02/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Και ολυμπιονίκης και «βασιλιάς της ζούγκλας»

Τζόνι Βαϊσμίλερ (1904-1984): από το ζενίθ στο ναδίρ.
      Pin It

Τζόνι Βαϊσμίλερ (1904-1984): από το ζενίθ στο ναδίρ

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

ΤΖΟΝΙ ΒΑΪΣΜΙΛΕΡ-ΤΑΡΖΑΝΗταν ο πρώτος ήρωας των παιδικών μας χρόνων (από αυτούς τους φανταστικούς, που «καθαρίζουν» και για πάρτη μας): ο Ταρζάν (ο… συμπατριώτης μας αντίπαλός του Γκαούρ προέκυψε αργότερα από τη γραφίδα του Νίκου Ρούτσου). Πρώτα σε φυλλάδια και στη συνέχεια στις κινηματογραφικές οθόνες. Στη δεύτερη εκδοχή, με πρώτο ενσαρκωτή τον Τζόνι Βαϊσμίλερ – γιατί στη συνέχεια υπήρξαν και άλλοι (με κάπως πιο ανεκτό τον Λεξ Μπάρκερ), αλλά δεν φτούρησαν.

 

Για τον Τζόνι Βαϊσμίλερ λοιπόν σήμερα ο λόγος (μικρή απόδραση από τα ημέτερα), καθώς στις 20 Ιανουαρίου συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τον θάνατό του (1984) και 110 από τη γέννησή του (1904). Και αξίζει να τον μνημονεύσουμε για τον επιπλέον λόγο ότι υπήρξε πολυνίκης ολυμπιακός κολυμβητής. Αλλά ας πάρω τα πράγματα με τη σειρά:

 

Εξ Ουγγαρίας

 

Κατ’ αρχάς δυο κουβέντες για τον «χάρτινο» Ταρζάν, του οποίου γεννήτορας υπήρξε ο Αμερικανός συγγραφέας Εντγκαρ Λι Μπάροους (1875-1950) κι έγινε σύντομα διεθνές ανάγνωσμα. Και όχι μόνο αυτό: προέκυψαν μιμητές – συγγραφείς των περιπετειών του, όπως ο προαναφερόμενος δικός μας Νίκος Ρούτσος (1904, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο Βαϊσμίλερ – 1981).

 

Ουγγρικής καταγωγής ο Βαϊσμίλερ, μετανάστευσε σε μικρή ηλικία με τους γονείς του στην Αμερική. Αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια στο Σικάγο. Φτωχότατη η οικογένεια – ανθρακωρύχος στη γενέτειρά του, υπάλληλος σε διάφορες δουλειές στην Αμερική ο πατέρας.

 

Μολονότι ασθενικός στα παιδικά του χρόνια ο Τζόνι, ωθήθηκε από τους γονείς του στην κολύμβηση. Κάπου εκεί τον πρόσεξε προπονητής ονόματι Ουίλιαμ Μπιγκ Μπιλ Μπάτσαρντ, τον ανέλαβε κι έπειτα από λίγο καιρό, με τη συνεχή προπόνηση και την άσκηση, να οι διακρίσεις. Στα 17 του κιόλας πρωταθλητής στα 100 μέτρα.

 

Συντομεύω τα της εξέλιξής του για να φτάσω στην Ολυμπιάδα του 1924 στο Παρίσι, όπου ο εικοσαετής τότε κολυμβητής Βαϊσμίλερ κατέκτησε τρία χρυσά: στα 100, στα 400 και στα 4Χ200 μέτρα – όλα στο ελεύθερο. Για να ακολουθήσουν άλλα δύο χρυσά στην Ολυμπιάδα του 1928 στο Αμστερνταμ, στα 100 και στα 4Χ200 μέτρα, επίσης στο ελεύθερο. Κι από καταρρίψεις σε παγκόσμια ρεκόρ, άλλο τίποτα.

 

Στην οθόνη

 

Ολυμπιονίκης, νέος, ωραίος, ζάπλουτος, περιζήτητος, ιδιαίτερα στον γυναικόκοσμο. Και κάπου εκεί, το 1924, τον άρπαξαν τα τσακάλια του σινεμά και ξεκίνησε την καριέρα του ως κινηματογραφικός αστέρας. Αρχικά σε κάποιες ταινίες που κανένας ίσως σήμερα δεν θυμάται και στη συνέχεια ως ενσαρκωτής του αποκαλούμενου «βασιλιά της ζούγκλας». Η πρώτη «ταρζανική» ταινία το 1932 και η τελευταία –12η στη σειρά– το 1948. Συμπρωταγωνίστριά του, στον ρόλο της συντρόφου του Τζέιν, η πανέμορφη μελαχρινή Μόριν Ο' Σάλιβαν. Κι από κοντά ο εξημερωμένος χιμπαντζής Τσίτα, ενώ κάποια στιγμή προέκυψε κι ένα «ταρζανάκι». Εκείνο ωστόσο που χαρακτήριζε τον γενναίο και ολιγομίλητο κατά τα άλλα Ταρζάν ήταν η τρομερή κραυγή («εάααα»!), που κανένας από τους διαδόχους του δεν κατάφερε να πετύχει, με αποτέλεσμα να δανείζονται τη δική του.

 

Αλλά οι σχέσεις του Βαϊσμίλερ με τη ζούγκλα δεν έμειναν στον Ταρζάν. Το 1948 μετεξελίχθηκε σε Τζιμ της ζούγκλας – και να άλλες 13 ταινίες, που μαζί με τις προηγούμενες και τις επόμενες, φτάνουν συνολικά τις 35.

 

Πλούσιος σε αθλητικές και καλλιτεχνικές επιδόσεις ο βίος του, πλούσιος και ο προσωπικός του, με πέντε γάμους, τα διαζύγια των οποίων και η γενικά σπάταλη διαβίωση τον ξετίναξαν οικονομικά. Ηδη από το 1970 άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Σε νοσηλευτικά ιδρύματα από καρδιά, κατάγματα, αλκοόλ, εγκεφαλικό (σε κάποιο μάλιστα από αυτά τα νοσηλευτήρια τον πέταξαν έξω, επειδή, πιστεύοντας προφανώς ότι βρισκόταν στη ζούγκλα, ούρλιαζε κάθε τόσο μιμούμενος τον κινηματογραφικό εαυτό του). Και για επιβίωση, μέχρι υπάλληλος σε κέντρο του φίλου του, Φρανκ Σινάτρα, στο Λας Βέγκας – στις δημόσιες σχέσεις και για φιγούρα στο μαγαζί. Ως το 1984, οπότε, ερείπιο του παλιού ένδοξου εαυτού του, άφησε την τελευταία του πνοή σε ψυχιατρική κλινική. Από το ζενίθ στο ναδίρ…

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαισιο

 

Τι χρειάζεται ο χειμαζόμενος παντοιοτρόπως λαουτζίκος αυτής της χώρας, που έχει εγκλωβιστεί στον οίκο του, καθότι ασύμφορη η όποια έξοδος; Τηλεόραση. Να χαλαρώσει, να ψυχαγωγηθεί, να ξεχαστεί. Να πληροφορηθεί ποιοι από τους εφήμερους αστέρες –παρουσιαστές και παρουσιαζόμενους– παντρεύονται, χωρίζουν, αλλάζουν σύντροφο («όλο το παρασκήνιο»), γιορτάζουν γενέθλια, ονομαστική εορτή, γεννητούρια. Κι από κοντά το ωροσκόπιο, για να ξέρουν οι παρακολουθούντες άμοιροι τι τους μέλλεται. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι.

 

Κι αυτό το αστείρευτο κέφι – πρωί, μεσημέρι απόγευμα. Να χαριεντίζονται, να χορεύουν, να γνωρίζουν φαρσί τα τελευταία σουξέ, αντάμα με τους φιλοξενούμενους αοιδούς των ξενυχτάδικων, που διαφημίζουν ούτω πως την πραμάτεια τους. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι.

 

Και οι τηλεοπτικές σειρές – ειδικότερα οι κωμικές. Με τους συμμετέχοντες σε διαρκή ένταση, πανικό, χάσκοντες. Ειδικότερα όταν έχουν να κάνουν μ’ ένα ανούσιο σενάριο κι έναν ανύπαρκτο σκηνοθέτη. (Εξαιρούνται οι αυτοεκτιμώμενοι ως σπουδαίοι, που πιστεύουν πως ό,τι κάνουν βγάζει γέλιο, συμπαρασύροντας και κάποιους ταλαντούχους, που υποχρεώνονται να τους μιμηθούν για να επιβιώσουν). Να ’ναι καλά οι άνθρωποι.

 

Και τα μαγειρέματα: Περί τις δέκα σχετικές εκπομπές μέτρησε τις προάλλες ο ημέτερος Σωτήρης Μανιάτης. Γιατί, τι λείπει από τον προαναφερόμενο τηλεθεατή; Η συνταγή, καθ’ ότι από υλικά, άλλο τίποτα. Ειδικότερα αυτά που διαφημίζονται, άμεσα ή έμμεσα, από τις εν λόγω. Να ’ναι καλά οι άνθρωποι.

 

ΚΑΙ… Από ΝΕΡΙΤ τίποτε ακόμη. Το χαράτσι όμως, μέσω ΔΕΗ, ξανάρχισε. Ακόμα και στους κοινόχρηστους χώρους. Και όμως, είμαστε ακόμα ζωντανοί.

 

[email protected]

 

 

Scroll to top