Του Δημήτρη Τρίμη
Με όλους τους δυνατούς τρόπους, η γερμανική πλευρά προσπαθεί να μεταφέρει ακόμα μεγαλύτερο βάρος των «διασώσεων» στους πολίτες των υπερχρεωμένων ή πρακτικά χρεοκοπημένων χωρών. Με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην εσωτερική πολιτική της Γερμανίας (οι πολίτες της οποίας δυσφορούν με τις διαρκείς χρηματοδοτήσεις και αναχρηματοδοτήσεις των χρεών των άλλων κρατών και των τραπεζών, από τα κοινοτικά κεφάλαια), η Bundesbank επαναφέρει το σενάριο μιας αιφνιδιαστικής εφάπαξ οριζόντιας φορολόγησης ύψους 10% σε όλες τις περιουσίες -κινητές και ακίνητες- ώστε να καλυφθούν τα «εθνικά δημοσιονομικά κενά», δίχως προσφυγή σε νέο «επιδοτούμενο» δανεισμό για την αποπληρωμή των υπέρογκων τόκων και των χρεολυσίων.
To τέλος των προσδοκιών
Το σχέδιο αυτό, σε συνάρτηση με τις περσινές ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες για τα περίφημα bail-in («κουρέματα» τραπεζικών καταθέσεων στις κατεστραμμένες τράπεζες, όπως έγινε στην Κύπρο), είναι περισσότερο από βέβαιο ότι τινάζει στον αέρα κάθε προσδοκία ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, όταν μάλιστα το χρηματοδοτικό κενό για τους επόμενους 15 με 20 μήνες είναι ύψους 15 δισ. ευρώ. Ο καθένας γνωρίζει ότι οι τραπεζικές καταθέσεις στην Ελλάδα έχουν περιοριστεί δραματικά τα χρόνια της λιτότητας (από περίπου 240 δισ. ευρώ το 2009, σήμερα έχουν απομείνει 165 δισ.), τα «κόκκινα δάνεια» υποσκάπτουν μέχρις εξοντώσεως το τραπεζικό σύστημα που στηρίζεται από το ΤΧΣ (δηλαδή από το δημόσιο χρήμα, το οποίο επιβαρύνει και μεγεθύνει το δημόσιο χρέος και οδηγεί σε ακόμα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας τον ελληνικό λαό).
Ηδη το ίδιο το ΔΝΤ έχει υποστηρίξει ότι καμιά παρόμοια πολιτική αιφνίδιου και εφάπαξ «κεφαλαιακού φόρου», όπως αυτή που προτείνει η Bundesbank, δεν πέτυχε πουθενά. Αντίθετα, όπου εφαρμόστηκε, οι μεν πλούσιοι είχαν εγκαίρως φυγαδεύσει τα χρήματά τους σε ασφαλείς προορισμούς εκτός εθνικών οικονομιών, τα δε μεσαία στρώματα κατά κανόνα δεν μπορούσαν να πληρώσουν τον συγκεκριμένο φόρο και απλώς πολλαπλασίασαν τα χρέη τους προς το Δημόσιο.
Σήμερα, τα νοικοκυριά, σύμφωνα με όλους τους δείκτες, αποσύρουν τα αποθεματικά τους και προσπαθούν να εκποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, συχνά χωρίς επιτυχία, επιδιώκοντας να επιβιώσουν σε ένα οικονομικό περιβάλλον με όλο και λιγότερα εισοδήματα, με όλο και περισσότερους ανέργους, με φτωχότερους εργαζόμενους και συνταξιούχους, με εκατοντάδες χιλιάδες ανασφάλιστους και με τη μνημονιακή υποχρέωση αποπληρωμής όλο και περισσότερων φόρων και όλο και πιο ακριβών τραπεζικών δανείων. Μόλις προχθές ομολογήθηκε ότι τα εισοδήματα των νοικοκυριών έχουν μειωθεί κατά περίπου άλλο ένα 10% μέσα σε έναν χρόνο.
«Αποικία χρέους»
Η κυβερνητική αφήγηση των ημερών ότι θα αξιοποιηθούν τα περισσεύματα του αδιάθετου κεφαλαίου του ΤΧΣ (που προορίζεται για τη διάσωση των ελληνικών τραπεζών), ότι θα αποδώσουν τα διαρκή μνημονιακά μέτρα και οι «μεταρρυθμίσεις», ότι θα μεγεθύνεται το «πρωτογενές πλεόνασμα» και ότι «θα βγούμε στις αγορές» (σ.σ.: με επιτόκιο πάνω από 8%, κ. Στουρνάρα;), ώστε να μη χρειάζεται κι άλλη «δόση» της τρόικας πέραν των αναμενόμενων 10 δισ. του Μαρτίου (;), είναι -έτσι κι αλλιώς- ανυπόστατη. Οι προτάσεις της Bundesbank είναι προφανές ότι δίνουν τη χαριστική βολή στην ελληνική κοινωνία, μεταβάλλοντάς τη οριστικά σε μια άνευ προηγουμένου «αποικία χρέους» στην ευρωζώνη.