Για την προεδρική της καρέκλα «σφάζονται» ήδη πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη. Λίγοι γνωρίζουν ότι πρόκειται για ιδιωτική τράπεζα, που όμως έχει καθοριστικό ρόλο στη χρηματοπιστωτική πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων και δεν εναρμονίζεται με το απρόσωπο κτίριο των γραφείων της στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Της Χαράς Τζαναβάρα – Φωτογραφίες: Βασίλης Μαθιουδάκης
Μόνον η λαξευμένη επιγραφή «Τράπεζα της Ελλάδος» προδίδει στους ανυποψίαστους περαστικούς από την οδό Πανεπιστημίου ότι στο μάλλον «άχρωμο» νεοκλασικό κτίριο κατοικοεδρεύει το πρώτο τη τάξει πιστωτικό ίδρυμα της χώρας. Η κεντρική όψη έχει μοναδικό στολίδι τις δωρικές κολόνες της μαρμάρινης εισόδου. Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο μουντή προς την πλευρά της Σταδίου, αφού το εντυπωσιακό συγκρότημα των περίπου 6.000 τετραγωνικών καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, το οποίο, εκτός από τους δύο βασικότερους οδικούς άξονες του κέντρου (Πανεπιστημίου και Σταδίου), προσδιορίζεται από τις οδούς Ομήρου και Εδουάρδου Λω.
Το αρχικό κτίριο επί της Πανεπιστημίου είχε θεμελιωθεί το 1933, μετά από πολλές πολιτικο-οικονομικές… τρικλοποδιές που κατ' αποκλειστικότητα συνδέονταν με την υπόσταση της ίδιας της τράπεζας.
Γέννημα μιας δύσκολης εποχής για τη χώρα, η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε το 1927 έπειτα από απαίτηση των… δανειστών μας. Κάτι ανάλογο με τη γνωστή μας τρόικα, που τότε ήταν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Ηταν το… προαπαιτούμενο για να εγκρίνουν τη χορήγηση δανείου-μαμούθ 9 εκατ. στερλινών. Στον απόηχο της μικρασιατικής πανωλεθρίας, η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε υποκύψει. Αλλωστε υπήρχε και η Κοινωνία των Εθνων, που πίεζε για να πάψει η Εθνική Τράπεζα να τυπώνει χρήμα και παράλληλα να ασκεί εμπορικές τραπεζικές δραστηριότητες. Ετσι προέκυψε η Τράπεζα της Ελλάδος, που λειτούργησε πρώτη φορά το 1928, έχοντας «δανειστεί» πολλά από την Εθνική, από τον διοικητή της Αλέξανδρο Διομήδη έως τεχνικά στελέχη της. Το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα να κατέχει πάνω από το 35% των μετοχών του νέου τραπεζικού φορέα.
Η εκτύπωση νομίσματος ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Τράπεζας της Ελλάδος ώς τα τέλη του 2001, οπότε η χώρα μας εντάχθηκε στο ευρώ. Δύο χρόνια αργότερα, με βάση τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τις υποχρεώσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης, είναι ο αποκλειστικός εκπρόσωπος της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατέχοντας περίπου το 1,8% των μετοχών της τελευταίας.
Σε πρώτη φάση η τράπεζα στεγάστηκε σε ένα νεοκλασικό της Πανεπιστημίου, αλλά στην απέναντι πλευρά της, κοντά στην Χ. Τρικούπη και σε κτίριο που δεκαετίες αργότερα ήταν η έδρα της Κτηματικής Τράπεζας. Σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την απόκτηση οικοπέδου, με σταδιακή αγορά μικρών ιδιοκτησιών που προϋπήρχαν στο οικοδομικό τετράγωνο ανάμεσα στην Πανεπιστημίου και τη Σταδίου, που είχαν διαμορφωθεί από τα τέλη του 19ου αιώνα πάνω στα ίχνη δύο κεντρικών ρεμάτων.
Τα εμπόδια από την αρχή ήταν πολλά και έχει ενδιαφέρον ότι δεν σχετίζονταν με τις υψηλές αξίες γης που είχαν διαμορφωθεί στην προνομιακή περιοχή. Προέρχονταν από το τραπεζικό σύστημα που δεν έβλεπε με καλό μάτι το νέο πιστωτικό ίδρυμα. Τον Μάρτιο του 1933 το οικονομικό επιτελείο του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος είχε ζητήσει να «παγώσουν» οι διαδικασίες για το κτίριο. Χρειάστηκε να παρέμβει ο Παναγής Τσαλδάρης και να… συνωμοτήσει με τη διοίκηση της τράπεζας για να ξεμπλοκαριστούν οι διαδικασίες, ζητώντας να κρατηθεί μυστική ακόμα και η ημερομηνία της θεμελίωσης!
Ισως αυτό το κλίμα αμφισβήτησης να ήταν αφορμή για προβλήματα που εκδηλώθηκαν και σε αρχιτεκτονικό επίπεδο. Το 1929 είχε προκηρυχθεί διεθνής διαγωνισμός που αφορούσε τη μελέτη κτιρίου το οποίο «να εκπέμπει τη δύναμη της σταθερότητας». Η συμμετοχή ήταν μεγάλη, αλλά οι προτάσεις δεν είχαν κριθεί ικανοποιητικές από τους κριτές που γι' αυτό απένειμαν μόνον επαίνους. Εκλήθησαν οι τεχνικοί της τράπεζας να παραλάβουν τη μελέτη των Κ. Λάσκαρη και Δ. Τριποδάκη, που είχε πάρει τον πρώτο έπαινο, και με αυτή να διαμορφώσουν τα τελικά σχέδια. Το θησαυροφυλάκιο, οι ειδικοί χώροι και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις σχεδιάστηκαν από τον Αγγλο μηχανικό O. Faber.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αρχιτέκτονες του πρώτου κτιρίου προς την πλευρά της Πανεπιστημίου θεωρούνται οι Κώστας Παπαδάκης (1899-1961) και Νίκος Ζουμπουλίδης (1888-1969). Γεννημένος στην Αθήνα ο πρώτος, σπούδασε στο Πολυτεχνείο στη τότε νεοσύστατη Σχολή Αρχιτεκτόνων, αφού προηγουμένως είχε πετύχει στη σχολή Πολιτικών μηχανικών. Το 1925 είχε αναλάβει τη διεύθυνση τεχνικών υπηρεσιών της Εθνικής Τράπεζας, από όπου πέντε χρόνια αργότερα μεταπήδησε στο αντίστοιχο πόστο της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τη Σινασό της Καππαδοκίας, ο Ν. Ζουμπουλίδης σπούδασε στην αυτοκρατορική σχολή Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης. Εργάστηκε στην Τουρκία και τη Γερμανία πριν εγκατασταθεί στην Αθήνα, για να γίνει τεχνικός σύμβουλος πρώτα της Εθνικής και στη συνέχεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Δεν ήταν το μόνο κοινό σημείο των δύο μηχανικών, που μοιράζονταν επίσης την ίδια αγάπη για την αρχαιολογία.
Το κτίριο λειτούργησε το 1938, ενώ η επέκταση προς την πλευρά της Σταδίου ολοκληρώθηκε το 1970 σε σχέδια του αρχιτέκτονα της νεότερης φουρνιάς Εμμ. Βουρέκα (1907-1992), που είχε στο ενεργητικό του πολλά κτίρια τραπεζών. Η ενοποίηση των δύο κτιρίων έγινε με την προσθήκη ενός ορόφου.
…………………………………………………..
1. Τη χρύσωσαν
Οι αντιδράσεις για την τράπεζα ήταν τόσο έντονες ώστε στην τελετή θεμελίωσης ο πρώτος διοικητής της Αλ. Διομήδης ακολούθησε το έθιμο του «χρυσώματος». Για το καλό, τοποθέτησε σε κρυστάλλινο δοχείο φλουρί κωνσταντινάτο, μαζί με αρχαία νομίσματα από δυναμικές περιοχές της χώρας και την προτομή της Αθηνάς.
2. Οι ΕΠΟΝίτες
Σε τοίχο της τράπεζας, στη γωνία Πανεπιστημίου και Ομήρου, υπάρχει αναμνηστική πλακέτα στη μνήμη των τριών ΕΠΟΝιτών τους οποίους είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί κατακτητές τον Ιούλιο του 1941.
3. Τα ακίνητα
Η Τράπεζα της Ελλάδος διαθέτει συνολικά 28 κτίρια σε όλη τη χώρα, πολλά από τα οποία δεν χρησιμοποιούνται σήμερα. Το νεότερο απόκτημά της είναι το συγκρότημα των 13.000 τετραγωνικών της οδού Αμερικής, έργο του γραφείου Τομπάζη, όπου στεγάζεται και το μουσείο της.