02/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Επανεκδόθηκε το σύνολο του έργου του μεγάλου Αργεντινού συγγραφέα

ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ Ο καθρέφτης που αντανακλά το πρόσωπό μας

Από χθες βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία «Απαντα τα Πεζά» του σε δύο τόμους με τη βραβευμένη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και ένας τόμος με ανθολογημένη ποίησή του από τον Δημήτρη Καλοκύρη. Χωρίς αμφιβολία, μια σημαντική πρωτοβουλία των εκδόσεων Πατάκη σε δύσκολους καιρούς.
      Pin It

Από χθες βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία «Απαντα τα Πεζά» του σε δύο τόμους με τη βραβευμένη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και ένας τόμος με ανθολογημένη ποίησή του από τον Δημήτρη Καλοκύρη. Χωρίς αμφιβολία, μια σημαντική πρωτοβουλία των εκδόσεων Πατάκη σε δύσκολους καιρούς

 

Της Παρής Σπίνου

 

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899 Μπουένος Αϊρες-1986 Γενεύη), ο πιο οικουμενικός συγγραφέας του 20ού αιώνα, είχε την ατυχία να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του τυφλός. Ή μήπως αυτό το άσχημο παιχνίδι της μοίρας του άνοιξε τα μάτια στους φανταστικούς, λαβυρινθώδεις, άχρονους κόσμους που απλώνονται στο έργο του; «Η τυφλότητα είναι ένα δραστικό μέσον για να απαλλαγείς από τους καθρέφτες», έλεγε ο κορυφαίος συγγραφέας της Αργεντινής: «Η τέχνη οφείλει να είναι σαν καθρέφτης που αντανακλά το ίδιο το πρόσωπό μας».

 

Για όσους θέλουν να εισχωρήσουν στον μαγικό κόσμο του Μπόρχες, η πολυαναμενόμενη επανέκδοση του συνόλου του έργου του από τον Πατάκη είναι γεγονός (αρχικά είχε κυκλοφορήσει από τα Ελληνικά Γράμματα). Από χθες βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία «Απαντα τα Πεζά» του σε δύο τόμους, στην καταξιωμένη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2006) και ένας τόμος με ανθολογία των ποιημάτων του από τον Δημήτρη Καλοκύρη.

 

Ο πρώτος τόμος («Απαντα τα Πεζά 1») περιλαμβάνει τις συλλογές «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας», «Μυθοπλασίες», «Το Αλεφ» και ένα αφήγημα από τη συλλογή δοκιμίων «Ιστορία της αιωνιότητας». Ενώ ο δεύτερος («Απαντα τα Πεζά 2») τις συλλογές «Η αναφορά του Μπρόουντι», «Το βιβλίο από άμμο», «Η μνήμη του Σαίξπηρ» και διάφορα μικρά πεζά. Ο πρώτος τόμος ανοίγει με πρόλογο του μεταφραστή και ο δεύτερος κλείνει με βιβλιογραφικό και εργοβιογραφικό σημείωμα και ευρετήριο, ενώ και οι δύο συνοδεύονται από εκτενέστατες σημειώσεις του μεταφραστή, λεξικό κύριων ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων και γλωσσάριο.

 

Η ανθολογία των ποιημάτων του από τον Δ. Καλοκύρη σχηματίστηκε σταδιακά, στη διάρκεια περίπου 30 χρόνων, ενώ η προσωπική γνωριμία του με τον Μπόρχες διευκόλυνε στην προσέγγιση του έργου του. Στον τόμο παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά ποιήματα από όλα σχεδόν τα βιβλία του, ενώ η εισαγωγή περιλαμβάνει μια σύντομη, κατατοπιστική βιογραφία του.

 

«Οταν διαβάζεις, μεταφράζεις, εκδίδεις τα Απαντα του Μπόρχες, δεν επικοινωνείς απλώς με ένα έργο ζωής, αλλά με ένα έργο-ζωή, αισθάνεσαι ότι εισδύεις σε έναν κόσμο που σου φαίνεται ανοίκεια οικείος», επισημαίνει ο Αχ. Κυριακίδης, ο οποίος μας μυεί στις ιδέες, τα θέματα, τις εμμονές τελικά του συγγραφέα: Ο ψευδαισθητικός χαρακτήρας της ανθρώπινης ύπαρξης. Το απατηλόν του φυσικού κόσμου. Το άπειρο και οι άπειρες δυνατότητες. Η ιδέα πως ακόμα και το απειροελάχιστο πράγμα ή γεγονός περιλαμβάνει όλο το σύμπαν. Πως ό,τι μπορούμε να φανταστούμε έχει ήδη συμβεί. Πως κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα κι ένας άλλος, αν όχι και όλοι οι άλλοι άνθρωποι…

 

Κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος, γλωσσομαθής, βιβλιοφάγος, δεινός μεταφραστής (Φόκνερ, Μισό, Καμί, Γουλφ, κ.ά.), μέλος της συντακτικής επιτροπής του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού «Sur», ο Μπόρχες ήταν χωμένος κυριολεκτικά μέσα στα βιβλία. Αρχικά ως απλός βιβλιοθηκάριος στη δημοτική βιβλιοθήκη του Μπουένος Αϊρες και στη συνέχεια ως διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. «Εχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δεν θα έλεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία», τόνιζε.

 

Για τον ίδιο, «η διαφορά μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας βρίσκεται στον αναγνώστη, ο οποίος στη μεν πεζογραφία ζητά πληροφορία και επιχείρημα, ενώ στην ποίηση ξέρει ότι οφείλει να συγκινηθεί». Παρότι ξεκίνησε από την πεζογραφία, αποκαλούσε τον εαυτό του ποιητή. Οσο προχωρούσε η τυφλότητα, επανερχόταν στην ποίηση και μάλιστα στην έμμετρη.

 

Οπως έγραφε το 1970, προλογίζοντας την «Αναφορά του Μπρόουντι», επιζητούσε την απλότητα. «Δεν τολμώ να ισχυριστώ πως το πέτυχα, δεν υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε μια σελίδα απλή, ούτε καν μια λέξη απλή, αφού όλες παραπέμπουν στο σύμπαν, πιο χαρακτηριστική ιδιότητα του οποίου είναι η περιπλοκότητα».

 

Αρνείται τον τίτλο του «παραμυθά»: «Οι ιστορίες μου, όπως αυτές των Χιλίων και μιας νυχτών, επιδιώκουν να διασκεδάσουν και να συγκινήσουν». Αρνείται επίσης πως είναι «στρατευμένος συγγραφέας»: «Οι πολιτικές πεποιθήσεις μου είναι αρκετά γνωστές· συνδέθηκα με το Συντηρητικό Κόμμα, που είναι κι αυτό μια μορφή σκεπτικισμού, και κανείς ποτέ δεν με χαρακτήρισε κομμουνιστή, εθνικιστή, αντισημίτη, οπαδό του Μαύρου Μυρμηγκιού ή του Ρόσας. Πιστεύω πως, με τον καιρό, θα αξιωθούμε να μην υπάρχουν πια κυβερνήσεις. Ποτέ δεν έκρυψα τις αντιλήψεις μου, ακόμα και τα πιο δύσκολα χρόνια, αλλά δεν τις άφησα ποτέ να υπεισέλθουν στο λογοτεχνικό μου έργο, παρά μόνο όταν με παρέσυρε ο ενθουσιασμός μου, κατά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών».

 

Σίγουρα αυτό που δεν θα αρνιόταν, αλλά αδίκως ποτέ δεν του απονεμήθηκε, είναι το βραβείο Νόμπελ.

 

[email protected]

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Το τυφλό του βλέμμα σε διεμβόλιζε ανεπίβουλα

 

Γνώρισα το έργο του Μπόρχες γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι των Εκδόσεων Penguin, με τον σαγηνευτικό τίτλο «Labyrinths». Οταν προσγειώθηκα μαγεμένος στην καρδιά του Πλανήτη Τλον (πρώτο κείμενο σ’ αυτήν την έκδοση, ένα απάνθισμα πεζών και δοκιμίων του Μπόρχες από διάφορες συλλογές του, ήταν το πιο… εξωφρενικό διήγημά του, το «Tlön, Uqbar, Orbis Tertius»), συνειδητοποίησα ότι η αγγλική γλώσσα δεν ήταν το κατάλληλο όχημα για να περιπλανηθώ σ’ αυτό το σύμπαν, κι έτσι, οπλισμένος με μια γερή γνώση λατινικών και της γαλλικής γλώσσας, αυτοδιδάχθηκα ισπανικά, μόνο και μόνο για να μπορέσω να εκχυλίσω όλους τους χυμούς αυτής της μαγικής λογοτεχνίας μέσα από τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένη.

 

Το επόμενο βήμα ήταν να μεταφράσω δύο από τα τελευταία διηγήματα που είχε γράψει ο Μπόρχες, «Το ρόδο του Παράκελσου» και «Γαλάζιες τίγρεις», δύο αποστάγματα της απόλυτης ωριμότητάς του, που εκδόθηκαν από τις Εκδόσεις Υψιλον υπό τον τίτλο «Ρόδινο και γαλάζιο». Ακολούθησαν η συλλογή δοκιμίων «Ιστορία της αιωνιότητας», η συλλογή διηγημάτων «Το Αλεφ»… and the rest is History: η εξαγορά των δικαιωμάτων από τις σχεδόν θνησιγενείς εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» μου έδωσε την ευκαιρία, τη δυνατότητα και την πρόκληση να μεταφράσω όλα τα Πεζά που έγραψε και δημοσίευσε ο Μπόρχες, ακόμα και αυτά που περιέχονται σε –όχι τόσο ακραιφνώς– ποιητικές συλλογές, κι αργότερα, το μεγαλύτερο μέρος των Δοκιμίων του.

 

Γνώρισα τον άνθρωπο Μπόρχες όταν ήρθε στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1984, για ν’ αναγορευτεί διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Κατέβηκα στο Ρέθυμνο μαζί με τον Νάσο Βαγενά, τον Τάσο Δενέγρη, τον Δημήτρη και την Ελένη Καλοκύρη. Καίτοι τον αιφνιδιάσαμε, κατά κάποιον τρόπο, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, μας δέχτηκε μετά χαράς. Ηταν ανοιχτόκαρδος, προσηνής και (όσο κι αν ακούγεται άτοπο θα το τολμήσω) μ’ ένα τυφλό βλέμμα που σε διεμβόλιζε ανεπίβουλα. Ενας άνθρωπος απόλυτα συμφιλιωμένος με το γήρας του, με την αναπηρία του, με τη σοφία του. Ενας άνθρωπος απόλυτα συμφιλιωμένος με τη ζωή και τον κόσμο.

 

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στις Εκδόσεις Πατάκη για μια τέτοια εκδοτική πρωτοβουλία σε τέτοιους καιρούς. Η σημερινή έκδοση «Απάντων των Πεζών» (και, οσονούπω, των «Δοκιμίων») παρουσιάζει μία τεχνική και μία ουσιαστική διαφορά από τις προηγούμενες. Η τεχνική έγκειται στο ότι ο ογκώδης τόμος των «Πεζών» και ο ακόμα ογκωδέστερος των «Δοκιμίων» χωρίστηκαν στα δύο ώστε να είναι πιο εύχρηστοι και πιο ευανάγνωστοι. Από την άλλη, κάθε κείμενο επιδέχεται επιμέλεια, διόρθωση, βελτίωση, ακόμα και την επομένη της παράδοσής του στο τυπογραφείο. Πόσο μάλλον μια μετάφραση που εκδόθηκε πριν από 8 χρόνια, μέσα στα οποία τα πρωτότυπα κείμενα άλλαξαν, γιατί άλλαξε και εμπλουτίστηκε η εμπειρία του πιο δημιουργικού αναγνώστη τους, δηλαδή του μεταφραστή τους.

 

Επιτρέψτε μου να παραθέσω την τελευταία παράγραφο της χθεσινής μου ομιλίας στην παρουσίαση της έκδοσης «Απάντων των Πεζών 1 και 2» στην Εθνική Βιβλιοθήκη: «Συναισθάνομαι ότι η παρουσίαση της έκδοσης μιας τόσο πληθωρικής κατάθεσης στο ταμείο του δυτικού πολιτισμού όσο είναι η πεζογραφία του Μπόρχες, δικαιούται να κορυφωθεί με μιαν απολύτως ενσυνείδητη υπερβολή: Ενας ένθερμος θιασώτης αυτής της κοσμοθεωρητικής λογοτεχνίας, όπως ο ομιλών, δεν θα μιλούσε για Απαντα τα Πεζά του Μπόρχες, αλλά για Απαντα τα Πεζά».

 

Αχιλλέας Κυριακίδης

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Σημαντικές στιγμές της ζωής του

 

1905: Σε ηλικία έξι ετών δηλώνει ότι θέλει να γίνει συγγραφέας και τρία χρόνια αργότερα η εφημερίδα «Εl Pais» δημοσιεύει τον «Eυτυχισμένο Πρίγκιπα» του Οσκαρ Ουάιλντ σε μετάφρασή του.

 

1930: Καθοριστική ήταν η φιλία του με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, με τον οποίο συνεργάζονται σε πολλά βιβλία (ανθολογίες, μεταφράσεις, αστυνομικά διηγήματα, σενάρια).

 

1935: Εκδίδεται η «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας», κείμενα που χαρακτηρίζει «αφηγηματικά πειράματα, κάτι μεταξύ φάρσας και ψευτοδοκιμίου».

 

1945: Δικτατορία Περόν. Η οικογένειά του διώκεται, ο ίδιος παρακολουθείται από την αστυνομία και στο τέλος μετατίθεται από βιβλιοθηκάριος σε επιθεωρητή «οικόσιτων πτηνών και κονίκλων». Παραιτείται και αρχίζει να παραδίδει μαθήματα στο Αγγλικό Ινστιτούτο. «Η αντίθεσή μου με τον περονισμό δεν είναι πολιτικής, αλλά ηθικής τάξεως», δηλώνει.

 

1955: Η αντιπερονική επανάσταση τον διορίζει διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας, του απονέμεται το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και παίρνει την έδρα της Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες. Ταυτόχρονα η όρασή του ασθενεί. Κάνει αλλεπάλληλες εγχειρήσεις, αλλά οι γιατροί τού απαγορεύουν να γράφει και να διαβάζει. Πλέον αυτά θα αναλάβουν για λογαριασμό του η μητέρα του και φίλοι.

 

1960: Μοιράζεται με τον Σ. Μπέκετ το βραβείο Διεθνούς Συνάντησης Εκδοτών. Τον καλούν σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής για σειρά μαθημάτων. Τα έργα του αρχίζουν να μεταφράζονται συστηματικά σε διάφορες γλώσσες. Γυρίζονται ταινίες βασισμένες σε διηγήματά του, όπως «Η στρατηγική της αράχνης» του Μπερτολούτσι.

 

1966: Παντρεύεται την Ελσα Αστέτε Μιγιάν, που την είχε γνωρίσει πολύ νέος και την ξαναβρήκε χήρα. Μαζί πηγαίνουν στις ΗΠΑ, όπου το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ τον αναγορεύει επίτιμο καθηγητή ποίησης.

 

1970: Σε διεθνή δημοσκόπηση της εφημερίδας «Corriere della Sera» έρχεται πρώτος από τους υποψήφιους για το βραβείο Νόμπελ, που όμως απονέμεται τελικά στον Σολζενίτσιν.

 

1974: Εκδίδονται τα Απαντά του σε έναν ογκώδη τόμο 1.160 σελίδων, όπου συγκεντρώνονται 50 χρόνια πνευματικής δημιουργίας. Εκδίδεται η συλλογή «Ιστορία της νύχτας», ποιήματα αφιερωμένα στη Μαρία Κοδάμα, πρώην μαθήτριά του, που τον συνοδεύει πια στα περισσότερα ταξίδια του, από τη Χιλή μέχρι την Ιταλία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο.

 

1981: Είναι πάλι υποψήφιος για το Νόμπελ, που απονέμεται τελικά στον Γκαρσία Μάρκες. Παίρνει όμως το Βραβείο Θερβάντες.

 

1986: Εγκαθίσταται με τη Μαρία Κοδάμα στη Γενεύη. Κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Οι συνωμότες». Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Τον Απρίλιο παντρεύεται την Κοδάμα καθιστώντας την γενική κληρονόμο του. Στις 14 Ιουνίου πεθαίνει στον ύπνο του σε ηλικία 87 ετών. Επασχε από καρκίνο του ήπατος.

 

 

 

Scroll to top