31/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πάμε γι’ άλλες πολιτείες…

      Pin It

Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

Στο τρίτο βιβλίο του τής Τριλογίας της Κρίσης, ο Πέτρος Μάρκαρης τοποθετεί την αστυνομική του ιστορία στην Αθήνα του 2014, που έχει επιστρέψει στη δραχμή. Το τοπίο διαμορφώνεται από άστεγους και άνεργους, από πιεσμένους οικογενειάρχες που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και από μερικούς πλούσιους που συνεχίζουν να ζουν στο παράλληλο σύμπαν τους σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει. Διάφορες παρέες νέων ανασκουμπώνονται και οργανώνουν δράσεις για να δώσουν λύσεις σε άμεσα προβλήματα και να καταπολεμήσουν το αδιέξοδο. Τα παιδιά των παιδιών του Πολυτεχνείου αποδίδουν την κρίση στους γονείς τους και αποφασίζουν να τη νικήσουν. Η κάθε ομάδα με τον τρόπο της.

 

Στους δρόμους της Αθήνας, μόλις βραδιάσει, ζωντανεύουν οι εικόνες του Μάρκαρη. Στο σκοτισμένο βλέμμα των ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στην τρύπα του Μετρό ή περιμένουν στις στάσεις, στις μεγάλες ουρές άδειων ταξί σε επίμαχα ή και λιγότερο επίμαχα σημεία, στις σκονισμένες βιτρίνες και τα άδεια μαγαζιά. Και βέβαια σ’ αυτούς που κοιμούνται στα κατώφλια των μεγάλων κτιρίων, πάνω σε χαρτόνια, τυλιγμένοι με σακούλες σκουπιδιών.

 

Μερικές φορές στους ίδιους αυτούς δρόμους ζωντανεύουν μερικοί και τολμούν να υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας –σαν εκείνους τους λίγους που συγκεντρώθηκαν έξω από το υπουργείο του Βαρβιτσιώτη για να αμφισβητήσουν τους χειρισμούς του στο Φαρμακονήσι και αλλού. Αναρωτιέμαι γιατί η απάντηση της κυβέρνησης έπρεπε να είναι η καταστολή. Αστυνομικές δυνάμεις πολλαπλάσιες σε αριθμό από τους διαμαρτυρόμενους έσπευσαν στο σημείο και προχώρησαν σε καμιά πενηνταριά προσαγωγές. Ποια λογική υπαγόρευσε αυτή την αντίδραση, ποιος είπε στην κυβέρνηση ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να συμφωνούν πάντα με όλες τις κυβερνητικές επιλογές ή ότι τους επιτρέπεται να εκφράζουν τη γνώμη τους μόνο όταν ψηφίζουν, κάθε τέσσερα χρόνια;

 

Το ζήτημα της συγκεκριμένης αστυνομικής καταστολής συζητήθηκε στη Βουλή, όπου αντί για επιχειρήματα εκτοξεύτηκαν ύβρεις και προσωπικές επιθέσεις άσχετες με το ζήτημα, το οποίο κατά συνέπεια δεν συζητήθηκε στη Βουλή. Ετσι, όπως φαίνεται, ούτε κάθε τέσσερα χρόνια ψηφίζοντας μπορούν οι πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους και να γίνει σεβαστή, αφού γι’ άλλη δουλειά στέλνουν «εκπροσώπους» τους στη Βουλή κι άλλη δουλειά κάνουν οι εκλεγμένοι. Στ’ αλήθεια, πιστεύει κανείς τους ότι οι ψηφοφόροι του εγκρίνουν τις κοκορομαχίες; Τους μπρατσαράδες με τις σεξιστικές φραστικές επιθέσεις, κατά προτίμηση εναντίον των ίδιων (γυναικείων) στόχων; Περνάει άραγε από το μυαλό της Βουλής ότι αυτές οι εικόνες, αυτές οι συζητήσεις, αυτός ο τρόπος λειτουργίας και ψήφισης νόμων –επαχθών και απεχθών- βυθίζουν ακόμη περισσότερο στην αδιαφορία πολίτες που ακόμα και οι ίδιοι οι κυβερνώντες θα τους ήθελαν να ενδιαφέρονται περισσότερο;

 

Θα έπρεπε να χαίρεται η κυβέρνηση όταν μερικοί, έστω λίγοι, εκδηλώνουν τη διαμαρτυρία τους για τα κακώς κείμενα ή τα κακώς πεπραγμένα. Αν ο δημόσιος διάλογος στον ίδιο τον Ναό του Διαλόγου έχει τόσο εκτραπεί, ο υγιής δημόσιος διάλογος στους δρόμους της πόλης είναι σημάδι της ζωντάνιας και της πολιτικής σκέψης ανθρώπων που σε τέσσερις μήνες θα αποφασίσουν –ψηφίζοντας– για την πορεία των πόλεων και της γειτονιάς τους, αλλά και για την πορεία της Ευρώπης. Δεν φαίνεται καθόλου πιθανό άτομα που ζουν σε αλλοπαρμένες πολιτείες σαν αυτές του Φίλιπ Κ. Ντικ, που κινούνται σαν αυτόματα και που παραλείπουν να σκεφτούν γιατί η σκέψη είναι εκτός νόμου, να ξυπνήσουν ένα ωραίο πρωί του Μάη και να κάνουν ορθές επιλογές. Οχι γιατί ναρκωμένοι θα συνεχίσουν να λειτουργούν σαν αυτόματα, αλλά γιατί πιεσμένοι θα «τα πάρουν στο κρανίο» και θα κάνουν την επιλογή τους για τον λάθος λόγο, την εκδίκηση για παράδειγμα. Που θα βάλει τη Δημοκρατία σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο.

 

Scroll to top