24/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Παρουσίαση στον «Ιανό» της νουβέλας «Aegypius monachus»

Η γραφή σαν αδιάκοπο ράμφισμα στη μνήμη

Κομβικό βιβλίο στην πορεία του Μισέλ Φάις, επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένο δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και εμπλουτισμένο με κριτικές και φωτογραφίες από τη μεταφορά του στη σκηνή. Ο ξεχωριστός και ανένταχτος πεζογράφος «σκάβει μέσα του μέχρι να ματώσει και να παραδώσει τον εαυτό του γυμνό στον αναγνώστη», όπως είπε ο.
      Pin It

67veΚομβικό βιβλίο στην πορεία του Μισέλ Φάις, επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένο δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και εμπλουτισμένο με κριτικές και φωτογραφίες από τη μεταφορά του στη σκηνή. Ο ξεχωριστός και ανένταχτος πεζογράφος «σκάβει μέσα του μέχρι να ματώσει και να παραδώσει τον εαυτό του γυμνό στον αναγνώστη», όπως είπε ο πρωτοεμφανιζόμενος Ιάκωβος Ανυφαντάκης

 

Της Παρής Σπίνου

 

Ο μαυρόγυπας (επιστημονική ονομασία aegypius monachus) είναι ένα είδος γύπα προς εξαφάνιση που ζει στο Δάσος της Δαδιάς του Εβρου. Επιβλητικός, μονογαμικός, τρέφεται με πτώματα. Κατ' αναλογία και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής της νουβέλας του Μισέλ Φάις «Αegypius monachus» είναι μια φωνή προς εξαφάνιση, που τρέφεται με νεκρές ή αποσυντιθέμενες ιστορίες, που ανακεφαλαιώνουν με κωμική απόγνωση πανωλεθρίες της μνήμης και της ζωής.

 

Κομβικό έργο στη λογοτεχνική διαδρομή του συγγραφέα, το βιβλίο που τυπώθηκε ξανά αναθεωρημένο από τον Πατάκη, δώδεκα χρόνια από την πρώτη έκδοσή του, εμπλουτισμένο με κριτικές, αλλά και με φωτογραφίες από τη σκηνική μεταφορά του (2003 και 2010), παρουσιάστηκε προχθές το απόγευμα στον «Ιανό», σε μια εκδήλωση με παρούσες και την παλιά και τη νέα γενιά. Δύο νέοι πεζογράφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν φέτος και έκαναν ιδιαίτερη αισθηση, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης και ο Γιάννης Τσίρμπας περιέγραψαν πώς «βλέπουν» τον Μισέλ Φάις και τη νουβέλα του. Ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου ανέσυρε χαρακτηριστικά δημοσιεύματα από την εποχή που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο. Αποσπάσματα διάβασε η ηθοποιός Αλεξία Καλτσίκη. Και ο Φάις επιβεβαίωσε το προσωπικό στίγμα ενός ιδιαίτερου, ξεχωριστού και ανένταχτου πεζογράφου.

 

«Είσαι μόνος σου με το σώμα σου και το κείμενο όταν γράφεις. Δεν ανήκα ποτέ στις δύο μεγάλες θεολογίες του τόπου, στην Αριστερά και στην Εκκλησία», είπε ο ίδιος χαρακτηριστικά. Αρνείται, ακόμα, να μπει στο καλούπι της «λογοτεχνικής γενιάς του». «Κυκλοφόρησα το πρώτο μου βιβλίο μεγάλος, στα 37 μου», είπε. «Η πνευματική μου γενιά είναι ο Κάφκα, ο Βιζυηνός, ο Βαλτινός, με τους οποίους δεν έχουμε σχέση ηλικιακή. Είναι η κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία, οι σπουδαίοι φίλοι από τα Βαλκάνια Ντανίλο Κις και Ελίας Κανέτι, έχω πνευματική συγγένεια με τον Παπαδημητρακόπουλο, τον Κυριακίδη, τον Δημητρίου…».

 

Στο «Αegypius monachus» ο συγγραφέας παρωδεί θεματικές εμμονές του και ξεθεμελιώνει αφηγηματικές τεχνικές, σπρώχνοντας τη γραφή του στα όριά της. Κατά βάθος μηχανεύεται τρόπους για να απομαγεύσει τον ριζικό του δαίμονα: την αυτοβιογραφία. «Οταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο, η κριτική έγραψε για πεζογραφία του εαυτού, αλλά ο εαυτός ως σταθερή μονάδα δεν υπάρχει, διασπάται σε πολλά κομμάτια και αποκαθηλώνεται», είπε ο Β. Χατζηβασιλείου. «Η κριτική επίσης έγραψε για διάχυτη απουσία πλοκής, ωστόσο αυτό δεν είναι πρόβλημα, αλλά η κορύφωση της γραφής του Φάις».

 

Ο συγγραφέας δεν δίστασε να παραδεχτεί τις εμμονές του: «Με ερεθίζει πολύ η δράση και η αναίρεση της δράσης. Δεν είναι μια βιωματική, αλλά αισθητική επιλογή». Επίσης: «Είμαι από τους συγγραφείς που δεν έχουν πλοκή, γιατί αδυνατώ να έχω πλοκή. Είναι μια επιλογή ανάγκης. Σκέφτομαι τη φράση του Κάφκα “δεν τελειώνω τα κείμενά μου”. Αρα, αυτή η αδυναμία γίνεται σπινθήρας να αντικατασταθεί με κάτι άλλο, συγκεκριμένα με τη δομή».

 

Ο Ι. Ανυφαντάκης πρώτα γνώρισε τα κείμενα του Μισέλ Φάις και έπειτα τον ίδιο. Αντιθέτως, ο Γ. Τσίρμπας πρώτα τον είχε δάσκαλο στα μαθήματα δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ -«ήταν δύσκολος κι απαιτητικός όπως η λογοτεχνία του», είπε- κι έπειτα τον διάβασε.

 

«Ημουν 19 όταν τον ανακάλυψα και είχα ακούσει ότι ήταν Γερμανός που είχε αποφασίσει να γράψει στα ελληνικά, δεν γνώριζα για τις εβραϊκές του ρίζες», είπε ο Ανυφαντάκης. «Ενιωσα σοκ, γιατί ανέτρεψε αυτό που μέχρι τότε νόμιζα πως ήταν η λογοτεχνία. Τα βιβλία του έχουν χαρακτήρες, πλοκή, δράση αλλά όχι με τον τρόπο που ξέρουμε». Περιέγραψε τα χαρακτηριστικά που τον γοητεύουν στη νουβέλα: ρυθμός στην αφήγηση που ανατρέπεται, μακροσκελείς προτάσεις, η ύπαρξη στην ίδια πρόταση καθαρεύουσας αλλά και αργκό του δρόμου, οι βασικοί αξονες όπως έρωτας και θάνατος ή οικογένεια και μοναξιά…

 

Σκιαγράφησε, επίσης, τους λόγους που καθιστούν τον Φάις μοναδική περίπτωση στη νεοελληνική λογοτεχνία. «Η προσήλωση στη γλώσσα, τον ρυθμό, τη φόρμα. Η αφοσίωσή του σε κορυφές της λογοτεχνίας. Η αρχιτεκτονική της φράσης. Η τόλμη του να σκάψει μέσα του μέχρι να ματώσει και να παραδώσει τον εαυτό του γυμνό στον αναγνώστη».

 

Ο Γιάννης Τσίρμπας τόνισε: «Το βιβλίο δεν έχει αληθοφάνεια, έκπληξη, αγωνία, ενότητα. Δεν χρειάζεται να υπάρχουν, είναι άυλο, όπως η γραφή. Υπάρχει όμως ο χώρος της ψυχής, των φαντασιώσεων και ο χρόνος της μνήμης, των αναμνήσεων… Ο μαυρόγυπας τρέφεται με ψοφίμια. Εχοντας αναπτύξει λογοτεχνικό ράμφος, σπάζει και τα πιο γερά οστά της μνήμης, σχίζοντας τη σάρκα. Ενα αδιάκοπο ράμφισμα στη μνήμη… ο Φάις αυτοβιογραφείται και αυτοσαρκάζεται ανελέητα. Γι' αυτόν, γράψιμο και πόνος πάνε μαζί».

 

Με αυτό, το τρίτο κατά σειρά βιβλίο από τα οκτώ που έχει βγάλει μέχρι σήμερα, ο Μισέλ Φάις έκλεισε την τριλογία της αυτοβιογραφίας του, ενώ στη συνέχεια άρχισε την τριλογία της «λοξής αυτοβιογραφίας». Πώς τελικά βλέπει ο ίδιος την επανέκδοση του «Αegypius monachus»;

 

«Είναι αλλόκοτο αίσθημα, γιατί το πλαίσιο γραφής έχει φύγει. Ενα πλαίσιο γραφής που ήταν πολύ άγριο. Ομως, επειδή δεν ήθελα να χαθεί το άρωμά του, έκανα λίγες επεμβάσεις. Ως υπέρτιτλο στη δουλειά μου θα έβαζα “Ο δαίμων της αυτοβιογραφίας”: η αυτοβιογραφία ως αυτοβιογραφία και η αυτοβιογραφία ενός άλλου είναι εμμονές που με ακολουθούν, από το πρώτο μου βιβλίο μέχρι σήμερα».

 

[email protected]

 

Scroll to top