21/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κλαούντιο Αμπάντο: 1933-2014

Ο τελευταίος μεγάλος μαέστρος

Πολέμησε τον καρκίνο πάνω από δέκα χρόνια συνεχίζοντας να διευθύνει. Ο Ιταλός, που τον είπαν «νέο Τοσκανίνι», διαδέχτηκε τον Κάραγιαν στη Φιλαρμονική του Βερολίνου και ταυτίστηκε με την ερμηνεία του Μάλερ, ήταν σεμνός, αγαπητός και κοντά στους νέους.
      Pin It

Πολέμησε τον καρκίνο πάνω από δέκα χρόνια συνεχίζοντας να διευθύνει. Ο Ιταλός, που τον είπαν «νέο Τοσκανίνι», διαδέχτηκε τον Κάραγιαν στη Φιλαρμονική του Βερολίνου και ταυτίστηκε με την ερμηνεία του Μάλερ, ήταν σεμνός, αγαπητός και κοντά στους νέους

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

«Ο παππούς μου με έπαιρνε συχνά βόλτες στο βουνό. Καθώς δεν μιλούσε πολύ, έμαθα από μικρός να ακούω τη σιωπή. Για μένα, η στιγμή που ακούς είναι το πιο σημαντικό πράγμα: να ακούμε ο ένας τον άλλο, να ακούμε τι λένε οι άνθρωποι, να ακούμε τη μουσική», έλεγε. Μάλλον γι' αυτό «στα χέρια του» όλα ακούγονταν διαφορετικά. Θρυλικός μαέστρος, αληθινός καλλιτέχνης, εξαίρετος δάσκαλος για τους νέους και τεράστιο κεφάλαιο για την κλασική μουσική, ο Κλαούντιο Αμπάντο έφυγε χθες το πρωί από τη ζωή στα 80 του χρόνια.

 

Ο Ιταλός μουσικός, που άφησε το στίγμα του στις κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης, που διαδέχτηκε τον Κάραγιαν στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, που ηχογράφησε τις συμφωνίες του Μάλερ όπως κανείς άλλος, που έδωσε νέα πνοή στον ώριμο ρομαντισμό, που ίδρυσε την Ορχήστρα Νέων «Γκούσταβ Μάλερ», δεν ήταν μόνο ένας καλλιτέχνης ικανός να σε μαγέψει, αλλά και να σε κάνει να αλλάξεις εντελώς γνώμη για έναν συνθέτη. Ο,τι κι αν ακούμπησε το αποθέωσε. Είχε λάμψη, αλλά ήταν εξαιρετικά σεμνός. Ηταν μια σπάνια φυσιογνωμία, αλλά ουδέποτε συμπεριφέρθηκε σαν νάρκισσος σταρ. Είχε τη μεσογειακή αμεσότητα ενός Ιταλού, αλλά και το βάθος, την εσωτερικότητα των Γερμανών. Ηταν τόσο ντροπαλός που στις πρόβες μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά. Με τα λόγια δεν τα κατάφερνε. Ολη τη δύναμη την είχε στα χέρια. Ηταν ο τελευταίος μεγάλος μαέστρος.

 

Τις προάλλες που το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών απέστειλε ανακοίνωση για την ακύρωση της προγραμματισμένης του συναυλίας στην Αθήνα τον Απρίλιο, τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν. Δεν ακύρωνε μόνο την ευρωπαϊκή του περιοδεία, αλλά ανέστελε και τη λειτουργία της Ορχήστρας Μότσαρτ της Μπολόνια. Η συγκεκριμένη ακύρωση ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά αναβολών. Η κλονισμένη υγεία του είχε αρχίσει να τον προδίδει.

 

Γεννημένος στο Μιλάνο στις 26 Ιουνίου 1933, ο Κλαούντιο Αμπάντο μεγάλωσε σε μια αστική οικογένεια μουσικών και ακαδημαϊκών, σπούδασε σύνθεση, πιάνο και διεύθυνση ορχήστρας στο Giuseppe Verdi Conservatory. Από τα 16 και μετά συνέχισε σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας στην Ακαδημία Μουσικής της Βιέννης με δάσκαλο τον Χανς Σβαρόφσκι. Ηταν εκείνος που πρώτος διέκρινε τα σπάνια χαρίσματά του και τον εκθείαζε λέγοντας «ιδού ο νέος Τοσκανίνι!». Με το που αποφοίτησε άρχισε να κάνει σημαντικές εμφανίσεις στη Βιέννη και τη Σκάλα. Ωστόσο, μόνος του αποφάσισε να βάλει φρένο στην καριέρα του πηγαίνοντας για τρία χρόνια στην Πάρμα για να διδάξει μουσική δωματίου.

 

Μετά από αυτή την αυτοεπιβληθείσα απομόνωση, η καριέρα του απογειώθηκε. Επί σχεδόν δύο δεκαετίες (1968-86) διεύθυνε την όπερα της Σκάλας του Μιλάνου, ενώ παράλληλα το διάστημα 1979-1988 υπήρξε βασικός μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Διετέλεσε επίσης μουσικός διευθυντής της Vienna Staatsoper.

 

Οταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 τον χτύπησε ο καρκίνος του στομάχου, ο Αμπάντο ήταν μόνιμος μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου (έχοντας, μάλιστα, διαδεχτεί τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στην κορυφαία αυτή ορχήστρα), αλλά είχε ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει. Το έκανε τελικά δύο χρόνια μετά (2002) παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Σάιμον Ρατλ.

 

«Είναι η μουσική που μου δίνει ενέργεια να συνεχίσω», έλεγε για τη μάχη του με την ασθένεια. Μετά τις θεραπείες, επέστρεψε στο πόντιουμ και μάλιστα ένα χρόνο μετά την αναχώρησή του από το Βερολίνο ίδρυσε την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Λουκέρνης (2003). Αμέσως μετά έβαλε μπρος το επόμενο καλλιτεχνικό του όραμα ιδρύοντας την Ορχήστρα Μότσαρτ της Μπολόνια, στην οποία εργάστηκε μέχρι τέλους.

 

Η δισκογραφία του είναι ατελείωτη (επί δεκαετίες ήταν ταυτισμένος με την Deutsche Grammophon), όμως με μερικές από τις παραπάνω ορχήστρες ερμήνευσε και ηχογράφησε με ιδεώδη τρόπο τις συμφωνίες του Μάλερ. Αλλά όπως του άρεσε να λέει: «Το τέλειο δεν υπάρχει. Συνήθως όταν ξαναηχογραφώ ένα έργο καταλαβαίνω τα λάθη που είχα κάνει στις προηγούμενες απόπειρες. Αλλά αυτό είναι το μυστικό της ζωής: να αναζητάς πάντα κάτι καλύτερο, να βρίσκεις νέες εμπνεύσεις, νέους ενθουσιασμούς. Υπάρχει πάντα κάτι καινούργιο να ανακαλύψετε».

 

Μεγάλο του καμάρι ήταν η Ορχήστρα Νέων «Γκούσταβ Μάλερ», που δημιούργησε το 1987, αλλά και η Ορχήστρα Νέων της Ευρώπης που ιδρύθηκε με δική του πρωτοβουλία το 1978. Η βιολονίστα Ντιέμουτ Πόπεν, που είχε από τα πρώτα χρόνια συνεργαστεί εκεί μαζί του, είχε πει: «Γνωρίζουμε τι θέλει κάθε λεπτό. Και είναι σε θέση, μέσα από τις χειρονομίες του, να μεταφέρει σε κάθε ένα πρόσωπο της ορχήστρας το νόημα της μουσικής. Πολλοί μαέστροι επιμένουν στις λεπτομέρειες, αλλά ποτέ κανείς δεν φτάνει στην ουσία της όπως ο Αμπάντο. Είναι ένα σχεδόν μυστικιστικό πράγμα».

 

Πέρα από τη μουσική, μεγάλη του αγάπη ήταν το υπέροχο σπίτι που είχε φτιάξει στη Σαρδηνία. «Πριν από 40 χρόνια άρχισα να το φτιάχνω. Οταν πρωτοήρθα εδώ υπήρχε μόνο μία μοβ βουκαμβίλια. Χρόνο με τον χρόνο προσθέσαμε διάφορα», συνήθιζε να λέει για το κτήμα, που τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο. Εκεί τον είχε επισκεφτεί το 2009 δημοσιογράφος της «Γκάρντιαν», ο οποίος είχε παρατηρήσει πως στο δωμάτιο όπου μελετούσε δεν είχε κανένα μουσικό όργανο. Ούτε καν πιάνο. «Δεν χρειάζομαι κανένα. Εχω όλες τις μουσικές στο μυαλό μου», είχε παραδεχτεί, συμπληρώνοντας: «Ο,τι διευθύνω το εκτελώ από μνήμης. Ακόμα και σε αυτές τις τεράστιες συμφωνίες και όπερες φτάνει ένα σημείο που καταλαβαίνω ότι τις έχω απομνημονεύσει. Είναι μάλλον θέμα ψυχολογίας. Εάν δεν ξέρω ένα κομμάτι απ' έξω, τότε δεν το γνωρίζω αρκετά καλά».

 

Scroll to top