Την Παρασκευή το βράδυ, ντοκιμαντέρ του γυρισμένο πριν από 30 χρόνια προβλήθηκε σε γιγαντοοθόνη στην καρδιά της πρωτεύουσας
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Σύνταγμα, Παρασκευή 24 Ιανουαρίου, 8 μ.μ. Δυο χρόνια ακριβώς από τον θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Νομίζεις ότι θα δεις -ή μάλλον θέλεις να δεις- την πλατεία γεμάτη όρθιους, αμίλητους ανθρώπους. Που θα έχουν ανταποκριθεί στο κάλεσμα για το πιο ταιριαστό «μνημόσυνο». Ο Δήμος Αθηναίων έχει στήσει μια πελώρια οθόνη και προβάλλεται από τις 8 και μετά, ανά ώρα, το ντοκιμαντέρ «Αθήνα, Επιστροφή στην Ακρόπολη», γυρισμένο το 1983.
Ανηφορίζοντας βιαστικά προς την πλατεία ακούω μελωδίες της Καραΐνδρου. Η Φιλαρμονική του δήμου παίζει μπροστά στην οθόνη δίνοντας αμέσως τον τόνο της εκδήλωσης. Αυτό το βροχερό βράδυ ανήκει στον Τεό, ναι, αλλά δεν είναι βαρύ, μελαγχολικό. Εχει μουσική και χαμόγελα. Σαν αυτά που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πιστοί του μεγάλου σκηνοθέτη, που έχουν συγκεντρωθεί στην πλατεία.
Δεν είναι πολλοί. Είναι αυτοί που πρέπει. Η μεγάλη, αγαπημένη του οικογένεια -βλέπω ένα εγγονάκι του να τρέχει μπροστά από το καροτσάκι του, ενώ ο μπαμπάς του το κυνηγάει και τη Φοίβη Αγγελοπούλου να μιλάει σε κάμερες και δημοσιογραφικά μαγνητοφωνάκια. Είναι εκεί και οι συνεργάτες του, λίγοι σκηνοθέτες και οι πιο συνεπείς από τους θεατές των ταινιών του. Μια μεγάλη παρέα που ξεχωρίζει μέσα στην πλατεία. Η ζωή στο Σύνταγμα συνεχίζεται, ένα αδιάκοπο πέρα-δώθε. Αλλά οι εικόνες του Αγγελόπουλου αρχίζουν να επιβάλλονται, να αιχμαλωτίζουν όσους έχουν πάει με χαρά και συγκίνηση να τις συναντήσουν, αλλά και κάποιους περαστικούς, που κοντοστέκονται περίεργοι και μένουν εκεί.
Για σαράντα τρία λεπτά στην οθόνη περνάει μια Αθήνα πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Τα τριάντα χρόνια, που έχουν περάσει από τότε που ο Αγγελόπουλος γύρισε το ντοκιμαντέρ, έχουν κάνει τη δουλειά τους. Η πόλη, που χαϊδεύει αργά-αργά η κάμερα του Αρβανίτη και του Σινάνου δεν είναι η πολυπολιτισμική και τραυματισμένη από την κρίση που ζούμε σήμερα. Γιατί, όμως, η ταινία μας επιβάλλεται, αρχετυπική και αιώνια;
Είναι τα κείμενα του Ταχτσή. Ο μίτος των στίχων του Σεφέρη. Τα πλάνα που παραπέμπουν στην εικονογραφία του Τσαρούχη (ο γυμνός νέος με τα φτερά που διασχίζει την Αθήνα σε μια μοτοσικλέτα). Οι ιστορίες, που όσες φορές κι αν τις ακούσουμε το ίδιο παρηγορητικές είναι, όπως αυτή με τον Κατσίμπαλη και τους κόκορες από τις «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη». Είναι η αριστερή ψυχή του Τεό. Και οι μουσικές του (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Σαββόπουλος, Κηλαηδόνης). Ολα μαζί μπορούν να κάνουν ακόμα και μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια να επιβληθεί με το βάρος της στη σημερινή, με τις άλλες πληγές, έγνοιες και όνειρα.
Αρχίζει να ψιλοβρέχει. Η ταινία πλησιάζει στο τέλος της. Ενας νεαρός γυρνάει διακριτικά και μοιράζει το πρόγραμμα της ρετροσπεκτίβας του Αγγελόπουλου, που οργανώνει η Ταινιοθήκη. Αρχίζουν να καταφτάνουν στην πλατεία οι θεατές της προβολής των 9 μ.μ. Ο κόσμος πυκνώνει. Μέχρι τα μεσάνυχτα το Σύνταγμα ανήκει στον Τεό.
Στο ταξί για το σπίτι ένας νεαρός στο ραδιόφωνο τον θυμάται. Ακούω τη φωνή του σκηνοθέτη να διαβάζει λίγους στίχους από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη. «Οι φίλοι μας έφυγαν, ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος μάς έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει, ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή, πέρα από τ’ αγάλματα».
*INFO: Το αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη με τίτλο «Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τα μάτια των νέων» συνεχίζεται μέχρι την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου.