21/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Μάκμπεθ» στο Μέγαρο από τη Λυρική Σκηνή

Οπερα-θρίλερ, όπερα-σπλάτερ!

Ενα ωραίο, ισορροπημένο, σύγχρονο βερντιανό ανέβασμα που θα απολαμβάνουμε για καιρό. Ο Μάκμπεθ του Δημήτρη Τηλιακού είναι εύθραυστος και ανθρώπινος, μακριά από οπερατικά στερεότυπα, χωρίς όμως να υστερεί σε σκοτεινούς τόνους.
      Pin It

Ενα ωραίο, ισορροπημένο, σύγχρονο βερντιανό ανέβασμα που θα απολαμβάνουμε για καιρό. Ο Μάκμπεθ του Δημήτρη Τηλιακού είναι εύθραυστος και ανθρώπινος, μακριά από οπερατικά στερεότυπα, χωρίς όμως να υστερεί σε σκοτεινούς τόνους

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Με ένα εντυπωσιακό, νέο ανέβασμα του βερντιανού «Μάκμπεθ», που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη, ξεκίνησε η ΕΛΣ τη νέα χρονιά (17/1/2014). Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα στην σχεδόν κατάμεστη αίθουσα Τριάντη αποκομίζοντας γενικώς πολύ καλές, αν και τοπικά άνισες εντυπώσεις. Η όπερα θα παρουσιάζεται σε τριπλή διανομή μέχρι τις 26/1. Στα θετικά της παραγωγής προσμετρώνται η σύγχρονη όψη της παράστασης και η συμμετοχή στον επώνυμο ρόλο δύο Ελλήνων βαρύτονων που έχουν καταξιωθεί ευρέως στο εξωτερικό: του Δημήτρη Τηλιακού και του Τάση Χριστογιαννόπουλου.

 

Ο Ιταλός σκηνοθέτης Λορέντσο Μαριάνι και οι συνεργάτες τους μπόλιασαν πειστικά τον «Μάκμπεθ» με σύγχρονα στοιχεία εικονογραφίας παρμένα από το διαδεδομένο λεξιλόγιο του φανταστικού κινηματογράφου. Διατηρώντας ως μοναδική ιστορικίστικη αναφορά τον γοτθικής αισθητικής θρόνο της Σκοτίας και τα σύμβολα της εξουσίας –στέμμα, σκήπτρο, ερμίνα- επέλεξαν ένα ημιαφαιρετικό/συμβολικό πλαίσιο αφήγησης με ευανάγνωστη έμφαση στην αδίστακτη επιδίωξη της εξουσίας, τον φόβο και την αναπόδραστη δίκη του χυμένου αίματος. Ως άξονα αφήγησης έθεσε ο Μαριάνι τρεις εφευρεμένους ρόλους μαγισσών, οι οποίες, πανταχού παρούσες, κινούσαν κυριολεκτικά και μεταφορικά τη δράση, οπτικοποιώντας με παγερή ειρωνεία τις αγωνιώδεις αβεβαιότητες του πρωταγωνιστή για τον έλεγχο της μοίρας και την επίτευξη των στόχων του.

 

Ο σκηνογράφος Μαουρίτσιο Μπαλό πρότεινε για κάστρο του Μάκμπεθ ένα έξω-από-τόπο-και-χρόνο βλοσυρό, πανύψηλο κουτί, φτιαγμένο από πτυχωτή λαμαρίνα. Η άφιξη του βασιλιά Ντάνκαν έγινε σε κατακόκκινο τρένο που «κάλεσαν» στη σκηνή οι μάγισσες, ενώ στις δύο συνάξεις των μαγισσών κυριάρχησε το σκοτεινό στοιχείο (Α΄ πράξη) και το γκροτέσκο-σπλάτερ (Γ΄ πράξη).

 

Το θέαμα γείωσε εύστοχα σε τόπο και χρόνο η ενδυματολόγος Σίλβια Αϊμονίνο: έντυσε τους άντρες χορωδούς Σκοτσέζους με κιλτ και σύγχρονους Αγγλους πρασινοσκούφηδες, φόρεσε στις μάγισσες γυαλιστερές πέτσινες, μεσάτες καμπαρντίνες (Α΄ πράξη) και στολές εργατριών σε χημική βιομηχανία (Γ΄ πράξη), λάμπρυνε τη Λαίδη με αυτοκρατορική αμφίεση.

 

Τη γενική εικόνα ολοκλήρωσαν κινητικός, νοηματικά λειτουργικός χειρισμός της χορωδίας και πολύ καλή, σε βάθος επεξεργασμένη κινησιολογία των μονωδών.

 

Οι στιγμές βίας –οι εν ψυχρώ εκτελέσεις των «δολοφόνων» του βασιλιά από τον Μάκμπεθ, το τέλος του ίδιου του Μάκμπεθ- δόθηκαν με ταιριαστά στιλιζαρισμένη αιχμηρότητα, ενώ πουθενά στην παράσταση δεν υπήρχαν στατικές παρατάξεις, νεκροί χρόνοι, αμήχανες μεταβάσεις. Ολα αυτά, τα ούτε λίγα ούτε αυτονόητα, υλοποιήθηκαν σκηνικά με μικροαποκλίσεις που όμως ελάχιστα αλλοίωσαν τη γενική εικόνα.

 

Μοναδική νότα έκδηλης, δυσεξήγητης παραφωνίας στάθηκε η αφελής χορογράφηση του μπαλέτου των μαγισσών στην Γ΄ πράξη από τον Ρενάτο Τζανέλλα: με εξαίρεση την τελική… βουτιά των χορευτριών στο καζάνι των μαγισσών η πρότασή του ουδόλως συνομίλησε με την άποψη και –κυρίως- την εικαστική αισθητική του σκηνοθέτη, απομένοντας ξεκρέμαστη ως άσχετη, τελικά περιττή παρεμβολή.

 

Το δύσκολα μουσικά ζητούμενα

 

Μουσικά η παράσταση υπήρξε γενικώς ισορροπημένη. Τον επώνυμο ρόλο απέδωσε εξαιρετικά ο Δημήτρης Τηλιακός, μεταγγίζοντας σε αυτόν την πείρα πρόσφατων, επιτυχημένων παρουσιάσεων σε Παρίσι και Μαδρίτη. Ο δικός του Μάκμπεθ υπήρξε συγκινητικά εύθραυστος και ανθρώπινος, μακριά από οπερατικά στερεότυπα, δίχως να υστερεί στο ελάχιστο σε σκοτεινούς, τραγικούς τόνους: φωνή καλοεστιασμένη, με άριστη προβολή, τραγούδι με σαγηνευτικά εύπλαστη φραστική και άψογο φινίρισμα φράσεων, αβίαστες κορυφώσεις, ωραία οικονομία δυναμικής.

 

Απέναντί του είχε ως Λαίδη την υψίφωνο Δήμητρα Θεοδοσίου. Η έμπειρη Ελληνίδα υψίφωνος τραγούδησε και έπαιξε με υψηλό επαγγελματισμό, δίχως εκπτώσεις. Ωστόσο υπήρξε καταφανές ότι, φωνητικά, ο ρόλος ήταν… ένα νούμερο μεγαλύτερος απ’ ό,τι έπρεπε γι’ αυτήν και κυρίως ο τύπος φωνής που ρητά ζητά ο Βέρντι είναι αποφασιστικά διαφορετικός: πιο σκούρα, πιο βαριά, λιγότερο «ωραία». Η τελική «σκηνή της υπνοβασίας» δόθηκε με ευαισθησία, αλλά η είσοδος της Λαίδης και η διάσημη άρια της Β΄ πράξης πρόβαλαν περισσότερο προσεκτικές, λυρικές και μελωδικές παρά απειλητικές και δυσοίωνες.

 

Το ζοφερό πρωταγωνιστικό δίδυμο πλαισιώθηκε ισορροπημένα: ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου ενσάρκωσε έναν ευγενή, στεντόρειο, καλοτραγουδισμένο Μπάνκο, ενώ ο Μακντάφ του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου ήχησε ταιριαστά σφριγηλός, αρρενωπός και πειστικά νεανικός. Ομοια καλές ήσαν οι συνεισφορές των σύντομων βοηθητικών ρόλων (Μάλκολμ, τρεις οπτασίες κ.λπ). Πολύ καλή σκηνικά και μουσικά ήταν η απόδοση της Χορωδίας της ΕΛΣ σε ένα έργο στο οποίο πολύ συχνά καλείται να συμμετάσχει ενεργά στη δράση. Ο Μύρων Μιχαηλίδης διηύθυνε δυναμικά, με προσοχή και προσήλωση, αντλώντας από ορχήστρα, χορωδία και μονωδούς το βέλτιστο δυνατό. Στις επόμενες παραστάσεις, που η ένταση της πρεμιέρας θα ανήκει στο παρελθόν και όλων τα νεύρα θα είναι πιο λυμένα, ασφαλώς το όλο θα ρεύσει πιο φυσικά και αβίαστα. Εν ολίγοις: ένα ωραίο, ισορροπημένο, σύγχρονο βερντιανό ανέβασμα που θα απολαμβάνουμε για καιρό.

 

Τέλος, με αφορμή τη διπλή παρουσία των δύο ακμαίων Ελλήνων βαρύτονων, θα λέγαμε ότι, εν όψει της επερχόμενης μετεγκατάστασης της ΕΛΣ στη νέα της στέγη, επιβάλλεται –και από άποψη καλλιτεχνικού σχεδιασμού είναι ζωτικό- να εξασφαλιστεί έγκαιρα η προσέλκυση και παραμονή όλων των ακμαίων Ελλήνων μονωδών που διαπρέπουν στο εξωτερικό στην εγχώρια βάση τους.

 

Scroll to top