20/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Φάουστ», Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Ο καθρέφτης στον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας

Η τετράωρη παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, παρά τις αδυναμίες στη θεατρική της επιφάνεια κι έναν σημειολογικό και πραγματολογικό καταιγισμό που δύσκολα γίνεται προσπελάσιμος, μας καλεί σε διανοητική πάλη.
      Pin It

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η τετράωρη παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, παρά τις αδυναμίες στη θεατρική της επιφάνεια κι έναν σημειολογικό και πραγματολογικό καταιγισμό που δύσκολα γίνεται προσπελάσιμος, μας καλεί σε διανοητική πάλη

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Σε μια κατάμεστη από κόσμο αίθουσα της Στέγης το θέατρό μας συναντήθηκε για ακόμη μια φορά με τον «Φάουστ». Από κάθε άποψη –ειδικά όταν η συνάντηση εφορμά από μια νέα και σπουδαία μετάφραση, όπως του Πέτρου Μάρκαρη πρόκειται για μια στιγμή ουσιαστικής αντιπαραβολής μας με ένα από τα μυθικά υποστρώματα του πολιτισμού μας. Στιγμή σχεδόν εξομολογητική. Είναι μάλλον πρωθύστερος ο ισχυρισμός πως κείμενα αυτού του μεγέθους μπορούν να αναλυθούν πλήρως με τα εργαλεία που εφηύρε εκ των υστέρων ο δυτικός τρόπος αναπαράστασης του μέσα και έξω κόσμου, των αισθήσεων και ενοράσεών μας: σαν να ζητάς από το μαχαίρι να κόψει το αμόνι που το σφυρηλάτησε. Κείμενα σαν τον «Φάουστ» βρίσκονται πίσω από το βλέμμα που γέννησε τη ματιά μας. Μεταφέρουν μια οπτική του σύμπαντος και του ανθρώπου, έναν τρόπο σκέψης και βλέμματος ριζικό όσο και κομβικό. Από εκεί και πέρα ο σύγχρονος κόσμος ακολούθησε ένα σταθερό μονοπάτι, είτε προς Δυσμάς, είτε προς Ανατολάς.

 

Οπως στην πρώτη εικόνα στη Στέγη: ο «Φάουστ» είναι το κείμενο που μας κοιτά κατάματα, ο καθρέφτης στον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας (πάντα νέο, κι από μια στιγμή και μετά «νεωτερικό»). Είναι η διαρκής δυνατότητα ανάγνωσης και ερμηνείας μας. Ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός το λέει καθαρά στο σημείωμά του: ένα διαρκές «άσπρο κείμενο», που αντί να εξετάζεται, εξετάζει: απλώνεται πρώτα σαν μεσαιωνικό θεολογικό επιχείρημα, έπειτα σαν ρομαντική έξαρση της ιδιαιτερότητας, αργότερα σαν νεωτερική κρίση της ατομικότητας.

 

ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣΑς προσέξουμε λοιπόν τον περίεργο, τον σιωπηλό, κάπως άτολμο και μετέωρο Φάουστ του Μαρμαρινού στον Ακύλλα Καραζήση. Ειδικά στην αρχή. Ο Φάουστ δεν είναι μόνο ο τραγικός ανατόμος της νεκρής ζωής, που διαπιστώνει ότι το «Οργανον» δεν οδηγεί στα μυστικά του σύμπαντος, που η ψυχή του αναζητά. Φέρει ακόμα τη νιτσεϊκή άβυσσο εκείνου που ύστερα από άπειρες εξισώσεις διαπιστώνει κάποτε ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα. Κι όταν απελπισμένος, κύμβαλον αλαλάζον, γυρνά στις αρχές, βλέπει πως δεν έφταιγε η λύση, αλλά η διατύπωση. Το πρόβλημα ήταν διατυπωμένο εξαρχής με λάθος τρόπο.

 

Ο Μαρμαρινός όμως δεν σταματά εκεί: Σε μια γόνιμη συνδιαλλαγή με τον Σοκούροφ, ο Μαρμαρινός διαβάζει το κείμενο του «Φάουστ» σαν μελέτη ζωγραφικής. Και το θεωρεί μια πνευματική στάση. Ο Μεφιστοφελής στην παράσταση της Στέγης ανοίγεται σε διαφορετικές φωνές και ηθοποιούς, σε πολλαπλές σημασίες, σε πολλά κέντρα. Δεν είναι τα πολλά πρόσωπα του Σατανά. Είναι το μη πρόσωπο της παρουσίας του.

 

Πρόσωπο και μη πρόσωπο. Αν βρήκα κάτι αληθινά συγκλονιστικό στην παράσταση της Στέγης είναι πως αποτολμά να παίξει τον Φάουστ χωρίς την πλέον βασική, κι αν θέλετε αυτονόητη, σκευή της δυτικής λογοτεχνίας και δραματουργίας: τολμά να παραστήσει τον «Φάουστ» χωρίς τη συνδρομή του δυτικού «προσώπου». Που πάει να πει χωρίς την «ψυχολογία», τη συγκροτημένη «προσωπικότητα», το ορισμένο «ήθος» και τα αριστοτελικά τους συμπαρομαρτούντα. Σαν μια ρέουσα ουσία, που κινείται διαλεκτικά από μια θέση στην αντίθετή της, ο Φάουστ του Καραζήση μοιάζει με τη συμπύκνωση μιας ιδέας, τη σωματοποίηση μιας κίνησης ανάμεσα σε δύο πόλους: στο καλό και το κακό, στο μέσα και το έξω, στο υψηλό και το ταπεινό, στον έναν και τους πολλούς. Ακόμα και στο γυμνό σώμα του Φάουστ και στο νεανικό της Μαργαρίτας.

 

Χωρίς λοιπόν καμιά μεταφυσική διάθεση, η παράσταση του Μαρμαρινού καταλήγει στην απεικόνιση μιας μεταφυσικής επιχειρηματολογίας, ένα φιλοσοφικό, υπαρξιακό, αλλά και θεολογικό επιχείρημα που δεν εκπροσωπείται επί σκηνής, αλλά «αντιπροσωπεύεται». Πρώτα στη διάχυση του Φάουστ στον σκοτεινό εαυτό του, στο πλήθος και στον ορατό και αόρατο κόσμο. Και ακολούθως, στη συμπύκνωσή του σε ένα σώμα, σε ένα πάθος, σε μια ερωτική ιστορία αγάπης, υποταγής, ταπείνωσης και θανάτου. Από τη μια ο Μεφιστοφελής, που ελευθερώνει και διαλύει τον Φάουστ στον κόσμο, στο σώμα και στο ψέμα. Και από την άλλη η Μαργαρίτα, που τον ανασυγκροτεί και τον καθηλώνει σαν άτομο.

 

Θυμάμαι στον «παλιό» Φάουστ μια νότα δύναμης, μια αίσθηση ανθρώπινης κατάφασης. Κι όμως εδώ, σε αυτή τη σκηνή, ακολουθώντας τον Σοκούροφ όλα μοιάζουν απ’ αρχής νικημένα, σκοτεινά και ασυγκρότητα. Ενας αληθινά μετα-νεωτερικός ήρωας: ασαφής και άκεντρος, περιδινούμενος ανάμεσα σε σαθρούς ψυχαναλυτικούς καναπέδες και ερμηνευτικές θεωρίες, σκόρπια ακούσματα και διαβάσματα του σύγχρονου κόσμου. Βουίζει ολόκληρος από την ξεχασμένη μνήμη μιας ανθρωπότητας, που δείχνει –ξανά και ξανά– πως ο δρόμος είναι η στάση, οι πολλοί είναι ο ένας και το αύριο έχει ήδη συντελεστεί. Αυτός ο δυτικός Φάουστ κατακλύζεται από τη νοσταλγία μιας συνοπτικής, ομοούσιας και ες αεί χαμένης ενότητας.

 

Ποιος αμφιβάλλει λοιπόν για τη θεωρητική δύναμη, για το βάθος και τη φιλοσοφική έκταση της παράστασης; Κι όμως, υπάρχουν στιγμές που η παράσταση αδικείται στη θεατρική επιφάνειά της. Χρειαζόταν φανερά κι άλλες λύσεις, περισσότερη διαφάνεια και, γιατί όχι, περισσότερο σκηνικό ενδιαφέρον, για να γίνει ο βυθός της πιο ορατός και προσπελάσιμος. Δεν το κρύβω ότι δυσκολεύτηκα να παρακολουθήσω τον τετράωρο καταιγισμό σημειολογικού και πραγματολογικού υπομνηματισμού, ειδικά όταν η αντίληψή μου συνθλιβόταν από το βάρος της τετράωρης μονοτονίας. Νομίζω ότι ο Ακύλλας Καραζήσης έδειξε πόσο σπουδαίος είναι ο άθλος ενός σύγχρονου ηθοποιού που επιχειρεί να παρουσιάσει έναν ρόλο χωρίς να κουβαλά –παρά μόνο υπαινικτικά– την όψη του. Από τους υπόλοιπους διέκρινα τη νεαρή Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά σαν Μαργαρίτα, στον τρόπο που μετέφερε τη δράση αντί για τη φυσιογνωμία του ρόλου της.

 

Θα επαναλάβω αυτό που είχα πει και παλιότερα. Τέτοιες παραστάσεις δεν είναι μόνο απαιτητικές – είναι και δοκιμαστικές για όλους. Κανείς δεν θα περίμενε να μελετήσει τον Φάουστ χωρίς κόπο. Κανείς δεν θα περίμενε να ακολουθήσει την περιπέτειά του χωρίς ρίσκο. Παρά τις αδυναμίες της, είναι μια παράσταση που μας καλεί σε διανοητική πάλη.

 

Scroll to top