Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Του Αρη Στυλιανού

 

Ο Σεφέρης αναρωτήθηκε ποιητικά και στοχαστικά: «τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;» («Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄»). Τα ερωτήματα αυτά επανέρχονται διαρκώς κατά την ανάγνωση του βιβλίου του Γάλλου καθηγητή φιλοσοφίας Ζαν-Λικ Μαριόν, «Ο Θεός χωρίς το είναι». Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο του Μαριόν που παρουσιάζεται στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις εκδόσεις «Πόλις». Είχαν προηγηθεί «Το ερωτικό φαινόμενο» (2008, μτφρ. Χρήστος Μαρσέλλος) και το «Επιπροσθέτως». Φαινομενολογία και θεολογία (2011, μτφρ. Γιώργος Γρηγορίου).

 

Πώς γίνεται να μιλήσουμε για τον Θεό, χωρίς ταυτόχρονα να σκεφτούμε και να παραπέμψουμε αμέσως στην έννοια του Είναι, με τη θεμελιώδη φιλοσοφική σημασία που έχει αυτός ο όρος; Πώς θα μπορούσαμε να συλλάβουμε τον Θεό πέρα από την οντολογία και την αιτιότητα; Αυτό είναι με δυο λόγια το πρόβλημα που εξετάζει ο συγγραφέας στο ενδιαφέρον και απαιτητικό έργο που συζητούμε.

 

Η απάντησή του, πολύ συνοπτικά, συνίσταται στη διάσημη διατύπωση του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Ο Θεός αγάπη εστίν». Η αγάπη, όπως λέει ο Μαριόν, είναι ένας όρος που ξεφεύγει από τον έλεγχο της σκέψης και μας απελευθερώνει, επιτρέποντάς μας να συλλάβουμε τον Θεό πέρα από κάθε ειδωλολατρία. Η αγάπη προηγείται της σκέψης του Είναι. Διότι εμείς οι άνθρωποι πρώτα αγαπάμε και μετά σκεφτόμαστε.

 

Για να πραγματευθεί το δύσκολο θέμα του, ο Μαριόν επιλέγει να κινηθεί στο μεταίχμιο φιλοσοφίας και θεολογίας. Ακολουθώντας μια σημαντική φιλοσοφική παράδοση του 20ού αιώνα, τη φαινομενολογία, ο συγγραφέας συνομιλεί με στοχαστές όπως ο Μισέλ Ανρί, ο Πωλ Ρικέρ και ο Εμμανουέλ Λεβινάς, επιχειρώντας να προεκτείνει τη γαλλική φαινομενολογική σχολή.

 

Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια, που αρχικά συνιστούσαν αυτοτελή μελετήματα. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Το είδωλο και η εικόνα». Εδώ αναλύονται η αρχαιοελληνική επινόηση του ειδώλου και η χριστιανική (πατερική, βυζαντινή) σημασία της εικόνας. Το δεύτερο μελέτημα κάνει λόγο για «Διπλή ειδωλολατρία», όπου αντιπαρατίθεται ο Θεός των φιλοσόφων (που είναι αιτία του εαυτού του) με τον «αναίτιο» Θεό της αποκάλυψης.

 

Το τρίτο και εκτενέστερο κεφάλαιο μελετά διεξοδικά «Το σταυροδρόμι του Είναι», επιμένοντας κυρίως στη σκέψη του Χάιντεγκερ, μέσω των εννοιών του Dasein και της οντολογικής διαφοράς. Το τέταρτο κείμενο τιτλοφορείται «Η ανάποδη της ματαιότητας», όπου η αγάπη και ο έρωτας προτείνονται ως αντίδοτα στη μελαγχολική συνειδητοποίηση της ματαιότητας.

 

Το πέμπτο μέρος μιλά «Για τον ευχαριστιακό τόπο της θεολογίας», επιχειρώντας μια ερμηνευτική της Θείας Ευχαριστίας. Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει «Το παρουσίασμα και το δώρο», έννοιες τις οποίες ο συγγραφέας σημασιοδοτεί με ιδιαίτερη πρωτοτυπία, ενώ το έβδομο επιγράφεται «Η ύστατη αυστηρότητα» και αποτελεί υστερόγραφο στο θέμα της ομολογίας της πίστης. Συνολικά, διαπιστώνουμε μια κλιμάκωση από τη φιλοσοφία προς τη θεολογία.

 

Οπως είναι αναμενόμενο, οι αναλύσεις που συναντούμε στο «Ο Θεός χωρίς το είναι» διασταυρώνονται διαρκώς με το έργο κλασικών φιλοσόφων, όπως ο Χάιντεγγερ και ο Χούσερλ, ο Νίτσε και ο Φόιερμπαχ, ο Χέγκελ και ο Καντ. Σημαντική θέση καταλαμβάνει επίσης ο φιλοσοφικός στοχασμός ορισμένων παλαιοτέρων: Αριστοτέλης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Αυγουστίνος, Θωμάς Ακινάτης.

 

Επιπροσθέτως, επειδή ο Μαριόν είναι χριστιανός καθολικός και γνώστης της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την παρούσα μελέτη πολλές εμβριθείς αναφορές στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι ο συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει αρμονικά την πλούσια θεολογική και φιλοσοφική σκευή του με τη μεγάλη λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας ή και αναλύοντας έργα του Βαλερί, του Μποντλέρ ή του Χέλντερλιν. Ετσι καταδεικνύεται ότι, για να θυμηθούμε άλλη μια φορά τον Σεφέρη, «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».

 

Ο μεταφραστικός μόχθος του Χρήστου Μαρσέλλου καταφέρνει να αποδώσει με ευστοχία και κομψότητα μια απαιτητική πρωτότυπη γραφή δοκιμιακού χαρακτήρα, η οποία παρουσιάζει σημαντικές φιλοσοφικές και θεολογικές δυσκολίες. Συν τοις άλλοις, ο μεταφραστής προσφέρει στον αναγνώστη ένα Επίμετρο είκοσι σελίδων, όπου γίνεται μια σύντομη παρουσίαση των φιλοσοφικών προϋποθέσεων του εγχειρήματος του συγγραφέα. Στο Επίμετρο αποτυπώνεται η συστηματική ενασχόληση του μεταφραστή με τη φαινομενολογική παράδοση και η γνώση των συναφών φιλοσοφικών προβλημάτων.

 

Αξίζει να κλείσουμε δίνοντας τον λόγο στον ίδιο τον Μαριόν. Ορίστε λοιπόν η πρώτη φράση του προλόγου, που δηλώνει μια προτίμηση του συγγραφέα, επέχοντας θέση εξομολόγησης: «Θα έπρεπε να ομολογήσουμε κάποτε ότι η θεολογία, από όλες τις μορφές γραφής, είναι εκείνη που προκαλεί μάλλον τη μεγαλύτερη απόλαυση». Και άλλη μία διατύπωση, περί έρωτος και αγάπης: «Μόνο ο έρωτας δεν είναι υποχρεωμένος να είναι. Και ο Θεός αγαπάει χωρίς το είναι».

 

 

Scroll to top