Του Νίκου Δαββέτα
Για τον συγγραφέα Γιάννη Ατζακά ο γενέθλιος τόπος, η Θάσος, παρά τις μακροχρόνιες απουσίες του, στάθηκε ό,τι και η Σκιάθος για τον Παπαδιαμάντη: Οχι μόνο ο χαμένος παράδεισος της παιδικής ηλικίας, μα και ο μοναδικός τόπος, «το αιώνιο θολάμι», όπου μπορούσε να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, να αντλήσει δύναμη και να δημιουργήσει. Και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο «Φως της Φονιάς», τρίτο και τελευταίο μέρος της άτυπης αυτοβιογραφικής τριλογίας του, που ξεκίνησε το 2007 με τη νουβέλα «Διπλωμένα φτερά».
Ο κεντρικός του ήρωας, Γιάννης Αρχοντής, alter ego του δημιουργού, μετά οκτώ έτη που πέρασε στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης –περίοδος που αποτυπώθηκε με σπαρακτική ένταση στο βραβευμένο μυθιστόρημα «Θολός βυθός»- επιστρέφει στο νησί του το 1957 για να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος και να κερδίσει το δικό του μέλλον. Εκεί, ο μοναχικός έφηβος θα ξανασμίξει με τη γιαγιά Βενετιά, τον μόνο πια κηδεμόνα του, αφού η μητέρα του έχει πεθάνει και ο αντάρτης πατέρας του εξακολουθεί να είναι αγνοούμενος. Αυτή θα είναι και πάλι ο στυλοβάτης του, το στημόνι που θα υφάνει τα κομμένα νήματα της ζωής του.
Για τον Γιάννη, το πρώτο ελεύθερο καλοκαίρι στο νησί, θα είναι μια τελετή μύησης στο ελληνικό φως, την παρθένα γη των προγόνων του, τη συνετή λιτότητα του αγροτικού βίου, τον ερωτισμό που αποπνέει το άλλο φύλο. Είναι το ξύπνημα των αισθήσεων, δίχως όμως τη λύτρωση της αφής. Ο έφηβος παραμένει πεινασμένος για τα πάντα, αποχωρίζεται προσωρινά το νησί και τον έρωτά του τον χειμώνα, μα επιστρέφει το επόμενο καλοκαίρι με την πείνα του ολάκερη. Οι σκληροτράχηλοι άνθρωποι που συναναστρέφεται είναι όλοι καμωμένοι από πηλό. Βγαίνουν μέσα από τη γη, είναι προέκταση των δέντρων και των βράχων της. Ακέραιες μονάδες, αρχετυπικές φυσιογνωμίες, πέρα από το καλό και το κακό, ταπεινοί εκπρόσωποι μιας ξεχασμένης Ελλάδας που ζούσε από τα ίδια της τα χέρια, φορείς ενός θα λέγαμε παπαδιαμαντικού ήθους, που οι άνθρωποι των πόλεων απώλεσαν προ πολλού.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Ατζακά θυμήθηκα πάλι τον περίφημο ορισμό του Μιγκέλ Τόργκα: «Οικουμενικό είναι το τοπικό, μείον τους τοίχους!»
Ο κεντρικός ήρωάς του, όσο πιο πολύ βυθίζεται στον κόσμο του νησιού του, τόσο περισσότερο οικουμενικός γίνεται, αγγίζοντας τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης παρουσίας, την πρώτη ύλη της δημιουργίας, μέσα σε ένα λυτρωτικό φως που καταργεί τοίχους, φράχτες, σύνορα και δίνει πνοή και θάρρος στο δημιούργημα ώστε να αναμετρηθεί με τον δημιουργό του. Δεν είναι τυχαίο πως μέσα σ’ αυτό το οργιαστικό περιβάλλον, ο νεαρός Αρχοντής συνειδητοποιεί πως η έξοδος προς το δικό του φως δεν περνά ούτε μέσα από τον έρωτα ούτε μέσα από τον μαρξισμό, μα από τη διαδικασία της γραφής, της έντεχνης δημιουργίας. Είναι όμως ακόμη πολύ νωρίς για τούτη την «έξοδο». Ορθώς ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο του μέσα σε ένα φθινοπωρινό σκηνικό, την ώρα που ο πρώτος εφηβικός έρωτας σβήνει και ο χαμένος πατέρας επανεμφανίζεται -πολιτικός πρόσφυγας στη Βουλγαρία πια- για να στηρίξει οικονομικά την είσοδο του γιου του στο πανεπιστήμιο, στη μεγάλη πόλη, στο μέλλον που του αρνήθηκε με την πολιτική του στράτευση.
Οπως παρατηρεί ο Λάκης Προγγίδης, «ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος Ελληνας που κατάλαβε ότι το μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι αισθητική κατηγορία, που έχει ως προορισμό να αποκαλύψει έναν ορισμένο κόσμο και το πρόσωπο αυτό πρέπει να υπάρχει στον τόπο του, να φέρεται και να φέρει ένα συγκεκριμένο αισθητικό περιεχόμενο».
Κι ακριβώς αυτό πέτυχε με τη σειρά του ο ταλαντούχος Γιάννης Ατζακάς. Χρησιμοποιώντας την πιο «προσωπική» τριτοπρόσωπη αφήγηση, κατόρθωσε να μας δώσει ήρωες που μας αποκαλύπτουν έναν ολόκληρο τόπο, μια εποχή, μα που ταυτοχρόνως φέρουν ένα συγκεκριμένο αισθητικό περιεχόμενο, θυμίζοντας κάτι από τα αξεπέραστα «Ρόδινα ακρογιάλια» του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου.