρων τάχθηκαν κατά της συγκεκριμένης απόφασης της Ψυχιατρικής Εταιρείας, κατηγορώντας την ότι «θυσίασε τις επιστημονικές αρχές» στις κοινωνικοπολιτικές πιέσεις.

 

Παρ’ όλα αυτά, είχε πλέον ανοίξει ο δρόμος για μια επιστημονικά απροκατάληπτη διερεύνηση τόσο των πραγματικών ομοερωτικών σχέσεων όσο και των ποικίλων ετερο- ή και αμφιφυλοφιλικών εμπειριών που τα ίδια άτομα ενδέχεται να έχουν βιώσει στη ζωή τους. Και η πρώτη αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας ήταν να επινοήσει κάποιες «επιδιορθωτικές» θεραπευτικές πρακτικές που έθεταν άμεσο στόχο τους να απαλλάξουν τους ομοφυλόφιλους από το άγχος και τις ενοχές που τους δημιουργούσε η «ιδιαίτερη» κατάστασή τους. Ομως ο απώτερος στόχος τους ήταν η οριστική «θεραπεία» αυτών των «ασθενών»: με άλλα λόγια, να εξαλείψουν το ομοφυλοφιλικό «πρόβλημά» τους!

 

Είναι λοιπόν σαφές ότι τέτοιες πρακτικές «φυλετικού αναπροσανατολισμού» επαναφέρουν, από την πίσω πόρτα, τις γνωστές προκαταλήψεις περί της ομοφυλοφιλίας ως «δυσλειτουργίας» ή ως ψυχοσωματικής «ασθένειας». Και, το χειρότερο, όπως έδειξαν οι εκτενείς μελέτες των Αριελ Σίντλο (Ariel Shidlo) και Μίκαελ Σρέντερ (Michael Schroeder) το 2002, οι περισσότερες από αυτές τις «θεραπείες» αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές!

 

Μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου

 

Μια άλλη, ιδιαίτερα αποκαλυπτική έρευνα εστίασε στο αν, και σε ποιο βαθμό, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να τροποποιούν τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους από ομο- σε ετεροφυλόφιλες. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Ρόμπερτ Σπίτζερ και τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν το 2003. Ο Σπίτζερ πήρε συνεντεύξεις από 200 άνδρες και γυναίκες που θεωρούσαν ότι για ένα διάστημα υπήρξαν ομοφυλόφιλοι, αλλά πλέον (τουλάχιστον, τα τελευταία πέντε χρόνια) ζούσαν αποκλειστικά ως ετεροφυλόφιλοι.

 

Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν υποβληθεί σε κάποια θεραπεία «φυλετικού αναπροσανατολισμού». Στόχος της έρευνας δεν ήταν τόσο να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα αυτών των θεραπειών, αλλά μάλλον να επιβεβαιώσει αν οι ομοφυλόφιλοι/-ες είναι σε θέση να τροποποιούν τις σεξουαλικές προδιαθέσεις τους ως προς το φύλο.

 

Προς μεγάλη του έκπληξη, όπως παραδέχτηκε ο Σπίτζερ, διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία όσων συμμετείχαν όχι μόνο είχαν ζήσει ως ετεροφυλόφιλοι για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα (πάνω από 10 χρόνια), αλλά επίσης, όπως δήλωναν, «είχαν βιώσει βαθύτατες αλλαγές ως προς την ερωτική έλξη, τις φαντασιώσεις και την επιθυμία για το άλλο φύλο», και αυτές οι αλλαγές αφορούσαν και τα δύο φύλα!

 

Παραμένει, ωστόσο, γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν τα καταφέρνουν όλοι οι ομοφυλόφιλοι που το επιθυμούν να αλλάξουν και να γίνουν ετεροφυλόφιλοι. Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε αυτό το αίνιγμα; Γιατί κάποιοι τα καταφέρνουν και άλλοι όχι;

 

Ουσιαστικά πρόκειται για το γνωστό ερώτημα: Η φυλετική μας προδιάθεση και συμπεριφορά καθορίζεται (και σε ποιο βαθμό;) από τα γονίδιά μας; Και αν ναι, δημιουργούν πάντα ένα σαφές και αντιθετικό δίπολο: είτε μόνο άνδρας είτε μόνο «γυναίκα», είτε «ετερο-» είτε «ομο-»; Αρκετές μελέτες γενετικής ανάλυσης σε πραγματικούς μονοωογενείς διδύμους και σε απλούς διδύμους υποδεικνύουν κάποια συμμετοχή των γονιδίων στον καθορισμό της φυλετικής ταυτότητας. Τουλάχιστον για τους άνδρες, όσο περισσότερα γονίδια μοιράζονται με έναν ομοφυλόφιλο στενό συγγενή τους τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να γίνουν και αυτοί ομοφυλόφιλοι. Οταν όμως δεν έχουμε να κάνουμε με πραγματικούς διδύμους, δηλαδή για την πλειονότητα των περιπτώσεων, τότε τα πράγματα περιπλέκονται και η συμβολή των γονιδίων μειώνεται δραστικά!

 

Για ευνόητους και προφανείς λόγους επιβίωσης η εξέλιξη πριμοδοτεί και ενισχύει τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή του είδους. Ομως, ένα ποσοστό ανθρώπων, 3% -7% του πληθυσμού, έλκονται αποκλειστικά από άτομα του ίδιου φύλου. Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχουν δύο πόλοι: ένας αμετανόητα ετερο- και ένας ομοφυλοφιλικός. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει ένα συνεχές φυλετικών διαβαθμίσεων: ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού δεν εντάσσεται σε κανέναν από τους δύο πόλους, αλλά κινείται κάπου ανάμεσα.

 

Αν ο συνδυασμός των γονιδίων βρίσκεται κοντά στον πόλο «ετερο-», τότε τα άτομα (άνδρες και γυναίκες) είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα εκδηλώσουν ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές. Αν, αντίθετα, ο γονιδιακός συνδυασμός των ατόμων βρίσκεται κοντά στον πόλο «ομο-», είναι βέβαιο ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν ευτυχείς ετεροφυλόφιλοι. Τι γίνεται όμως με τα πολυάριθμα άτομα που βρίσκονται κάπου ανάμεσα; Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο παράγων περιβάλλον είναι αποφασιστικός, και όταν επεμβαίνει ήδη από την πιο τρυφερή ηλικία των ατόμων αυτών ρυθμίζει το φυλετικό τους μέλλον, χωρίς όμως ποτέ να το προδιαγράφει!

 

Συνεπώς, η συνήθης αντιδιαστολή του εύπλαστου κοινωνικού φύλου (gender) με το δήθεν παγιωμένο βιολογικό φύλο (sex) πρέπει πλέον να θεωρείται επιστημονικά αυθαίρετη και ξεπερασμένη. Εξάλλου, είναι και πολιτικά ύποπτη, αφού επανεισάγει (για προπαγανδιστικούς λόγους) τις παραδοσιακές διπολικές αντιθέσεις: άνδρας-γυναίκα, ετερο-ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα, δημόσιο-ιδιωτικό. Επιπλέον, η διάκριση αυτή, ενώ θα ήθελε να αποδομήσει τις επιβεβλημένες έμφυλες ταυτότητες και συμπεριφορές, τελικά καταλήγει να εξισώνει το «βιολογικό» φύλο με το «κοινωνικό», καθιστώντας το εξίσου παθητικό, εύπλαστο και απολύτως χειραγωγήσιμο από την κάθε βιοεξουσία.

 

Οι νέες οικογένειες «ουράνιο τόξο»

 

Μα, εσύ πόσες μαμάδες έχεις; Ή, εναλλακτικά, πόσους μπαμπάδες; Τέτοια ερωτήματα ακούγονται όλο και πιο συχνά στα σχολεία ή στα παιδικά πάρκα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Τα υποβάλλουν συνήθως παιδιά «φυσιολογικών» οικογενειών στα παιδιά των ασυνήθιστων -και άρα «προβληματικών»- οικογενειών γκέι, στις οποίες και οι δύο γονείς ανήκουν στο ίδιο φύλο.

 

Πρόκειται για ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο, που, αν και αδιανόητο μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αποτελεί σήμερα την εκδήλωση της συστηματικής αποδόμησης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, των παγιωμένων «έμφυλων ταυτοτήτων» και των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων.

 

Αν πριν από τέσσερις δεκαετίες αποτελούσε σκάνδαλο το να ζουν μαζί και να εμφανίζονται δημοσίως ζεύγη ομοφυλοφίλων, σήμερα θεωρείται όχι απλώς κοινωνικά αποδεκτό αλλά και απολύτως νόμιμο, χάρη στην καθιέρωση, στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, των συμφώνων συμβίωσης αλλά και των γάμων μεταξύ ομοφύλων. Αυτή η σχετικά πρόσφατη νομιμοποίηση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων γέννησε αναπόφευκτα και την ανάγκη να αναγνωριστεί το δικαίωμά τους να γίνουν γονείς ενός ή περισσότερων παιδιών.

 

Μια τέτοια ριζική ανατροπή των καθιερωμένων οικογενειακών σχέσεων και ρόλων τρομάζει ακόμη και όσους, μέχρι χθες, υποστήριζαν με θέρμη τα δικαιώματα νόμιμης συμβίωσης των γκέι ζευγαριών.

 

Στην πράξη, τέτοιες οικογένειες-ουράνιο τόξο υπάρχουν πάρα πολλές σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ, στον Καναδά και σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. Το 2008, μάλιστα, το ανώτερο δικαστικό σώμα για τα δικαιώματα του ανθρώπου στις χώρες της Ε.Ε. αποφάσισε ότι όλα τα νόμιμα ζεύγη ομοφυλοφίλων έχουν δικαίωμα να υιοθετούν ένα παιδί.

 

Οπου λοιπόν επιτρέπεται, σχηματίζονται αμέσως πολυάριθμες οικογένειες με γονείς που ανήκουν αμφότεροι στο ίδιο φύλο, ενώ από στατιστική άποψη οι οικογένειες λεσβιών είναι διπλάσιες από τις οικογένειες όπου και οι δύο γονείς είναι άνδρες. Προφανώς επειδή για τις γυναίκες είναι λιγότερο περίπλοκο να αποκτήσουν παιδιά.

 

Οι κοινωνικές αντιστάσεις και η δυσπιστία απέναντι σε αυτήν την προοπτική εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα έντονες. Πολλοί είναι αυτοί που αμφιβάλλουν για το αν δύο ομοφυλόφιλοι γονείς είναι σε θέση να μεγαλώσουν «σωστά» ένα παιδί. Αλλοι πιστεύουν ότι αυτά τα παιδιά δεν θα είναι ψυχικά υγιή και θα γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι. Σε αυτές τις αντιρρήσεις οι περισσότεροι ειδικοί απαντούν ότι συνήθως αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν καλά και με πολλή αγάπη.

 

Οσο για την «απειλή» πως θα γίνουν και αυτά ομοφυλόφιλοι, μας υπενθυμίζουν πονηρά ότι οι ομοφυλόφιλοι, άνδρες και γυναίκες, στην πλειονότητά τους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε οικογένειες ετεροφυλόφιλων.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Ανδρας ή γυναίκα; Εξαρτάται!

 

Το φύλο ενός ατόμου, δηλαδή η περισσότερο ή λιγότερο ανδρική και θηλυκή του ταυτότητα, καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, τόσο ενδογενείς όσο και εξωγενείς. Ισως γι’ αυτό θα ήταν σωστότερο να μιλάμε για διαφορετικά «φύλα» ή, μάλλον, για ένα ευρύτατο φάσμα φυλετικών διακυμάνσεων. Επιμένουμε, εντούτοις, να διακρίνουμε σε «αρσενικό» ή «θηλυκό» το φύλο ενός ανθρώπου βασιζόμενοι σε πέντε, τουλάχιστον, διαφορετικά κριτήρια φυλετικής διαφοροποίησης:

 

1) Γενετικό ή χρωμοσωμικό φύλο. Καθορίζεται κατά τη στιγμή της γονιμοποίησης από την παρουσία των φυλετικών χρωμοσωμάτων (ΧΧ για τη γυναίκα, ΧΥ για τον άνδρα). Τα γονίδια που βρίσκονται στο χρωμόσωμα Υ –κληρονομείται μόνο από τον πατέρα– οδηγούν στην ανάπτυξη των όρχεων και την αρρενοποίηση του εμβρύου. Αντίθετα, η εκθήλυνση του εμβρύου εξαρτάται από την παρουσία των δύο χρωμοσωμάτων ΧΧ και εμμέσως από την απουσία του ανδρικού χρωμοσώματος Υ. Το πρώτο στάδιο αυτής της σημαντικής φυλετικής διαφοροποίησης συντελείται μετά τις πρώτες πέντε εβδομάδες της κύησης και οδηγεί στη διαφοροποίηση των γονάδων του εμβρύου είτε σε όρχεις είτε σε ωοθήκες.

 

2) Γοναδικό φύλο. Εξαρτάται από τη φυσιολογική διαφοροποίηση των αρχικά «ουδέτερων» γονάδων του εμβρύου είτε σε όρχεις είτε σε ωοθήκες, οι οποίες κατόπιν συνθέτουν τα οιστρογόνα που είναι απαραίτητα για την περαιτέρω εκθήλυνση. Οταν αυτή η διεργασία δεν συμφωνεί με το γενετικό φύλο, τότε το έμβρυο παρουσιάζει ανώμαλη (μη κανονική) φυλετική διαφοροποίηση.

 

3) Φαινοτυπικό φύλο. Καθορίζεται από τη φυσιολογική διαμόρφωση των γεννητικών οργάνων του κάθε φύλου (πέος, όρχεις, αιδοίο, κλειτορίδα κ.ο.κ.). Σε ορισμένες περιπτώσεις διαταραχών της σεξουαλικής διαφοροποίησης η ανάπτυξη αυτών των γεννητικών οργάνων δεν αντιστοιχεί στο γοναδικό φύλο.

 

4) Επιγενετικό ή παιδαγωγικό φύλο. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει κάποιος συνδιαμορφώνει τη φυσιολογική ανάπτυξη και εκδήλωση των εγγενών φυλετικών του δυνατοτήτων. Με άλλα λόγια, το περιβάλλον μπορεί να επηρεάζει, είτε θετικά είτε αρνητικά, τη σεξουαλική μας ταυτότητα, ό,τι δηλαδή περιγράφουμε συνήθως ως φύλο.

 

5) Νομικό φύλο. Είναι ό,τι αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης που εκδίδεται από το Ληξιαρχείο. Μια καθαρά γραφειοκρατική πράξη που επιβάλλεται ήδη από τις πρώτες ημέρες ζωής ενός παιδιού, πριν δηλαδή πραγματοποιηθούν οι σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις που θα διευκρινίσουν την ακριβή βιολογική του ταυτότητα!

 

 

Scroll to top