21/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Φωτογραφίζει και σχολιάζει ο Τάσος Κωστόπουλος

Πονάει ο τραπεζίτης;

      Pin It

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε κάτω από το βάρος ενός σκανδάλου που σήμερα θα περνούσε σχεδόν απαρατήρητο: της ύποπτης αδράνειας των ελεγκτικών μηχανισμών απέναντι στην εξαγορά μιας ιδιωτικής τράπεζας από τον «αυτοδημιούργητο» Ελληνοαμερικανό Γιώργο Κοσκωτά, που στην πραγματικότητα δεν διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Η «κάθαρση» έφτασε τότε μέχρι τη δικαστική δίωξη του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μένιου Κουτσόγιωργα και δύο οικονομικών υπουργών (Τσοβόλας, Πέτσος). Στις μέρες μας, συμβάντα παρόμοιας υφής εκλαμβάνονται πλέον ως απλές ιδιωτικές κομπίνες δίχως πολιτικές προεκτάσεις – η περίπτωση Λαυρεντιάδη είναι αρκετά εύγλωττη. Η λεηλασία του δημόσιου πλούτου έχει άλλωστε πάρει τέτοιες διαστάσεις, εν ονόματι μάλιστα της νεοφιλελεύθερης «εξυγίανσης» και της εξάλειψης των «σκανδαλογόνων» κρατικών επιχειρήσεων, ώστε ένα μελλοντικό ειδικό δικαστήριο να έχει μπόλικη δουλειά και χωρίς αυτές τις υποθέσεις.

 

Η προκλητική εξαίρεση των δύο δημόσιων τραπεζών από την ανακεφαλαιοποίηση του 2012 και ο συνακόλουθος διαχωρισμός της ΑΤΕ σε «καλή» και «κακή», με φόρτωμα της «κακής» στο δημόσιο ταμείο και σκανδαλώδη εκχώρηση του υπόλοιπου φιλέτου στην Τράπεζα Πειραιώς (για 95 εκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που δύο μόνο στοιχεία του μετοχολογίου της άξιζαν 57 εκατομμύρια και χωρίς να υπολογίσουμε την υποθηκευμένη αγροτική γη που διά των πρόσφατων φορολογικών μέτρων θα περιέλθει, αργά ή γρήγορα, στην κατοχή της), κάνει το σκάνδαλο Κοσκωτά να μοιάζει με ανώδυνο πταισματάκι. Το γεγονός πως η κυβέρνηση Σαμαρά δεν τόλμησε να περάσει αυτή τη ρύθμιση από τη Βουλή, αλλά στηρίχτηκε σε μια απλή γνωμοδότηση, ανοίγει πεδίον δόξης λαμπρό για τα πολιτικοδικαστικά χρονικά του κοντινού μέλλοντος. Αρκεί η μελλοντική «κυβέρνηση της Αριστεράς» (ή, έστω, «εθνικής σωτηρίας») να έχει το στοιχειώδες θάρρος να παραπέμψει, μαζί με τους υπεύθυνους υπουργούς, και τους τραπεζίτες που κέρδισαν απ’ αυτή τη συναλλαγή, την οποία ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τότε (3/8/2012) «πραγματική ληστεία» και «το μεγαλύτερο σκάνδαλο του αιώνα».

 

Ο επικοινωνιακός ανταρτοπόλεμος των τοίχων δεν υπεισέρχεται βέβαια σε τέτοιες λεπτομέρειες˙ οι τοποθετήσεις του είναι συνήθως ολιστικές και, κατά κανόνα, πολεμικές. Ηδη από το 2005, τρία ολόκληρα χρόνια προτού η κυβέρνηση Καραμανλή εγγυηθεί με τα αποθέματα του Δημοσίου τη μακροημέρευση τραπεζών και τραπεζιτών, η ΟΤΟΕ προειδοποιούσε για την ανάγκη να μπει ένα όριο στο «μεγάλο φαγοπότι» (1). Λογοπαίγνια προς την ίδια κατεύθυνση επιστράτευε το 2007 στη Λευκάδα και το Νέο Αριστερό Ρεύμα (2). Εκφράζοντας με τον τρόπο της τη διάχυτη δυσαρέσκεια, η νεανική εξέγερση του 2008 θα στοχοποιήσει με ιδιαίτερη μανία τα τραπεζικά καταστήματα, διάσταση που αποτυπώθηκε όχι μόνο στην πυρολατρική συνθηματολογία των ημερών (4) αλλά και στην εμβληματική μπαλάντα «Κουκουλοφόρος» του Σπύρου Γραμμένου: «Μπαμπά, μαμά, τις τράπεζες βαρούσα // μπαμπά, μαμά, τις έβριζες και συ».

 

Μετά το μνημόνιο του 2010, η καταγγελία του χρηματιστικού κεφαλαίου ως του πραγματικού ενόχου για την προγραμματισμένη καταστροφή μιας ολόκληρης κοινωνίας αποτελεί κοινό τόπο για ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, από τους αντιεξουσιαστές (5) μέχρι την εσωκομματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ (6) ή πολιτικά απροσδιόριστους διαδηλωτές (3), με έμπρακτες προεκτάσεις κατά τα πανεργατικά συλλαλητήρια της εποχής (7). Πάλαι ποτέ «ακραία» συνθήματα, αυτούσια (8) ή παραλλαγμένα (9), γνωρίζουν πρωτόγνωρη δημοτικότητα, μαζί με τη γνωστή ρήση του Μπρεχτ από την «Οπερα της πεντάρας» (10). Δίπλα στην εναγώνια επίκληση μιας συλλογικής αντίστασης για την προάσπιση των απειλούμενων λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων (11), χιουμοριστικά λογοπαίγνια συνοψίζουν το αντικαπιταλιστικό πρόταγμα (12) ή προσδίδουν μιαν εναλλακτική «θετική» ερμηνεία στον επερχόμενο Μεσαίωνα (13).

 

Scroll to top