Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Του Χρήστου Κυθρεώτη

 

Ο Φίλιπ Ροθ ―που πρόσφατα δήλωσε ότι δεν θα ξαναγράψει― έχει κατά καιρούς αναπτύξει στις συνεντεύξεις του τη μέθοδο που χρησιμοποιεί για να αντεπεξέρχεται στις δύσκολες καταστάσεις της ζωής του: Καταγράφει τα πάντα. Την ίδια μέθοδο υποψιάζεται πως χρησιμοποιούν και πολλοί άλλοι συγγραφείς: «Οταν τα πράγματα γίνονται ακραία, η αυθόρμητη αντίδραση είναι να τα καταγράψεις».

 

Το 1987 ο Χέρμαν Ροθ, πατέρας του συγγραφέα, διαγιγνώσκεται με όγκο στον εγκέφαλο και ο Αμερικανός πεζογράφος εγκαθίσταται σε ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης προκειμένου να βρίσκεται κοντά του. Τα βράδια δεν βγαίνει ― μένει στο δωμάτιό του και καταγράφει σε ένα σημειωματάριο τις συναντήσεις με τον πατέρα του. Αποδελτιώνει τις στιχομυθίες, τους δισταγμούς, τις επισκέψεις σε γιατρούς και νοσοκομεία – αποδελτιώνει τα πάντα.

 

Από αυτές τις σημειώσεις θα προκύψει αργότερα ένα συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό αφήγημα: Η «Πατρική κληρονομιά» εκδίδεται το 1991 και γίνεται δεκτή με διθυράμβους από την αμερικανική κριτική, αποσπώντας το βραβείο του «Time» στην κατηγορία της μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας. Στην Ελλάδα εκδόθηκε αρχικά το 1995 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή και επανεκδίδεται φέτος (στην ίδια εξαιρετική μετάφραση του Τάκη Κίρκη) από τις εκδόσεις «Πόλις».

 

Για τον αναγνώστη του Ροθ, η «Πατρική κληρονομιά» σηματοδοτεί μια αποκαλυπτική στιγμή. Αφού εξερεύνησε με το έργο του τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος απεμπολεί εδώ όλα του τα προσωπεία. Δεν χρειάζεται ούτε τον Ζούκερμαν, ούτε τον Κέπες, ούτε καμία άλλη από τις εναλλακτικές μυθιστορηματικές περσόνες του. Ο αφηγητής στην «Πατρική κληρονομιά» είναι ο ίδιος ο Ροθ – και μάλιστα όχι ο μυθοπλαστικός «Φίλιπ Ροθ» που συναντάμε σε μεταγενέστερα έργα του, αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας αυτοπροσώπως.

 

Η ανοιχτά αυτοβιογραφική επιλογή υπαγορεύεται από το ίδιο το θέμα – αυτό που ο συγγραφέας κληρονομεί τελικά απ’ τον πατέρα του, όπως υπογραμμίζεται στη συνταρακτική κορύφωση του βιβλίου, δεν είναι τίποτα άλλο από τα «σκατά», και μάλιστα όχι επειδή έχουν κάποια συμβολική σημασία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχουν. «Η συγκεκριμένη βιωμένη πραγματικότητα», που δεν συμβολίζει τίποτα και δεν επιδέχεται καμία αναγωγή στη μυθοπλαστική σφαίρα – ιδού η κατά Ροθ πατρική κληρονομιά.

 

Στο συγκεκριμένο πεδίο, η μυθοπλασία, όπως έχει οριοθετηθεί ιδίως στην πρώτη τριλογία του Ζούκερμαν, δεν είναι απλά απρόσφορη να υπηρετήσει το θέμα του βιβλίου, είναι μη σχετική – δεν έχει θέση. Γιατί αν η ύπαρξη νοήματος είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που αντιδιαστέλλουν τη μυθοπλασία προς τη χαώδη πραγματικότητα (θέση-κοινός τόπος στα προηγούμενα έργα του Ροθ), τότε σε μια κατεξοχήν θεματική απουσίας νοήματος –την ταπεινωτική πορεία προς τον θάνατο- η γυμνή καταγραφή της «αληθινής ιστορίας» προβάλλει ως η πιο αποτελεσματική επιλογή.

 

Η ουσιαστική αποκάλυψη, όμως, έρχεται όταν διαπιστώνει κανείς πόσο λίγο διαφέρει αυτό το βιβλίο από τα υπόλοιπα του συγγραφέα – και μάλιστα από τα καλύτερά του. Με τη γνωστή του δεξιοτεχνία, ο Ροθ οργανώνει τα γεγονότα σε συνεκτικές ενότητες, παράγοντας ένα πολυεπίπεδο σύνολο με αφηγηματικό άξονα την προσπάθεια να περιφρουρηθεί η αξιοπρέπεια του πάσχοντος – η αξιοπρέπεια ταυτίζεται εδώ με την ατομικότητά του, που υπονομεύεται από τον επερχόμενο αφανισμό και την ψυχρή ιδιόλεκτο της ιατρικής περίθαλψης.

 

Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, ο συγγραφέας επιχειρεί να αναγνωρίσει πίσω από τις απρόσωπες απεικονίσεις των μαγνητικών τομογραφιών τον εγκέφαλο του πατέρα του, το όργανο που ευθύνεται δηλαδή για τις ιδιότητες και τα ατομικά του γνωρίσματα – η αμηχανία του διατυπώνεται αποφθεγματικά: «Αν ο Αμλετ ατένιζε τις τομογραφίες του εγκεφάλου του Γιόρικ, ίσως ακόμα κι αυτός να είχε μείνει βουβός».

 

Ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος σε αυτή τη δοκιμασία είναι η μνήμη – ο Χέρμαν Ροθ καταφεύγει εκεί διαρκώς. Το ίδιο κάνει και ο συγγραφέας. Αποδίδει λεπτομερώς το γυμνό πορτρέτο του πατέρα του, τα προτερήματα και τις αδυναμίες του, όπως είχαν πριν διυλισθούν μέσα από τα αφηγηματικά φίλτρα του πεζογράφου για να μας δώσουν τις χαρακτηριστικές φιγούρες πατεράδων στα μυθιστορήματά του.

 

Η αγωνιώδης προσπάθεια της μνήμης να διασώσει ό,τι διασώζεται από την ανθρώπινη περιπέτεια διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου – και η προτροπή που βρίσκεται στο τέλος του θα μπορούσε εξίσου να βρίσκεται στην αρχή του: «Να μην ξεχνάς τίποτα».

 

 

 

Scroll to top