Markes-Gabriel-Garsia

29/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κυκλοφόρησε η βιογραφία του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες

Ο συγγραφέας που ήθελε να γίνει μάγος

Στην κορυφή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας από την εποχή που κυκλοφόρησε το «Εκατό χρόνια μοναξιά», ιδρυτής σχολής, βραβευμένος με Νόμπελ και φίλος τού Κάστρο, ο «Γκάμπο» εμπιστεύτηκε τον Τζέραλντ Μάρτιν για να αφηγηθεί τη ζωή του.
      Pin It

Στην κορυφή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας από την εποχή που κυκλοφόρησε το «Εκατό χρόνια μοναξιά» (1967), ιδρυτής σχολής, βραβευμένος με Νόμπελ (1982) και φίλος τού Κάστρο, ο Γκάμπο, όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά, εμπιστεύτηκε τον Τζέραλντ Μάρτιν για να αφηγηθεί τη ζωή του

 

Της Παρής Σπίνου

 

ΓΚΑΜΠΡΙΛΕ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ«Το όνομά μου είναι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Γεννήθηκα στην Αρακατάκα στην Κολομβία πριν από 40 χρόνια και ακόμα δεν το μετανιώνω. Το ζώδιό μου είναι Ιχθύες και η γυναίκα μου λέγεται Μερσέδες. Αυτά είναι τα δύο πιο σημαντικά πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή μου, επειδή χάρη σε αυτά, τουλάχιστον μέχρι τώρα, μπόρεσα να επιβιώσω γράφοντας.

 

Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία. Η αληθινή κλίση μου είναι προς τη μαγεία, αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να την εξασκήσω τα χάνω σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκα να καταφύγω στη μοναξιά της λογοτεχνίας (…). Ποτέ δεν μιλάω για λογοτεχνία επειδή δεν ξέρω τι είναι και εκτός αυτού είμαι πεπεισμένος ότι ο κόσμος θα ήταν ακριβώς ο ίδιος χωρίς αυτήν. Από την άλλη, αντίθετα, είμαι πεπεισμένος ότι θα ήταν εντελώς διαφορετικός χωρίς αστυνομία. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα ήμουν πολύ πιο χρήσιμος στην ανθρωπότητα, αν αντί για συγγραφέας είχα γίνει τρομοκράτης».

 

Ετσι συστήνει τον εαυτό του ο κορυφαίος συγγραφέας της Λατινικής Αμερικής, βραβευμένος με Νόμπελ, ο οποίος σε λίγες μέρες (στις 6 Μαρτίου) γίνεται 87 ετών. Ο επίσημος βιογράφος του, Τζέραλντ Μάρτιν, στη «Βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες», που μόλις κυκλοφόρησε από τη «Μικρή Αρκτο» (μτφρ. Αδωνις Σάμσων), τον περιγράφει ως έναν πλούσιο άνδρα με επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες, ο οποίος, πριν η μνήμη του αρχίσει να τον προδίδει, είχε την άνεση να απαιτεί 50.000 δολάρια για μια ημίωρη συνέντευξη.

 

Πάμπλουτος και αριστερός

 

«Ωστόσο, παρά την εκθαμβωτική καλλιτεχνική και οικονομική του επιτυχία, σε όλη του τη ζωή παρέμεινε ένας άνθρωπος της προοδευτικής Αριστεράς, υπερασπιστής των αγαθών σκοπών και ιδρυτής επιχειρήσεων με θετικό αντίκτυπο, ανάμεσα στις οποίες ινστιτούτα δημοσιογραφίας και κινηματογράφου», επισημαίνει ο Μάρτιν για τον Γκάμπο -έτσι φωνάζουν χαϊδευτικά τον Μάρκες- στην ογκώδη (750 σελίδες) βιογραφία. Χρειάστηκε 17 χρόνια για να την ολοκληρώσει και βασίστηκε σε 300 και πλέον συνεντεύξεις από σημαίνοντα πρόσωπα. Ανάμεσά τους ο Φιντέλ Κάστρο, ο Κάρλος Φουέντες, ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, μέλη της μεγάλης οικογένειας του συγγραφέα και φυσικά ο ίδιος ο Γκάμπο.

 

Ο βιογράφος αφηγείται τη συναρπαστική πορεία του Μάρκες προς τη διεθνή αναγνώριση με έμφαση στην αξία και την καταξίωση, στην πολιτική θέση και τη συγγραφική αποστολή. Αρχικά μας ξεναγεί στην Κολομβία και μας συστήνει ανθρώπους και τόπους που τον διαμόρφωσαν και συναντάμε στα βιβλία του. Στέκεται στη σχέση του με τη γυναίκα της ζωής του, την εξωτική Μερσέδες, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Οπως χαρακτηριστικά λέει, την είχε ερωτευτεί όταν εκείνη ήταν 13 χρονών και την περίμενε να… μεγαλώσει για να παντρευτούν.

 

Περιπλάνηση στην Ευρώπη

 

Ο πατέρας του ήθελε να τον δει δικηγόρο, όμως ο νεαρός Γκάμπο άφησε τις νομικές σπουδές για να συνεργαστεί το 1948 με την εφημεριδα «El Universal», στην Καρταχένα. Παρότι θεωρούσε τη δημοσιογραφία «κατώτερη μορφή γραφής», ακριβώς αυτή η επαγγελματική δραστηριότητα του έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στη Ρώμη παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας στο Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου, καθώς ενδιαφερόταν για τη συγγραφή σεναρίου. Στο Παρίσι έζησε μια μποέμικη ζωή, που τον οδήγησε σχεδόν στη λιμοκτονία. Στη Σοβιετική Ενωση αναζητούσε τα σημάδια ενός «ανθρωπιστικού και δημοκρατικού σοσιαλισμού».

 

Οπως παραδέχτηκε αργότερα, δεν μπόρεσε να καταλάβει την πολυπλοκότητα της Σοβιετικής Ενωσης σε μια καίρια εποχή. Εκανε πάντως μια προκλητική δήλωση, ότι ο Κάφκα θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος βιογράφος του Στάλιν και επισκέφτηκε το μαυσωλείο του, όπου ο ταριχευμένος ηγέτης ήταν «βυθισμένος σε έναν ύπνο χωρίς τύψεις». Οπως έγραψε: «Εχει μια ανθρώπινη έκφραση, ζωντανή, ένα χαζό χαμόγελο που δεν φαίνεται να είναι μια απλή μυϊκή συστολή, αλλά η αντανάκλαση ενός συναισθήματος. Υπάρχει μια ανεπαίσθητη χλεύη σε αυτή την έκφραση». Ορισμένοι πιθανολογούν ότι εκείνη τη στιγμή άναψε η πρώτη σπίθα για «Το φθινόπωρο του πατριάρχη», όπου ο Μάρκες σκιαγραφεί έναν παθιασμένο, μοναχικό δικτάτορα. Αλλοι, όμως, πιστεύουν ότι ο Φιντέλ Κάστρο με τον οποίο τον συνέδεε μακρόχρονη φιλία ήταν η πηγή έμπνευσής του.

 

Ο Κάστρο και τα κοτόπουλα

 

Η πρώτη του συνάντηση με τον Κάστρο, τον Δεκέμβριο του 1960, ήταν επεισοδιακή. Και οι δύο βρίσκονταν στο αεροδρόμιο της Καμαγκουέι περιμένοντας την πτήση για Αβάνα, με τρομερή κακοκαιρία. Οπως αναφέρει ο βιογράφος: «Ο κομαντάντε πεινούσε και ζήτησε ένα πιάτο κοτόπουλο στην καφετέρια του αεροδρομίου. Οταν του εξήγησαν ότι δεν υπήρχε, ο Κάστρο απάντησε ότι επί τρεις μέρες περιόδευε σε ορνιθοτροφεία και θέλησε να μάθει γιατί δεν μπορούσε η επανάσταση να μεταφέρει κοτόπουλα στο αεροδρόμιο. Πρόσθεσε ότι είχαν δίκιο οι γκρίνγκος που έλεγαν ότι οι Κουβανοί λιμοκτονούσαν».

 

Η στενή φιλία του Μάρκες με τον Κάστρο έδωσε τροφή για πολλές έριδες και επικρίσεις. Το 1971 επήλθε ρήξη στις σχέσεις τους όταν η υπογραφή του Μάρκες βρέθηκε, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, σε μια επιστολή με την οποία γνωστοί διανοούμενοι (από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ μέχρι τον Μάριο Βάργκας Γιόσα) κατηγορούσαν τον ηγέτη της Κούβας για σταλινικές διώξεις λογοτεχνών.

 

Το 1964, ενώ βρισκόταν στο Μεξικό, ο Μάρκες συνεργάστηκε με τον σπουδαίο ομότεχνό του Κάρλος Φουέντες στο σενάριο της ταινίας «Χρυσός κόκορας», η οποία ωστόσο αποδείχτηκε εμπορική αποτυχία και πήρε κακές κριτικές. Τουλάχιστον, αυτό το εγχείρημα αποδείχτηκε καθοριστικό για την πορεία του: «Οσο δούλευα στον κινηματογράφο, συνειδητοποίησα ότι η κυριαρχία της εικόνας σε σχέση με άλλα αφηγηματικά στοιχεία ήταν σίγουρα ένα πλεονέκτημα, αλλά ταυτόχρονα και περιορισμός, και αυτό ήταν για μένα μια αναπάντεχη ανακάλυψη, γιατί μόνο τότε κατάλαβα ότι οι δυνατότητες του ίδιου του μυθιστορήματος είναι απεριόριστες».

 

Ετσι, προχώρησε απερίσπαστος στο «δωμάτιο του Μελκιάδες», όπως ονόμαζε τον χώρο εργασίας του, για να γράψει το «Εκατό χρόνια μοναξιά», που θεωρείται το λατινοαμερικανικό ισοδύναμο του Δον Κιχώτη, αποτυπώνοντας τα δύο πρόσωπα μιας ηπείρου: «τη σκοτεινή ιστορία κατακτήσεων και βίας, τραγωδιών και αποτυχιών, αλλά και το πνεύμα του καρναβαλιού, τη μουσική και την τέχνη της Λατινικής Αμερικής».

 

Στα Νόμπελ με «λικιλίκι»

 

Μαζί με τον νέο Θερβάντες γεννήθηκε και ο νέος Μάρκες, «πιο προκλητικός, δογματικός, σκόπιμα άξεστος», σύμφωνα με τον βιογράφο, πάντα όμως ευφυής και παθιασμένος τόσο με τη συγγραφή όσο και με τους αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής. Γι' αυτό και πήγε ντυμένος με «λικιλίκι» (αναγνωρίσιμη λατινοαμερικανική φορεσιά της κατώτερης τάξης) στην τελετή της απονομής των Νόμπελ, τον Νοέμβριο του ’82, «μοιάζοντας με τον αλητάκο του Τσάπλιν» μπροστά στους άλλους βραβευμένους με τα σμόκιν. Πάντως, μετά το επίσημο γεύμα άναψε ένα πούρο Αβάνας, ενώ 70 μουσικοί από την Κολομβία «εισέβαλαν» στην αίθουσα, δίνοντας σπιρτάδα σε μια τυπική βραδιά.

 

Σήμερα ο νομπελίστας σπανίως εμφανίζεται δημόσια. Δεν παύει όμως να πιστεύει ότι «η συγγραφή βιβλίων είναι ένα αυτοκτονικό επάγγελμα. Κανένα άλλο δεν απαιτεί τόσο πολύ χρόνο, τόσο πολλή δουλειά, τόση αφοσίωση σε σύγκριση με τα άμεσα οφέλη του».

 

[email protected]

 

Scroll to top