22/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Αναντίρρητα»

      Pin It

Της Πέπης Ρηγοπούλου

 

Αρνητική εξέλιξη με δυσοίωνες προεκτάσεις για τα πανεπιστημιακά πράγματα και για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία αποτελεί ο αποκλεισμός της Ελένης Καραμαλέγκου, προέδρου της Φιλοσοφικής Σχολής και μοναδικής υποψήφιας για τη θέση της κοσμήτορος, με απόφαση του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι διάφορες διατάξεις νόμων που επικαλείται για να θεμελιώσει την απόφασή του το Συμβούλιο, χωρίς ωστόσο να παραθέτει τις υποτιθέμενες πράξεις και παραλείψεις της κρινόμενης που εμπίπτουν στους νόμους αυτούς, αποτελούν απλώς ένα δυσερμήνευτο νομικό κέλυφος που δύσκολα συγκαλύπτει την ουσία: η Ελένη Καραμαλέγκου φαίνεται ότι αποκλείστηκε διότι ήταν, όπως και η πλειονότητα των ακαδημαϊκών δασκάλων, εναντίον του νόμου Διαμαντοπούλου. Ενός νόμου ο οποίος, πέραν της στόχευσής του που ήταν η κατ’ ουσίαν υποταγή, αν όχι ο διαμελισμός του Πανεπιστημίου χάριν της αγοράς και μιας αγοραίας γνώσης στην υπό κατοχή χώρα μας, ήταν τόσο δυσεφάρμοστος ώστε και ο νυν υπουργός κ. Αρβανιτόπουλος να αναγκαστεί να αλλάξει ουσιώδεις διατάξεις του και μάλιστα κάποιες που αφορούσαν ακριβώς τη λειτουργία των συμβουλίων. Και επίσης αποκλείστηκε διότι, με μετρημένο, προσεκτικό αλλά και σταθερό τρόπο, στάθηκε στο πλευρό των σε διαθεσιμότητα ή υπό απόλυση διοικητικών σε όλο το διάστημα του πρόσφατου αγώνα τους.

 

Πέραν των γενικών επιφυλάξεων για τους στόχους και τη σύνθεση του θεσμού του συμβουλίου, υπάρχει, σε σχέση με τον τρόπο που θα έπρεπε να κινείται ένα πανεπιστημιακό συμβούλιο, μια πολιτική αλλά και ανθρώπινη επιφύλαξη: Καθώς ο θεσμός δοκιμάζεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά και μάλιστα απαρτίζεται και από αρκετά μέλη με μικρή έως αμελητέα εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας, είναι αυτονόητο ότι οι κινήσεις του θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται από νηφαλιότητα και μέτρο. Η έμπλεη αυτοπεποίθησης επιστολή/δήλωση του προέδρου του προς τον υπουργό Παιδείας ότι «αναντίρρητα» (κάποια από) τα μέλη του αποτελούνται από επιστήμονες παγκοσμίου κύρους (ή κάτι τέτοιο) δεν συνιστά βέβαια υπόδειγμα μέτρου και μάλλον προσβάλλει τη «μάζα» των υπόλοιπων πανεπιστημιακών, που προφανώς κρίνονται ως στερούμενοι τέτοιων «περγαμηνών». Οι πνευματικοί άνθρωποι είθισται από καταβολής, ακόμα και όταν προτάσσουν το χρήσιμο -και μάλιστα ιδιαίτερα τότε-, να αποφεύγουν τέτοιες περιττές εκφράσεις οίησης. Ολοι κρινόμαστε κάθε στιγμή της ζωής μας. Το αν κάποιοι διέπρεψαν σε έναν τομέα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα διαπρέψουν και σε κάποιον άλλον.

 

Το πράγμα είναι ανησυχαστικό και για το μέλλον. Πρώτον, διότι γίνονται περισσότερο από σαφή τα κριτήρια με τα οποία θα επιλεγούν στο προσεχές μέλλον –και πάλι από το ίδιο συμβούλιο– οι υποψήφιοι πρυτάνεις του ΕΚΠΑ. Ο τόπος έχει νωπές μνήμες δηλώσεων και διώξεων «νομιμοφροσύνης». Με τελευταίο παράδειγμα τη δίωξη του πρύτανη Θεοδόση Πελεγρίνη. Και δεύτερον, διότι το ίδιο συμβούλιο θα πάρει τις βασικές αποφάσεις για την πολύ μεγάλη περιουσία του ιδρύματος. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο γεγονός στοιχειοθετούν τους λόγους για τους οποίους οι εξελίξεις σχετικά με τους υποψήφιους κοσμήτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελούν ένα ζήτημα το οποίο έχει όχι απλώς ακαδημαϊκές αλλά ευρύτατα πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις.

 

Scroll to top