02/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μια ιστορία αποπομπής και απανθρωποποίησης

Νένη Πανουργιά «Επικίνδυνοι πολίτες. Η ελληνική Αριστερά και η κρατική τρομοκρατία» Μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής Καστανιώτης, 2013, σελ. .
      Pin It

Νένη Πανουργιά
«Επικίνδυνοι πολίτες. Η ελληνική Αριστερά και η κρατική τρομοκρατία»
Μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής
Καστανιώτης, 2013, σελ. 368

 

Της Αννας Μαρίας Δρουμπούκη

 

Η ανθρωπολόγος στο Κολούμπια Νένη Πανουργιά έγραψε ένα ανορθόδοξο και γοητευτικό βιβλίο, που πολλοί ακαδημαϊκοί θα ζήλευαν. Η διάρθρωσή του, ο τρόπος εξιστόρησης και αφηγηματοποίησης, όπως για παράδειγμα η χρήση του πρώτου ενικού ή η εναλλαγή εικόνων, υποσημειώσεων στα πλάγια της σελίδας και πάρεργων, έρχονται σε αντίθεση με τις αυστηρές ακαδημαϊκές νόρμες που επιτάσσουν μια αφήγηση γραμμική με κανόνες και πειθαρχία στην ανάλυση. Πρόκειται για ένα απελευθερωτικό δείγμα γραφής, ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα. Το βιβλίο φέρνει σε διάλογο πολλαπλούς ερευνητικούς τρόπους, μαρτυρίες, ιστορικά αρχεία, ανθρωπολογική έρευνα, μικροϊστορία, προσωπικές αφηγήσεις. Αποτελείται από μια βιωματική ιστορία, μια ιστορία αποπομπής και μιασμάτων, όπως η ίδια παρατηρεί, και από τα λεγόμενα Πάρεργα στο δεύτερο μέρος, δηλαδή από κείμενα που παρακολουθούν σαν σκιά το κυρίως κείμενο. Εξιστορούνται ο διωγμός Ελλήνων από Ελληνες στον 20ό αιώνα, τα κατασταλτικά μέτρα που πήρε το κράτος ενάντια στους πολίτες εκείνους που είχαν χαρακτηριστεί «επικίνδυνοι» λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων.

 

Σε συνέντευξή της στη Μικέλα Χαρτουλάρη («Εφημερίδα των Συντακτών», 18/11/2013), η Πανουργιά εξηγεί ότι η Αριστερά έγινε ο ιδεολογικός εχθρός του κράτους με την επακόλουθη αναγωγή της και σε υπαρξιακό εχθρό. Ετσι πραγματοποιήθηκε και η διολίσθηση από «ιδεολογική ετερότητα» σε «κονσερβοκούτι» πολύ πριν βγουν τα μαχαίρια της ΟΠΛΑ. Ουσιαστικά περιγράφει από ανθρωπολογική σκοπιά τη διαδικασία κατασκευής μιας γκρίζας ζώνης ύπαρξης στη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων στη θυελλώδη ελληνική Ιστορία, αυτή του «επικίνδυνου πολίτη», όρος που χρησιμοποιήθηκε από το κράτος για να πλαισιώσει με μια θεσμική δικαιολόγηση τη διαδικασία καταστολής και καταδίωξης των πολιτών με αριστερά φρονήματα.

 

Η διαμόρφωση του αριστερού ως κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου είναι περιγεγραμμένη στην εμπειρία της κρατικής βίας που ασκήθηκε εναντίον της συγκεκριμένης πολιτικής υποκειμενικότητας. Μέσα απ’ το βιβλίο αναδεικνύεται ένα πυκνό πλέγμα επιτήρησης, που ο Φουκό είχε ονομάσει «κυβερνητικότητα», αναφερόμενος στις τεχνικές διακυβέρνησης και ελέγχου του πληθυσμού στο σύγχρονο κράτος.

 

Οι μικροφυσικές της εξουσίας αντικατοπτρίζονται εναργέστατα στις μεθόδους πειθάρχησης των διαφωνούντων, αυτών που το κράτος ονόμασε «επικίνδυνους» και «ύποπτους».

 

Η φουκοϊκή βιοπολιτική λοιπόν τίθεται ξανά στο επίκεντρο: το κατακερματισμένο σώμα πλαισιώνεται από μια επιβεβλημένη κανονικότητα και τυχόν παρεκβάσεις από τον κανόνα επιφέρουν την τιμωρία. Οι πολιτισμικές όψεις αυτής της «θανατοπολιτικής» ενδιαφέρουν τη συγγραφέα.

 

Το πιο γοητευτικό στοιχείο του βιβλίου αναμφισβήτητα είναι οι προσωπικές εξιστορήσεις της συγγραφέως σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Συζητήσεις με φίλους των γονιών, η 21η Απριλίου του ’67 έτσι όπως τη βίωσε η ίδια, μαθήτρια τότε, οι οικογενειακοί φίλοι που ζούσαν σε ημινόμιμη κατάσταση ύπαρξης στη διάρκεια της δικτατορίας, η 16η Νοεμβρίου λίγο πριν από τη μεγάλη βραδιά στο Πολυτεχνείο και το πώς διέφυγε από το πεδίο του χαμού και του ζόφου στο οποίο είχε βρεθεί «σκαστή» μετά από ψέμα που είχε πει στους γονείς της περί έκτακτου μαθήματος χορού, μικρές άτυπες «εγω-ιστορίες» (ego-histoire) που υφαίνουν ένα γοητευτικό πλέγμα αφήγησης και ένα κράμα ιστορίας και ανθρωπολογίας υψηλών προδιαγραφών. Ουσιαστικά δίνεται το πλαίσιο της επιτήρησης και των διώξεων από την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας που ξέσπασε εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ Ελλήνων αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φλεβάρη του 1945 μέχρι τις μέρες μας.

 

Η Πανουργιά αξιοποιεί τη διεθνή βιβλιογραφία και ειδικά τις θέσεις του Αγκάμπεν περί «ζωής ανάξιας να βιωθεί» στο πλαίσιο της απογύμνωσης από κάθε πολιτικό νόημα και της αποστέρησης από κάθε αυτεξουσιότητα, για να υποστηρίξει πως η αναστολή των θεμελιωδών αξιώσεων της ζωής συντελείται κυρίως στον χώρο του στρατοπέδου αναμόρφωσης και εθνικής επανένταξης. Δεν θα μπορούσε να μην αναλύσει τις διαδρομές της ελληνικής ιστοριογραφίας από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα, εμμένοντας ιδιαίτερα στις θέσεις των μετα-αναθεωρητών ιστορικών για την «κόκκινη τρομοκρατία» και τις απαρχές του Εμφυλίου. Ο Β′ Παγκόσμιος καθόρισε τη δημόσια εμπειρία της ελληνικής ιστορίας και όπως γράφει η ίδια η συγγραφέας, «ο εμφύλιος πόλεμος, ο κάθε εμφύλιος πόλεμος, κρατάει πάντα μια αιωνιότητα και μια μέρα».

 

Η μελέτη αυτή αποτελεί μια ανθρωπογραφία, γιατί έχει ως κύριο αντικείμενό της τον άνθρωπο και στο τέλος της ανάγνωσης δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος στις γνωστές «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» αναφέρεται σε μια ανάσταση του παρελθόντος που δεν θα γίνει με την καταγραφή μιας γεγονοτολογικής ιστορίας που καταγράφει το «τι έγινε» αλλά με την ορμητική δύναμη της μνήμης και του μετασχηματισμού του παρελθόντος σε αποκατάσταση των θυμάτων, των ηττημένων.

 

Scroll to top