Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Του Δημήτρη Δημηρούλη

 

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977), εκτός από το κυρίαρχο πάθος της γραφής, είχε και άλλα δύο: το σκάκι και τις πεταλούδες. Πρόκειται για υπαρξιακές καταστάσεις που συμβολίζουν κάτι ακόμη: τη διαρκή σύζευξη της ανανεωτικής μετάλλαξης με την απόλαυση του σχεδιασμού• τη δύναμη της παρατήρησης και τη σημασία της λεπτομέρειας. Ο Ναμπόκοφ υπήρξε μάγος των μεταμορφώσεων και μετρ της στρατηγικής.

 

Πάντα και παντού αναζητά το σπάνιο και το αιφνίδιο. Δρα ταυτόχρονα ως συλλέκτης και ως παίκτης. Πρωτίστως όμως είναι σκηνοθέτης, σε κατάσταση οβιδιακού οργασμού. Συγγραφέας που κρατά απόσταση από τη γραφή, τη ζωή, τη μνήμη. Οπως ο ψύχραιμος σκακιστής ή ο σχολαστικός λεπιδοπτερολόγος. Αναζήτηση, παιχνίδι και απόσταση είναι τα τρία δραστικά συστατικά του έργου του που συνέχουν και την αυτοβιογραφική αφήγηση με τον προτρεπτικό τίτλο: «Μίλησε, μνήμη» (μτφρ. Γ. Βάρσος, πρόλ. Μ. Φάις, εκδ. Πατάκη, 357 σελίδες).

 

Ο Ναμπόκοφ δεν μπορεί να καλπάσει στη φαντασία χωρίς τα χαλινάρια του εικονοποιημένου στοχασμού. Εχει επίσης όλα τα γνωρίσματα του αντιπαθητικού εστέτ που αφηγείται στριφνές ιστορίες, απαιτώντας από τον αναγνώστη να υπερβεί κεκτημένα αντανακλαστικά και να εξοικειωθεί με την πολυεπίπεδη γραφή του. Ετσι αναπλάθει τον «στερεοσκοπικό ονειρότοπο» της ζωής του, με κέντρο την παιδική και εφηβική ηλικία.

 

Ολοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή επιστρέφουν στο παιδί που νομίζουν ότι κουβαλάνε ακόμη μέσα τους, ενώ ξέρουν ότι ανήκει στο παρελθόν. Οι συγγραφείς επιζητούν την ανασύσταση αυτού του παρελθόντος σε παρόν, καταφεύγοντας στη γραφή για να περάσουν στο στημόνι του πεπερασμένου τη νοσταλγία της αιωνιότητας. Η αυτοβιογραφική αποτύπωση δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν «καταργηθεί» ο χρόνος. Οπως δηλώνει ο Ναμπόκοφ, για να επιτρέψεις στη γραφή να ακούσει τη μνήμη, πρέπει να αντισταθείς στη διαβρωτική παρουσία του χρόνου. Μάταιο εγχείρημα αλλά αποδοτικό ως συγγραφικό τέχνασμα.

 

Οταν ολοκληρώνει την αυτοβιογραφία του το 1966, και αφού έχουν προηγηθεί σποραδικές δημοσιεύσεις κεφαλαίων σε περιοδικά και μια πρώτη δημοσίευση σε βιβλίο, με άλλον τίτλο, το 1951, ο συγγραφέας είναι 67 ετών. Η αφήγησή του είναι περίτεχνη και ευρηματική με όλα τα αναπόφευκτα φίλτρα της μακρινής μνήμης και της βιωματικής εξιδανίκευσης. Πάει κι έρχεται, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει το θάμβος της νεότητας στην Αγία Πετρούπολη, στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα. Εκεί κατοικεί το θαύμα και εκεί επιστρέφει διαρκώς ο συγγραφέας, μολονότι τα επόμενα είκοσι χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Ευρώπη (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία) και όταν έφτασε τα σαράντα ένα μετοίκησε οριστικά στον Νέο Κόσμο, το 1940, για να γίνει ο πιο Αμερικανός Ρώσος συγγραφέας (παράδοξο τωόντι είδος).

 

Ο αναγνώστης που θα διαβάσει αυτήν την τόσο ιδιοσυγκρασιακή αυτοβιογραφία θα μετακομίσει σε άλλη εποχή και θα θαμπωθεί από τον πλούτο, την άνεση και τις μεγαλοαστικές συνήθειες της οικογένειας Ναμπόκοφ. Ο πατέρας του, σημαντική προσωπικότητα της εποχής, είχε εξασφαλίσει βασιλική διαβίωση στην πολυμελή οικογένειά του. Απορεί κανείς πώς ένας φιλελεύθερος μεγαλοαστός, που εναντιώθηκε στον τσαρικό αυταρχισμό, μπορούσε να συντηρεί σπίτια και εξοχικά, να διαχειρίζεται μεγάλες εκτάσεις, να πληρώνει γκουβερνάντες, παιδαγωγούς, οικονόμους, υπηρέτες, σοφέρ, να συντηρεί άλογα, αυτοκίνητα και υποστατικά, να ταξιδεύει συνεχώς στην Ευρώπη με την οικογένειά του.

 

Ο Ναμπόκοφ έζησε ένα όνειρο που κατέστρεψε η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917. Οι μπολσεβίκοι γι’ αυτόν είναι ο επίγειος σατανάς, γιατί του στέρησαν την πατρίδα και την οικογένεια, στέλνοντάς τον σε μόνιμη εξορία. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στο Βερολίνο το 1922 και η μητέρα του πέθανε στην Πράγα το 1939. Ο ίδιος, στα είκοσι χρόνια που περιφέρεται στην Ευρώπη, γράφει στίχους και εννέα μυθιστορήματα στα ρωσικά, με σχεδόν αποκλειστικό παραλήπτη τους κύκλους των Ρώσων εμιγκρέ.

 

Τον τίτλο του Αμερικανού συγγραφέα θα τον κερδίσει ύστερα από την έκδοση της «Λολίτας» (1955), αυτού του πιο ανερωτικού, σχεδόν καφκικού, μυθιστορήματος, που έγινε διάσημο ως χολιγουντιανό soft-porn. Το ανασκάλεμα της μνήμης το είχε όμως ήδη αρχίσει από τη δεκαετία του 1940, σε μια προσπάθεια να ανακαλέσει τον χαμένο παράδεισο της νιότης. Δεν κρύβει πόσο ευνοημένος υπήρξε στα κρίσιμα αυτά χρόνια, ούτε πόσο η καταγωγή του προσδιόρισε, παρά τις αναποδιές της τύχης, τη μετέπειτα πορεία του. Αν κανείς αναρωτιέται πώς ένας Ρώσος έγραψε σπουδαία αγγλικά, θα διαφωτιστεί ίσως όταν μάθει ότι η πρώτη γλώσσα που έμαθε από τις γκουβερνάντες του, προτού αρχίσει, σε ηλικία πέντε ετών, να μαθαίνει ρωσικά και γαλλικά, ήταν τα αγγλικά.

 

Από το «Μίλα, μνήμη» αναδύεται μια ολόκληρη εποχή με τους ήρωές της, τους κομπάρσους, τις κοινωνικές αντιθέσεις, τις ανατροπές της ιστορίας, τις οικογενειακές περιπέτειες, καθώς ο συγγραφέας επιχειρεί να αναστήσει τον μικρό Ρώσο αριστοκράτη και να δώσει την ευκαιρία στη μνήμη να ξαναπαίξει μια παρτίδα σκάκι με τις χαμένες πεταλούδες του χρόνου.

 

 

Scroll to top