Της Μαρίας Στασινοπούλου
Ψηφίδες ζωής, σε ένα δυνάμει σπονδυλωτό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, είναι το πρώτο βιβλίο του πενηντάχρονου Αλέξανδρου Στεφανίδη. Διηγήματα τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας. Και είναι γεγονός ότι κάθε κείμενο έχει αυτονομία, όπως έχει και ιστορία, εννοώ θέμα-κουκούτσι στο οποίο εστιάζει η μνήμη. Πρόκειται για τις εμπειρίες και τις τραυματικές στιγμές ενός παιδιού που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, λίγο μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα. Το υλικό στεγάζεται κάτω από τον οξύμωρο τίτλο «Χάδι», και λέω οξύμωρο, γιατί η αφήγηση αποκαλύπτει όλη τη μαυρίλα τού χωρίς έλεος ορφανοτροφείου και το χάδι υπάρχει μόνον ως μια γλυκιά στιγμιαία ανάμνηση στην αγκαλιά της μάνας.
Πώς αναπτύσσεται ένα παιδί μεγαλωμένο στη μέγκενη των ορφανοτροφείων, των παιδουπόλεων ή του οποιουδήποτε ιδρύματος; Πώς αντέχει ένα παιδί; Πώς αντιδρά ένας έφηβος; Απλές στιγμές που συγκροτούν μια φυσιολογική ζωή, εδώ όλες εμποδισμένες ή ελεγχόμενες: το φαγητό, ο ύπνος, η μελέτη, το σινεμά, η συνάντηση. Η βαναυσότητα της εξουσίας, από τον επιμελητή μέχρι τον διευθυντή, τροφοδοτεί την καθημερινότητα και τορπιλίζει την αγωγή.
Τον λόγο του αφηγητή δεν διακρίνει καμία μιζέρια, καμία οργή για την άδικη κοινωνία, αντίθετα αποπνέει μια θυμόσοφη αποδοχή της αδυναμίας, της ανέχειας, της ανάγκης τού «δεν είχα άλλη επιλογή». Φαίνεται βίωμα στο οποίο όμως η αποστασιοποιητική χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγησης παρέχει το άλλοθι της μυθοπλασίας.
Πέρα από την απλότητα και την αισθαντικότητα της γραφής σε τόνους μελαγχολικούς και τρυφερούς, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις υπόκωφες εσωτερικές ταραχές του ήρωα, τις ακριβείς προσωπογραφίες, τις ολοζώντανες εικόνες. Συγκλονιστική η σκηνή με το γαλατάκι (σσ. 33-35). Κορυφαίο διήγημα «Το τάμα»: Παιδί εννέα ετών συνοδεύει τη μητέρα σε ένα περίεργο τριετές τάμα στην Παναγία της Τήνου. Αντιλαμβάνεται, στην καμπίνα του ασυρματιστή που τους φιλοξενεί, το κρεβάτι να πάλλεται από την ερωτική συνεύρεση της μάνας του με τον ασυρματιστή. Σφίγγεται, παγώνει, κλαίει, σπαράζει, νιώθει να τον βιάζουν∙ «κοιμήσου επιτέλους» βρυχάται η μάνα δίνοντάς του μια δυνατή κλοτσιά∙ και το διήγημα τελειώνει έτσι: «Οι κινήσεις σταμάτησαν απότομα. Οι ανάσες δεν ακούγονταν πια. Ολα ησύχαζαν. Με υγρά μάτια έβλεπε το φως του φεγγαριού να χύνεται απ’ το φινιστρίνι». Σπαρακτικό διήγημα «Ο φίλος».
Οργανωμένη δομή συστήνει το βιβλίο. Το πρώτο κείμενο, σαν εισαγωγή, μνημονεύει τον φυλακισμένο πατέρα, «για απόπειρα φόνου της γυναίκας του», της μάνας, η οποία είναι ουσιαστικά το κυρίαρχο πρόσωπο της γραφής. Με το δεύτερο διήγημα αρχίζει η περιπέτεια του ορφανοτροφείου, η οποία τελειώνει στο προτελευταίο «The letters». Και η καταληκτική «Εξοδος», στην πόρτα του Γ΄ Νεκροταφείου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το τελικό ισοδύναμο της παρουσίας-απουσίας της μάνας. «Δεν θρηνούσε το χαμό της μάνας του, που δεν την έβλεπε πια. Εκλαιγε γιατί δεν μπορούσε να την κλάψει.
Την είχε θρηνήσει πολλά βράδια πριν, στην ερημιά του απέραντου θαλάμου του Ορφανοτροφείου, όταν η μνήμη –μαχαίρι– στριφογύριζε στο στήθος του, για να του θυμίζει το τάμα».
Το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» συστοιχεί απόλυτα στο εξαιρετικό αυτό ολιγοσέλιδο βιβλίο. Είναι ενδιαφέρον, γιατί ο συγγραφέας, στο απαιτητικό είδος του διηγήματος έχει καταφέρει να πετύχει τις αναγκαίες συνθήκες: την ουσία, τη συμπύκνωση, την ελλειπτικότητα, την ισορροπία ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική, τη συγκινησιακή σπίθα.