27/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ο Εμπορος της Βενετίας», «Ακροπολ»

Ολοκληρωμένη μονογραφία για τον Σάιλοκ

Η επιμελέστατη, άριστα οργανωμένη και σαφέστατη στην άποψή της παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου έχει στο κέντρο της μια κορύφωση: την ερμηνεία-επίτευγμα του Νικήτα Τσακίρογλου.
      Pin It

Η επιμελέστατη, άριστα οργανωμένη και σαφέστατη στην άποψή της παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου έχει στο κέντρο της μια κορύφωση: την ερμηνεία-επίτευγμα του Νικήτα Τσακίρογλου

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

ΝΙΚΗΤΑΣ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥΑργοπορημένα γράφω για την παράσταση του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου στο «Ακροπολ», τον «Εμπορο της Βενετίας», αν και η πρότασή του κρύβει για μένα τριπλό προσωπικό ενδιαφέρον. Σαν μάθημα πρώτα: επίδειξη της περίφημης βάσης μοντερνισμού, που επαναδιατυπώθηκε στο ελληνικό θέατρο από τον Ευαγγελάτο περίπου στη δεκαετία του ’70 και που έχει πια τόσο εμπεδωθεί και αναπαραχθεί από τον καθένα ώστε να θεωρείται καλλιτεχνικά δεδομένη από πολλούς, πρωτοποριακά ξεθυμασμένη για κάποιους.

 

Επειτα, είναι η ίδια η αυτόνομη παρουσίαση του έργου του Σέξπιρ. Μια παραμυθένια κωμωδία, με την τυπική παρεκτροπή της φρίκης που αρμόζει σε παραμύθι, αλλά και με εκείνη την ξαφνική, θαυμαστή παρεκτροπή στις βαθύτερες ψυχικές δομές του νεωτερισμού, που μόνο μια μυστική ιδιοφυΐα μπορεί να συνθέσει. Εργο που τρέχει μπρος στα μάτια μας σαν νερό και βαραίνει στη σκέψη μας σαν άργυρος: αποδίδεται στο «Ακροπολ» με διαφάνεια και απλότητα, με πολλές καλές ερμηνείες και με τη μία, κεντρική κι εξέχουσα κατάθεση του Σάιλοκ από τον Νικήτα Τσακίρογλου. Αυτή η τελευταία παρατήρηση είναι και ο τρίτος λόγος του ενδιαφέροντός μου. Μετά τις τόσες α-πρόσωπες, συλλογικές κι αποστασιοποιημένες παρουσιάσεις, πεθύμησα να δω ηθοποιό να παίζει μεγάλο ρόλο σαν πράξη μίμησης και σαν δείκτη νοήματος.

 

Αλλά ας σταθώ μόνο στον πρώτο από τους παραπάνω λόγους: στην παρουσία ενός μοντερνισμού που επιζητούσε κάποτε την ελαφρότητα της φόρμας ώστε να προβληθεί το νόημα του κειμένου και η σημασία του – πάντα ανοιχτό και διαθέσιμο, χωρίς συγκεκριμένη ερμηνεία, χωρίς την εξάρθρωση που θα το κάνει να χωρέσει στα σχήματα του δικού μας νου. Το θέατρο που υπηρέτησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν ένα αμφιθέατρο στις δύο εκδοχές του. Αντανακλούσε τις πολυεδρικές λάμψεις του έργου από τη σκηνή προς την πλατεία – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, όπου μάλλον είναι η πλατεία που επιβάλλει την ανάγνωση του έργου.

 

Από εκεί και πέρα καλό είναι να κρίνουμε τα πράγματα με τα σωστά κριτήρια. Είναι εύκολο να ξεχάσουμε, για παράδειγμα, ότι η τελική αποτίμηση μιας παραγωγής όπως του «Εμπορου της Βενετίας» αποτελεί στην πραγματικότητα κλάσμα όπου στη θέση του αριθμητή μπαίνει η καλλιτεχνική πρόθεση των συντελεστών και στη θέση του παρονομαστή η εμπορική αξία της παράστασης. Συνηθισμένοι σε παραγωγές που ανεβαίνουν σε σκηνές φεστιβαλικών αντιλήψεων με την προσδοκία της σύντομης, ερευνητικής και εμμέσως επιδοτούμενης επιτυχίας, λησμονούμε αυτόν τον παράγοντα. Ο «Εμπορος της Βενετίας» απευθύνεται πρωτίστως σε ένα θέατρο 800 θέσεων και αφορά μια ολόκληρη σεζόν, πράγμα που με πρόχειρους υπολογισμούς σημαίνει πως οφείλει να καλέσει στην πλατεία του τουλάχιστον 40.000 θεατές. Το υλικό που δουλεύει αυτό το θέατρο δεν συντίθεται μόνον από την ύλη των ονείρων. Συμβιβάζεται και με τον υλισμό μιας επιχείρησης που θέτει τους δικούς της όρους.

 

Σε αυτές τις συνθήκες ο Σπύρος Ευαγγελάτος έδωσε έναν επιμελέστατο «Εμπορο», άριστα οργανωμένο, κειμενικά εμπεδωμένο και, κυρίως, σαφέστατο στην άποψή του, σαν αληθινό δοκίμιο. Η πρόταση στηρίζεται βέβαια στο παραμύθι, με την τυπική για τον σκηνοθέτη αφαιρετικότητα στα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα και με την εξίσου τυπική μοντερνιστική πινελιά στα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, που έθεσαν σταθερά την υπογραφή τους στις σκηνοθεσίες του τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο είναι μια παράσταση σοβαρή, για κοινό κάποιας ηλικίας: στις κωμικές νότες χάνει φανερά, όχι γιατί είναι το ίδιο κακόκεφο, αλλά γιατί αδυνατεί να πετύχει τον κωμικό αιφνιδιασμό. Και είναι γεγονός πως υπάρχει μια σοβαρότητα στις ερμηνείες, που δίνει, από τη μια, στην όλη παράσταση το κύρος του «εθνικού», της στερεί όμως, από την άλλη, την αίσθηση της τρέλας, το παιχνίδι και το νεύρο που βλέπουμε σε νεότερες διανομές.

 

Κάτω από αυτή την οπτική οι ερμηνείες είναι γενικά καλές και παρά το ετερογενές της διανομής δένουν όλες σε μια κοινή πρόταση και σε μια λίγο-πολύ ισάξια απόδοση. Είναι με έναν λόγο, επαγγελματικές.

 

Με μια κορύφωση στο κέντρο: ο Σάιλοκ του Νικήτα Τσακίρογλου. Δεν νομίζω να υπάρχει κάτι να ειπωθεί γι’ αυτόν τον τόσο Αλλο και τόσο όμοιο με εμάς Εβραίο που να μην υπάρχει στην κίνηση και τη στάση, στο βλέμμα και το κοίταγμα, στη φωνή και στον τόνο του, στη σκηνή του «Ακροπολ» από τον Τσακίρογλου. Δεν είναι μόνον ένα νέο κεφάλαιο, αλλά μια ολοκληρωμένη μονογραφία πάνω στον Σάιλοκ, μια δοκιμή για τη μορφή του μετουσιωμένη σε θέατρο. Και είναι κάπως μελαγχολικό πως το θέατρό μας σημειώνει αυτό το επίτευγμα όταν το ίδιο το επίτευγμα δεν ενδιαφέρει πια παρά σχετικά λίγους.

 

Η Μαρία Σκουλά είναι μια χαριτωμένη, έξυπνη και σκαμπρόζα Πόρσια. Κάπως υποτονικός Μπασιάνιο ο Μάξιμος Μουμούρης, ενώ ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος δίνει έναν μελαγχολικό αλλά χωρίς άλλο, ιδιαίτερο βάθος Αντόνιο. Ισως την πιο ενδιαφέρουσα ρήξη με το ομοιογενές της παράτασης δίνει ο Παντελής Δεντάκης σαν υπηρέτης του Σάιλοκ. Η Τζίνη Παπαδοπούλου είναι μια συμπαθητική Νερίσα. Η παράσταση του «Εμπορου» έχει να υπηρετήσει δύο αφεντάδες. Εχει κάθε εχέγγυο για να τα καταφέρει καλά και με τους δύο.

 

Scroll to top