24/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ουτοπία, για να προχωράμε

      Pin It

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

«Εσείς οι Ελληνες, είστε αυτοί που γνωρίζετε καλύτερα ότι από ένα σημείο κι έπειτα, ένας αφόρητος πονοκέφαλος μπορεί να γεννήσει μια θεά!»

 

Είναι ο μεγάλος Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο, σε μια προφητική ανάλυσή του στην Αθήνα, πριν από δέκα χρόνια. Είχε έρθει τον Νοέμβριο του 2003, και μίλησε στο κατάμεστο Αμφιθέατρο των Χημικών, στο Πολυτεχνείο, μπροστά σε παραπάνω από 1.000 ακροατές, για τη συλλογική αφύπνιση των πλατιών κοινωνικών στρωμάτων που με διαφορετικούς τρόπους, συχνά «παράξενους ή και ακατανόητους», διεκδικούν τη δημοκρατία. Ο αριστερός Συνασπισμός «Ευρύ Μέτωπο» που κυβερνά και σήμερα την Ουρουγουάη έχοντας ενσωματώσει παλιούς Τουπαμάρος, δεν είχε ακόμα κερδίσει τις εκλογές (2004) και τα κινήματα των πλατειών δεν είχαν ακόμα γεννηθεί, ούτε η φτώχεια είχε εξαπλωθεί στην Ευρώπη. Ωστόσο ο 63χρονος τότε Γκαλεάνο, καλεσμένος από το περιοδικό «Σήματα Καπνού» και την πρωτοβουλία «Ενα σχολείο για την Τσιάπας», ήθελε να επισημάνει μια ουσιαστική εξέλιξη: το ότι οι λαοί αποκτούν σταδιακά μια όλο και βαθύτερη συνείδηση «πως μπορεί να γίνουν πρωταγωνιστές της ιστορίας» – κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει και στην Ελλάδα του 2014. «Δεν γεννιόμαστε για να αποδεχτούμε την ιστορία, αλλά για να μπορέσουμε να τη δημιουργήσουμε» είχε τονίσει. «Μπορούμε να επινοήσουμε το μέλλον, αντί να συμβιβαστούμε και να το δεχτούμε σαν να ήταν μια διαταγή».

 

Φέρνοντας στο προσκήνιο τους ξεχασμένους της επίσημης ιστορίας και της ακρωτηριασμένης μνήμης, το έργο του Γκαλεάνο ξεχώρισε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όμως τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα, αποκτά μια καινούργια επικαιρότητα για τις κοινωνίες που διαλύονται από την κρίση. Γι' αυτό και έχει ενδιαφέρον το βιβλίο του Οι λέξεις ταξιδεύουν, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδ. Πάπυρος, μτφ. Ισμήνη Κανσή). Γραμμένο το 1993, με πρωταγωνιστές ανθρώπους, ζώα ή πτηνά, τον διάβολο και τον θάνατο, δεν ανήκει στα μείζονα έργα του, λειτουργεί όμως μυητικά για το πνεύμα του Γκαλεάνο. Αποτελείται από 90 σύντομα αφηγήματα που διαβάζονται σαν παραβολές, παραμύθια, οδηγίες πλεύσης στη ζωή ή κοινωνικά σχόλια, κολυμπούν στη μεικτή λατινοαμερικανική κουλτούρα των ιθαγενικών, ευρωπαϊκών και αφρικανικών πληθυσμών, και συνομιλούν με σατιρικά χαρακτικά του Χοσέ Μπόρχες. Ολα μαζί αναστοχάζονται την υπαρξιακή συνθήκη των αφανών αλλά και ακονίζουν την πολιτική συνείδηση του αναγνώστη. Τον τόνο τον δίνει η αποφθεγματική ρήση ότι η ουτοπία «χρησιμεύει για να προχωράμε».

 

Μνήμη αλλιώς

 

Είναι επίσης χαρακτηριστικά τα πέντε ιντερμέδια για τη χρήση της μνήμης, η οποία αποτελεί ένα ιδεολογικό διακύβευμα για κάθε εξουσία. Ο Γκαλεάνο το γνωρίζει, και την υπερασπίζεται ως παράγοντα ανανέωσης και όχι ως στατικό κανόνα, ως αφετηρία και όχι ως τέλος, ως εγγύηση ζωής και όχι ως απόδειξη θανάτου, ως ταξίδι προς την αυτογνωσία και όχι προς τον φόβο, όχι προς το παρελθόν αλλά προς το μέλλον.

 

Στην παράδοση των Ινδιάνων της Β. Αμερικής, γράφει, ο καλλιτέχνης που φεύγει, λ.χ. ο γηραιός αγγειοπλάστης, παραδίδει το αριστούργημά του στον καλλιτέχνη που ξεκινά. «Ο νέος αγγειοπλάστης όμως δεν φυλάει το όμορφο σκεύος για να το κοιτάζει και να το θαυμάζει, αλλά το πετάει στο πάτωμα να σπάσει, και μαζεύει τα αμέτρητα μικρά κομματάκια που τα ανακατεύει μέσα στον δικό του πηλό».

 

Στο δεύτερο κείμενο, ο Γκαλεάνο απορρίπτει την αντιμετώπιση του παρελθόντος σαν να ήταν ένα καταφύγιο, μια αγκαλιά ή ένα πανωφόρι που σε προστατεύει από το κρύο, και σημειώνει πως «όσοι παραμονεύουν τον άνεμο για να σαλπάρουν, έχουν για λιμάνι αναχώρησης τη μνήμη». Στο επόμενο κείμενο πραγματεύεται το ζήτημα της λήθης, ξεκινώντας από το δεδομένο πως αν κατονομάσεις κάποιον, τον καλείς, άρα όσο υπάρχει η λέξη-κάλεσμα, «κανείς μας δεν εξαφανίζεται τελείως». Στη συνέχεια σχολιάζει την παράκαμψη των τραυματικών αναμνήσεων, με αφορμή τις γιαγιάδες που ταξιδεύουν εμμονικά προς τα παιδικά τους χρόνια, εξιδανικεύοντας τα περασμένα χωρίς να τα φοβούνται.

 

Το βιβλίο κλείνει με τον Γκαλεάνο να μιλά για το φως των νεκρών αστεριών που εξακολουθεί να λάμπει και για τη μουσική που υπάρχει ακόμα κι όταν δεν παίζεται. Μπορεί να πεθαίνουμε, μας λέει, αλλά η μνήμη δεν χάνεται. «Η φωνή ταξιδεύει, και συνεχίζει δίχως το στόμα».

 

…………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Διανοούμενος; Ποτέ!

 

6567iveΣυγγραφέας που επηρέασε βαθιά την αριστερή σκέψη, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο «έγινε» μπεστ σέλερ στον αγγλοσαξονικό κόσμο το 2009, όταν ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες χάρισε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα το κορυφαίο έργο του Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής που είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1971(εκδ. Θεωρία 1982, Κουκκίδα 2008). Αυτό το νεανικό βιβλίο του, που απαγορεύτηκε από τα δικτατορικά καθεστώτα της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και της Χιλής, καθώς και το τρίτομο Μνήμες της φωτιάς του 1982-86 (εκδ. Εξάντας, εκδ. Πάπυρος 2009, 2012), το οποίο έγραψε στην Ισπανία, στη διάρκεια της υποχρεωτικής εξορίας του, τον έκαναν διάσημο στον ισπανόφωνο κόσμο και στην Ευρώπη. Αυτά τα έργα καθιέρωσαν το συγγραφικό του στιλ, που συνδυάζει με λογοτεχνικό τρόπο την ιστορία, την πολιτική ανάλυση και τη δημοσιογραφία. Και αυτά –μαζί με τις δημόσιες παρεμβάσεις του– έστρεψαν το ενδιαφέρον και των ειδικών στην περιπέτεια της άλλης Αμερικής: εκείνης που σημαδεύτηκε από την αποικιοκρατική καταπίεση, την οικονομική εκμετάλλευση, την πολιτική χειραγώγηση, την οικολογική καταστροφή, αλλά και την επαναστατική πνοή.

 

Κι όμως, παρ' όλα αυτά, ο Γκαλεάνο αρνείται τον επίζηλο τίτλο του «διανοούμενου». «Γράφω σε μια γλώσσα που σκέφτεται με τις αισθήσεις, μια γλώσσα sentipensante», έλεγε στο Monthly Review, σε μια από τις σπάνιες μεγάλες συνεντεύξεις του (2008). «Είναι μια λέξη που μου τη δίδαξαν οι ψαράδες της κολομβιάνικης ακτής στην Καραϊβική και εξηγεί γιατί δεν θέλω να με αποκαλούν «διανοούμενο». Διότι νιώθω πως μεταμορφώνομαι σε ένα κεφάλι δίχως σώμα -μια όχι και πολύ ευχάριστη κατάσταση- και πως η λογική και η συγκίνησή μου υποχρεώνονται να πάρουν διαζύγιο η μία από την άλλη. Θεωρείται διανοούμενος αυτός που είναι ικανός να γνωρίζει, εγώ όμως προτιμώ εκείνον που είναι ικανός να καταλαβαίνει. Καλλιεργημένος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που συσσωρεύει γνώση, διότι τότε κανείς δεν θα ήταν πιο καλλιεργημένος από έναν υπολογιστή. Καλλιεργημένος είναι αυτός που ξέρει πώς να ακούει τις χίλιες και μία φωνές του φυσικού κόσμου του οποίου είμαστε μέρη. Προκειμένου να μιλήσω, εγώ ακούω. Συλλέγω λέξεις τις οποίες επιστρέφω με τον δικό μου τρόπο, στον κόσμο από τον οποίο προέρχονται».

 

[email protected]

 

Scroll to top