stergiogloy

24/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΓΛΟΥ

«Είναι πιο εύκολο να πεις “σ’ αγαπώ” τραγουδώντας παρά μιλώντας»

O Χρήστος Στέργιογλου πρωταγωνιστεί στην ταινία της Ελίνας Ψύκου «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» και οι κριτικοί τον εκθειάζουν. Ερμηνεύει τον Μίμη Τραϊφόρο στο πλευρό της Μαρινέλλας στο «Μπάντμιντον». Είναι ή δεν είναι η χρονιά του ; .
      Pin It

Πρωταγωνιστεί στην ταινία της Ελίνας Ψύκου «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» και οι κριτικοί τον εκθειάζουν. Ερμηνεύει τον Μίμη Τραϊφόρο στο πλευρό της Μαρινέλλας στο «Μπάντμιντον». Και το καλοκαίρι θα πάει στο Φεστιβάλ της Αβινιόν με την αριστουργηματική παράσταση «Ο κυκλισμός του τετραγώνου». Είναι ή δεν είναι η χρονιά του;

 

Tης Βένας Γεωργακοπούλου

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΓΛΟΥΔεν θυμάμαι να έχω δει ποτέ τον Χρήστο Στέργιογλου στο θέατρο και στο σινεμά και να μην τον ξεχωρίσω, τον θαυμάσω, τον λατρέψω. Αυτός ο αθόρυβος και σεμνός ηθοποιός έχει όλα τα χαρίσματα του κόσμου. Μπορεί να παίξει τα πάντα, από κωμωδία μέχρι τραγωδία, να χορέψει και να τραγουδήσει σαν επαγγελματίας.

 

Φέτος ξεκίνησε τη σεζόν με Δημήτρη Δημητριάδη στη Στέγη, συνεχίζει τώρα στο «Badminton» με τη Μαρινέλλα στο θέαμα για τη Βέμπο, παίζοντας τον Μίμη Τραϊφόρο, ενώ προβάλλεται από χθες στις αίθουσες η ωραιότατη ταινία της Ελίνας Ψύκου «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», που βασίζεται όλη πάνω του. Κρατάει τον ρόλο ενός αστέρα της τηλεόρασης, που μηχανεύεται ένα κόλπο (εξαφανίζεται) για να αναθερμάνει τη φήμη του.

 

• Η πρώτη ταινία που κάνατε ποια ήταν:

 

Το «Εργοστάσιο» του Ψαρρά, το 1981, έκανα έναν φαντάρο που φλέρταρε τη Δήμητρα Χατούπη. Είχα παίξει και στον «Μάη», το 1976, αλλά μέσα στο σύνολο. Ο πρώτος κανονικός μεγάλος ρόλος ήρθε πολύ αργότερα, το 2002, στο «Θα το μετανιώσεις» της Κατερίνας Ευαγγελάκου, και αμέσως μετά στο «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου. Αλλωστε πήρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βραβείο από τη διεθνή Κριτική Επιτροπή και για τους δύο ρόλους.

 

• Θα λέγατε ότι ειδικά αυτή η σεζόν με δύο παραστάσεις και μία ταινία είναι από τις καλύτερες της καριέρας σας;

 

Οχι μωρέ, τι θα πει καλύτερο και καλό; Ολα μέσα στη δουλειά και τη ζωή είναι. Αν πεις «αυτό είναι το καλύτερο», το επόμενο τι θα είναι; Χαίρομαι απλώς που η παράσταση του Δημητριάδη θα παιχτεί το καλοκαίρι στην Αβινιόν. Εχω μεγάλη αγωνία αν θα τα καταφέρω να πάω, γιατί θα έχω γυρίσματα ακριβώς εκείνη την περίοδο.

 

- Εντάξει, δεν σας αρέσει να υπερβάλλετε τη χαρά σας. Αλλά δεν έχετε περάσει δύσκολες στιγμές, που τα πράγματα δεν έρχονταν όπως τα θέλατε;

 

Φυσικά, και στη ζωή και στη δουλειά. Αλλά ποτέ δεν τα θεωρούσα δύσκολα. Πάντα φυσιολογικά τα θεωρώ τα πράγματα, είτε ευχάριστα είτε τραγικά. Αυτά που δεν μου αρέσουν καθόλου είναι τα αδιάφορα. Και, ευτυχώς, αυτό τον καιρό κάθε άλλο παρά αδιάφορα πράγματα μου συμβαίνουν.

 

• Σας διακρίνει γενικά μια ενδιαφέρουσα κινητικότητα. Ας πούμε, στα πρώτα χρόνια της καριέρας σας εγκαταλείψατε τα πάντα και πήγατε δύο χρόνια στην Αμερική. Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση και με τι οικονομική σιγουριά;

 

Καμιά οικονομική σιγουριά. Ημουνα τότε ήδη τέσσερα χρόνια στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος και δουλεύαμε πολύ με τον Θόδωρο Τερζόπουλο και την Αννέζα Παπαδοπούλου. Με την Αννέζα ήμασταν γύρω στα 30, είχαμε μεγάλη επιτυχία και καλούς ρόλους, άσε τη χαρά να δουλεύουμε με τον Θόδωρο. Αλλά είπαμε: «Αν δεν αποφασίσουμε να φύγουμε τώρα, ίσως θα μείνουμε για πάντα εδώ». Είχε κλείσει ένας κύκλος.

 

• Είχε τελικά νόημα;

 

Τη ζωή μου τη χωρίζω πριν και μετά τη Νέα Υόρκη. Γιατί εκεί βρίσκεσαι απολύτως αντιμέτωπος με τον εαυτό σου. Τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά και ακραία, αλλά και πιο ουσιαστικά. Μέσα σε όλη αυτή την ψευδαίσθηση της γκλαμουριάς και της ταχύτητας, καταλαβαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου. Τι μπορείς να κάνεις, τι δεν μπορείς, τι να αποφεύγεις, τι σου πάει, τι δεν σου πάει. Για πρώτη φορά στη ζωή μου βρέθηκα σε αυτό που λέμε «πάτο του καζανιού». Και, λες «ώπα, εγώ τώρα πρέπει να ζήσω». Και άρχισα να έχω περισσότερη αντοχή και κατανόηση για τα ανθρώπινα.

 

• Δουλέψατε πολύ πάνω στην τέχνη σας ή βασιστήκατε και στο χάρισμα που διαθέτετε;

 

Συνέχεια με απασχολεί η δουλειά μου. Το να προσπαθείς να βγάλεις πράγματα από τον εαυτό σου, η ίδια η έκθεση, δεν είναι εύκολη υπόθεση.

 

• Είναι μια διαδικασία λίγο μοναχική ή προϋποθέτει και συναντήσεις με σκηνοθέτες κ.λπ.;

 

Οχι, χρειάζεται να βρεις ανθρώπους με τους οποίους έχεις μια κοινή γλώσσα. Θεωρώ δάσκαλό μου τον Γουόλτερ Λοτ, έναν μαύρο Αμερικανό, ηθοποιό και δάσκαλο στο Ακτορς Στούντιο, έχει πεθάνει τώρα. Παρακολούθησα ένα σεμινάριό του σε ελληνικό νησί και επειδή δεν είχα λεφτά να τον πληρώσω, του πρότεινα να μείνω μέχρι το τέλος όλων των σεμιναρίων, να γίνω βοηθός του, κυρίως αναλαμβάνοντας τη μετάφραση στους Ελληνες. Μεγάλη ιστορία για μένα.

 

• Ελληνες σκηνοθέτες που έπαιξαν αντίστοιχο ρόλο;

 

Ανέφερα ήδη τον Τερζόπουλο, που με έμαθε να δουλεύω πολύ με το μυαλό μου και τι σημαίνει η αφήγηση. Είχα, όπως όλοι, μια λανθασμένη έννοια της αποστασιοποίησης, ότι δεν πρέπει, δηλαδή, η ερμηνεία μας να έχει συναίσθημα, αλλά ο Θόδωρος μου έμαθε ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο: ο ηθοποιός μεταδίδει το συναίσθημα του ήρωα. Σ’ αυτό με βοήθησε οργανικά και ο Γουόλτερ. Εννοώ, να μη φοβάμαι να εκτεθώ, τι είναι και πόση σημασία έχει για το θέατρο αυτό το «εδώ και τώρα», που άκουγα στο Ακτορς Στούντιο όταν παρακολουθούσα μαθήματα. Πολύ εξαιρετικές ήταν και οι συναντήσεις μου με τον Ανδρέα Βουτσινά, από την Αμερική προερχόταν κι αυτός. Υπήρξα τυχερός. Είχα πολλές συγγενικές συναντήσεις και στο θέατρο και στο σινεμά.

 

• Εχετε κάτι που δεν είναι τόσο συνηθισμένο στο ελληνικό θεάτρο. Είστε ένας γνήσιος διασκεδαστής, χορεύετε, τραγουδάτε. Κάνατε στο μουσικό είδος τεράστια επιτυχία το 1987 στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας με τα «Καπέλα» παρέα με τον Κώστα Ζαχαράκη, αλλά και τον Τάσο Καρακατσάνη στο πιάνο. Ανήκατε επί χρόνια στο σχήμα Κραουνάκης – Πρωτοψάλτη – Νικολακοπούλου. Εχετε κάνει μαθήματα μουσικής, ωδεία και τέτοια;

 

Από μικρός έχω σχέση με τη μουσικη. Επαιζα σαξόφωνο στην μπάντα του Διδυμότοιχου και πάντα ήμουνα στις χορωδίες. Και μετά έκανα λίγο πιο συστηματικά μαθήματα τραγουδιού στη Νέα Υόρκη.

 

• Θα μπορούσατε να αφιερωθείτε σε αυτό το κομμάτι της δουλειάς;

 

Δεν ξέρω. Εμεινα, όμως, τέσσερα χρόνια στο σχήμα Κραουνάκης – Νικολακοπούλου – Πρωτοψάλτη. Χωρίς να προλαβαίνω να κάνω θέατρο. Αλλά κι αυτό σαν θέατρο, σαν σκηνή το έβλεπα. Αυτό μου αρέσει, να είμαι στη σκηνή. Δεν έχει διαφορά. Τότε έμαθα τι σημαίνει ρυθμός, και έκτοτε ό,τι κείμενο και να έχω, το δουλεύω μέσα από τον ρυθμό, αυτό που λέμε το σωστό timing. Εκεί επίσης καταλάβα ότι είναι πιο εύκολο να πεις «σ’ αγαπώ» τραγουδώντας παρά μιλώντας. Και προσπαθώ, όσο εύκολα μου βγαίνει στο τραγούδι, να μου βγαίνει κι όταν μιλώ. Γιατί το τραγούδι έχει συγκεκριμένο ρυθμό, συγκεκριμένο μέτρο. Το να ακολουθείς μουσική και στίχο είναι μεν ταπεινωτικό για σένα, αλλά πολύ όμορφο για το αποτέλεσμα. Πρέπει να ταπεινωνόμαστε στο κείμενο. Αυτό μας οδηγεί και από ’κεί και πέρα βάζουμε τα δικά μας.

 

• Θα λέγατε ότι έχετε μια ευκολία στην κωμωδία, στο να βγάζετε γέλιο, όσο κι αν έχετε παίξει με επιτυχία ακόμα και τραγωδία;

 

Μπα, το ίδιο πράγμα είναι. Η καθαρότητα είναι αυτή που κάνει το κωμικό ή το δραματικό. Ευτυχώς έχω πάει πολλές φορές στην Επίδαυρο, όχι μόνο με τραγωδίες. Είχα κάνει τον Διόνυσο στους «Βατράχους» του Χατζάκη με το ΚΘΒΕ. Αλλά για μένα δεν έχει σημασία ο μεγάλος ρόλος και η μεγάλη επιτυχία – αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλοδεχούμενοι. Αλλά όταν λες «εγώ τώρα θα σκίσω», ποτέ δεν σκίζεις.

 

• Η ερμηνεία σας στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, όμως, σας άνοιξε δρόμους και για ξένες ταινίες.

 

Κατ’ αρχήν ο «Κυνόδοντας» είναι μια μεγάλη ταινία. Δεν μπορείς να κάνεις μεγάλη ερμηνεία αν δεν είναι όλο το πράγμα καλό. Αυτό που λένε, «δεν μου άρεσε η παράσταση ή η ταινία, αλλά εσύ ήσουν καταπληκτικός», εγώ δεν το πιστεύω. Η τέχνη είναι θέμα συνόλου, συνεργασίας και εμπιστοσύνης και αυτού που εγώ λέω «επί ίσοις όροις». Αν θεωρείς τον εαυτό σου πιο πάνω ή πιο κάτω, τα πράγματα πάνε χάλια. Στον «Κυνόδοντα» και έβαλα πράγματα, και ακολούθησα τον Λάνθιμο, και βγήκαν πράγματα που δεν τα σκεφτόμασταν. Αλλά ήμασταν μαζί, κι αυτό είχε σημασία. Αν δεν υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν μπορώ να προχωρήσω ούτε καν με σκηνοθέτη που θαυμάζω πολύ. Γιατί όταν ξεκινάω μια δουλεια είναι σαν να μην ξέρω τίποτα. Λευκό χαρτί. Ο φίλος μου ο Σταμάτης ο Κραουνάκης με δουλεύει συνέχεια, γιατί σε κάθε νέα δουλειά του λέω: «Πολύ δύσκολο αυτό, βρε Σταμάτη».

 

• Με την Ελίνα Ψύκου, μια νέα σκηνοθέτιδα, πώς τα πήγατε; Και τι ακριβώς θέλει να «χτυπήσει» η ταινία σας; Τον τηλεοπτικό κατήφορο;

 

Η Ελίνα είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Χαίρομαι για τις προοπτικές του «Παρασκευά» από το Βερολίνο και μετά. Κατά τη γνώμη μου είναι ανθρωποκεντρική η ταινία, το πορτρέτο ενός ανθρώπου που κάνει εκπομπή στην τηλεόραση, αλλά την έχει δει λάθος τη δουλειά του. Γι’ αυτόν η διασημότητα είναι αυτοσκοπός. Ε, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί.

 

• Μελετήσατε για τον ρόλο γνωστές τηλεοπτικές περσόνες;

 

Οχι, όχι. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω σε όλες αυτές τις εκπομπές είναι το «να περνάει ευχάριστα η ώρα». Τι σημαίνει να περνάει ευχάριστα η ώρα; Εκεί το πράγμα αρχίζει να γίνεται τόσο αδιάφορο και κουραστικό, κι ας πιάνει στον κόσμο. Δεν έχω τίποτα με αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά εμένα με ενδιαφέρει στη δουλειά μου να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου. Τότε μόνο κάνεις και τον άλλο να βλέπει πράγματα που έχει μεσα του. Οταν υπάρχει απλώς ένα ωραίο περιτύλιγμα, δεν βλέπεις πέρα από αυτό.

 

• Η συνεργασία σας με τη Μαρινέλλα πώς προέκυψε;

 

Είχαμε δουλέψει μαζί στο «Υστερα ήρθαν οι μέλισσες» του Γιάννη Ξανθούλη, που είχε μεταφέρει στην τηλεόραση ο Κουτσομύτης. Από τότε ευτυχώς έχουμε μια φιλία που με χαροποιεί. Χαίρομαι ακόμα πιο πολύ που βρισκόμαστε τώρα μαζί στη σκηνή.

 

• Πώς είναι σαν παρτενέρ αυτή η ντίβα;

 

Καμιά σχέση με ντίβα. Το ότι είναι η Μαρινέλλα είναι, βέβαια, δεδομένο. Αλλά την ώρα που είμαστε μαζί της, δεν σκέφτεται «Εγώ είμαι η Μαρινέλλα και σεις πιο κάτω». Αυτό είναι που με συγκινεί σ’ αυτή. Οταν μου είπε πέρυσι «θέλω να κάνω τη ζωή της Βέμπο, άντε να βρεθούμε επιτέλους στη σκηνή», της έπιασα το χέρι και της είπα «ό,τι θέλεις θα κάνω, ό,τι θέλεις».

 

• Τραγουδάτε;

 

Κάνω δυο ντουέτα με τη Μαρινέλλα -της κάνω σεκόντο στο «Να καθόμουνα πλάι σου» και στο «Καλό σου ταξίδι, μικρή μου χαρά». Από τα ωραιότερα πράγματα που μου έχουν συμβεί. Λέμε επίσης -μισό εγώ, μισό αυτή- και το «Πού να ’σαι αλήθεια το βράδυ αυτό». Η Μαρινέλλα λέει, βέβαια, πολλά τραγούδια της Βέμπο και τα λέει εξαιρετικά.

 

• Και τον Τραϊφόρο πώς τον παίζετε; Τι ντοκουμέντα, άλλωστε, να υπάρχουν ώστε να βασιστείτε;

 

Διάβασα το βιβλίο του «Μίμης Τραϊφόρος – Σοφία Βέμπο», συνάντησα και πολλούς που τον γνώρισαν. Αλλά πάνω απ’ όλα η συνεργασία με τον Ζούλια έχει σημασία, αυτός έγραψε το έργο. Αλλά και πάλι προσπαθώ οι αντιδράσεις να είναι δικές μου. Πώς να ξέρω πώς αντιδρούσε και σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος;

 

……………………………………………………………………………………..

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΓΛΟΥ«Δεν θέλω να ψηφίσω κανέναν»

 

• Την κρίση δεν πρέπει να την πολυαισθάνεστε, γιατί έχετε δουλειά.

 

«Πώς δεν την αισθάνομαι. Μου έχουν χτυπήσει την πόρτα άνθρωποι που δεν έχουν να ζήσουν. Αρχισε να μπαίνει στον πολύ στενό μας κύκλο. Εγώ δεν έχω οικονομικό πρόβλημα, ευτυχώς. Εχω δουλειά και τρώω. Μου φτάνουν να επιβιώσω».

 

• Και τι νιώθετε; Θέλετε να ξεσπάσετε; Να ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ;

 

«Ειλικρινά βρίσκομαι σε μεγάλο αδιέξοδο. Δεν θέλω να ψηφίσω κανέναν. Πώς είναι τα μάτια του Σκρουτζ με το δολάριο; Ε, εγώ βλέπω στα μάτια όλων των πολιτικών «εξουσία, εξουσία, εξουσία». Αντί να σκέφτονται τον διπλανό τους σκέφτονται τι θα κερδίσουν οι ίδιοι. Πάντα Αριστερά ψήφιζα πάντως, κι εγώ εργάτης είμαι. Αυτό που φοβάμαι πάρα πολύ είναι η Χρυσή Αυγή. Την εξέλιξη ανθρώπων φανατισμένων και με παρωπίδες δεν μπορείς να την προβλέψεις».

 

• Είστε λοιπόν απαισιόδοξος;

 

«Είμαι απόλυτα αισιόδοξος. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή ή εμείς θα καταλάβουμε τι συμβαίνει ή αυτοί που μας κυβερνάνε. Και ή δεν θα μας σπρώξουν από τον γκρεμό να πέσουμε ή εμείς μόνοι μας θα κάνουμε κάτι για να μην πέσουμε».

 

[email protected]

 

Scroll to top