26/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Ποίηση οριακών στιγμών

Δημήτρης Χουλιαράκης «Αναπολόγητος στις κούνιες ντάλα μεσημέρι». Ποιήματα Το ροδακιό, 2013, σελ. .
      Pin It

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Εξι συλλογές σε διάστημα τριάντα ετών αριθμεί η ποιητική παραγωγή του Δημήτρη Χουλιαράκη από το «Υπέρ Θηλών και ραμφών» του 1983 έως το πρόσφατο «Αναπολόγητος στις κούνιες ντάλα μεσημέρι» του 2013, ο ποιητής αφήνει όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα να περάσει μεταξύ δύο βιβλίων. Κι ακόμη και αν πλάι στα ποιήματα συνυπολογίσουμε και το πλήθος των μεταφράσεων που έχει κάνει ο ίδιος καθώς και τα ποικίλα κριτικά άρθρα που έχει δημοσιεύσει, η εικόνα του ολιγογράφου ποιητή δεν ανατρέπεται, η εικόνα δηλαδή του ποιητή που μετράει προσεκτικά τα λόγια και τους στίχους του και, έτσι, ωθεί και τον αναγνώστη του να κάνει το ίδιο.

 

«Είκοσι ένα συν ένα ποιήματα» διαβάζουμε κάτω από τον αινιγματικό τίτλο της νέας του συλλογής που σημαίνει είκοσι ένα πρωτότυπα ποιήματα συν ένα μεταφρασμένο από τα γερμανικά, το οποίο, όπως διαβάζουμε στη σχετική σημείωση του ποιητή, «ο Δ.Χ. το δανείστηκε από το μακρινό ομότεχνό του, καθώς θεώρησε τη λυρική του νότα ζηλευτή, ό,τι καλύτερο για κατακλείδα του βιβλίου». Πρόκειται για ποίημα του Γερμανού ποιητή Ludwig Uhland, στο οποίο ένα μολυβένιο στρατιωτάκι μιλάει για τον θάνατο του συντρόφου του στη μάχη και του υπόσχεται πως οι δυο τους θ’ ανταμώσουνε ξανά και θα βαδίσουνε μαζί στην αιώνια ζωή. Ταιριαστό πράγματι το ποίημα για το βιβλίο του Χουλιαράκη, καθώς ο θάνατος, η συντροφικότητα και η αγάπη, οι οριακές στιγμές και η παραμυθία, η μνήμη και το θαύμα είναι κεντρικές έννοιες της ποίησής του, όπως και η ελεγειακή διάθεση και η συχνή χρήση ποικίλων αφηγηματικών φωνών.

 

Το εύρος αυτών των διαφορετικών φωνών στις οποίες μοιράζεται ο ποιητικός λόγος στα βιβλία του Δημήτρη Χουλιαράκη, καθώς και ο συνακόλουθος –τοπικός και χρονικός, θα λέγαμε– εξωτισμός που τον διακρίνει, εξυπηρετούν τη σαφή πρόθεσή του να αντικρίσει και να μιλήσει για τον θάνατο (και, αναπόφευκτα, και για τη ζωή) με αντικειμενική ματιά και μυθοποιητική διάθεση, συνθέτοντας κατ’ ουσίαν μια ποιητική μελέτη θανάτου. Αυτό το μέγιστον μάθημα είναι που μας διδάσκει ο γερμανικής καταγωγής μολυβένιος στρατιώτης που είδαμε, όπως και η Αιγύπτια θεά Νουτ, οι αρχαιοελληνικής καταγωγής Φωτεινή και Μαρκέλλα, ο κόντε Καποδίστριας, η Μαίρη Πόπινς, ο νεαρός βραζιλιάνος Βάγκνερ, οι νεκροί πιλότοι του Ειρηνικού, ο παρατημένος εραστής, ο Ολιβερ Τουίστ, ο πεντάχρονος Χριστός, ο Πίτερ Παν, η Αρσινόη. Αλλά και ο οικείος μας ζωικός κόσμος, μια κατσίκα στα Αντικύθηρα, δυο χελώνες στη Λήμνο, μια οχιά στο Αγιο Ορος, ένα σκαθάρι στις Μυκήνες, αντιμετωπίζει κι αυτός ακόμα τη φθορά του χρόνου και την αδυσώπητη μοίρα των θνητών.

 

Ο λόγος του ποιητή δεν χαρακτηρίζεται ωστόσο από δυσθυμία και απελπισία, το δίδαγμα δεν είναι η συντριβή και ο σπαραγμός μπροστά στην οριακή στιγμή του θανάτου. Το αντίθετο, θα λέγαμε: λυρικός και δραματικός ταυτόχρονα, άλλοτε χαμηλόφωνος και νηφάλιος και άλλοτε εύθυμος και ιμερικός παρηγορεί επικυρώνοντας το αναπόφευκτο και εορτάζοντας την ομορφιά, παραδεχόμενος ακόμα και το θαύμα που σβήνει τα όρια μεταξύ θανάτου κι αθανασίας: «Βλέπω αίφνης τη Φωτεινή / και τη Μαρκέλλα να μου γνέφουν / σκόνη και χώμα κολλημένα πάνω τους / στο σβέρκο στις μασχάλες στους γλουτούς / σε μια στιγμή χάνονται στην κορφή του λόφου / προφυλαγμένες απ’ τ’ αδιάκριτα βλέμματα / ξαλαφρώνουν ανακούρκουδα / γελώντας συνωμοτικά». Ή όταν το φεγγάρι θα φωτίσει εξίσου μια σύγχρονη νοικοκυρά και το σώμα μιας γυναίκας του τετάρτου αιώνα που βρέθηκε σ’ ένα οικόπεδο, Ισαύρων και Μαιζώνος: «Το φεγγάρι λειψό τις βλέπει και τις δυο. / Μέσ’ απ’ την μπαλκονόπορτα θα παίξει / με το ιδρωμένο πανωχείλι της μιανής / κι ύστερα στο γλειμμένο μέτωπο της άλλης / μι’ αχτίδα του χλωμή θ’ αφήσει να γλιστρήσει».

 

Τέτοιες στιγμές διασώζει ο ποιητής στους στίχους του, γιατί αυτές είναι οι στιγμές που διασώζουν τον άνθρωπο και του χαρίζουν την αθανασία: εκείνη που κερδίζεται μέσω της μνήμης και της τέχνης κι εκείνη που αξιώνεται ο θνητός όταν μες στη ζωή ή ενώπιον του θανάτου ο χρόνος αίφνης διαστέλλεται και χωράει, θαρρείς, μέσα σε μια θαυμαστή στιγμή πολλές ζωές: «μια στιγμή σχεδόν ονειρική / που ίσως και να τη σκάρωσαν / στο σαστισμένο μου μυαλό η άκρα επιθυμία, / του όρθρου η μεταρσίωση, / ο γλυκασμός της εξοχής / και μια αλλόκοτη στα σπλάχνα ταραχή / από την αναστάσιμη της φύσης πανδαισία».

 

Scroll to top